Προκαταρκτική εξέταση διέταξε η Προϊσταμένη της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Ελένη Ράικου, με αφορμή καταγγελία για τραπεζικό στέλεχος στην οποία προέβη ο πρόεδρος του ΕΒΕΑ Κ.Μίχαλος την Δευτέρα το βράδυ.
Ο κ. Μίχαλος ισχυρίστηκε ότι τραπεζικό στέλεχος καθυστέρησε να εκκαθαρίσει κρατικό ομόλογο με αποτέλεσμα να επέλθει ζημιά στο Δημόσιο λόγω της διαφοράς των τιμών των...
spreads. Ο κ. Μίχαλος, είχε αναφέρει χαρακτηριστικά ότι τελευταίο τρίμηνο δινόταν περιθώριο 10 ημερών στην εκκαθάριση ομόλογων του ελληνικού δημοσίου, ανοίγοντας έτσι την πόρτα στους κερδοσκόπους.
Μετά την καταγγελία αυτή, η κα. Ράικου ανέθεσε την προκαταρκτική στον αρμόδιο για οικονομικές υποθέσεις Εισαγγελέα πρωτοδικών, ο οποίος αφού διακριβώσει την βασιμότητα της καταγγελίας θα ερευνήσει αν και σε βάρος ποιών προκύπτουν ποινικές ευθύνες για την υπόθεση.
Πάντως, η Τράπεζα της Ελλάδος, σε ανακοίνωση της διαψεύδει το γεγονός και αναφέρει ότι ο κανονισμός ουδέποτε άλλαξε, και οι συναλλαγές που έμειναν χωρίς εκκαθάριση μπήκαν στο σύστημα με την πρακτική του Recycling. «Δεν έγινε τίποτα άλλο παρά μόνο η αυτοματοποίηση της επανεισαγωγής των μη διακανονισθεισών συναλλαγών, η οποία προηγουμένως γινόταν με εκ νέου σύνταξη και αποστολή ειδικών κάθε φορά μηνυμάτων από τους αντισυμβαλλόμενους», τονίζεται χαρακτηριστικά στην ανακοίνωση της ΤτΕ.
Αναλυτικά, η Τράπεζα της Ελλάδος, στην ανακοίνωση της με τίτλο «Διακανονισμός Ομολόγων Ελληνικού Δημοσίου στο Σύστημα Παρακολούθησης Συναλλαγών επί Τίτλων με Λογιστική Μορφή », απαντά σε δημοσιεύματα για το θέμα αυτό και τονίζει:
«Για τις μη προθεσμιακές συναλλαγές (spot) που καταρτίζονται σε ορισμένη ημερομηνία (Τ) και εισάγονται στο «Σύστημα» o διακανονισμός γίνεται υποχρεωτικά το αργότερο 3 εργάσιμες ημέρες μετά την κατάρτιση της συναλλαγής (max Τ+3), όπως σαφώς ορίζει ο Κανονισμός. Για τις προθεσμιακές συναλλαγές που εισάγονται στο «Σύστημα» ο διακανονισμός γίνεται υποχρεωτικά κατά τη συμφωνημένη ημερομηνία λήξης. Και στις δύο αυτές περιπτώσεις (συναλλαγές spot και προθεσμιακές) ο διακανονισμός είναι οριστικός και ανέκκλητος, όπως ορίζει ο Κανονισμός του Συστήματος, Κεφ. 12, άρθρο 12.1.1, ο οποίος ως προς αυτό δεν τροποποιήθηκε ποτέ. Όταν μια πράξη δεν μπορεί να διακανονιστεί, τότε το Σύστημα την χαρακτηρίζει failed και ο Κανονισμός προβλέπει κυρώσεις (Κεφάλαιο 13). Μετά το πέρας της υποχρεωτικής προθεσμίας διακανονισμού οι αντισυμβαλλόμενοι ενημερώνονται τόσο για τις διακανονισθείσες όσο και για τις μη διακανονισθείσες συναλλαγές και καμία συναλλαγή δεν παραμένει προς διακανονισμό.
Ως προς τη διαδικασία αυτοματοποιημένης επανεισαγωγής (recycling) των μη διακανονισθεισών (failed) συναλλαγών, σημειώνονται τα εξής: 2 Από την έναρξη λειτουργίας του «Συστήματος» (1995) οι αντισυμβαλλόμενοι φορείς, εφόσον συμφωνούσαν μεταξύ τους, εισήγαγαν με εκ νέου αποστολή μηνυμάτων τους τις failed συναλλαγές για άμεσο διακανονισμό. Από τον Οκτώβριο του 2009, μετά από διαβούλευση με τους εμπλεκόμενους φορείς, ο διαχειριστής του «Συστήματος», με έγγραφό του και σε εναρμόνιση με τη διεθνώς ευρύτατα καθιερωμένη πρακτική του recycling, έδωσε τη δυνατότητα της αυτοματοποιημένης επανεισαγωγής των failed εντολών στο «Σύστημα» για διακανονισμό την ίδια ημέρα, χωρίς να απαιτείται κάθε φορά η αποστολή νέων επιπρόσθετων μηνυμάτων. Εξυπακούεται ότι η διαδικασία αυτή ακυρώνεται, εφόσον ένας από τους δύο αντισυμβαλλόμενους εναντιωθεί στέλνοντας το αντίστοιχο μήνυμα. Η δυνατότητα αυτόματης επανεισαγωγής ισχύει για 10 ημέρες. Μετά το πέρας των 10 ημερών, εφόσον και οι δύο αντισυμβαλλόμενοι εξακολουθούν να επιθυμούν τη συναλλαγή αυτή, οφείλουν να αποστείλουν εκ νέου σχετικά μηνύματα, όπως συνέβαινε και στο παρελθόν.
Δηλαδή, με την απόφαση του Οκτωβρίου 2009, δεν έγινε τίποτα άλλο παρά μόνο η αυτοματοποίηση της επανεισαγωγής των μη διακανονισθεισών συναλλαγών, η οποία προηγουμένως γινόταν με εκ νέου σύνταξη και αποστολή ειδικών κάθε φορά μηνυμάτων από τους αντισυμβαλλόμενους.
Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι η υιοθέτηση της πρακτικής της αυτοματοποιημένης επανεισαγωγής (recycling ) δεν συνιστά καμία αλλαγή του Κανονισμού που να επιμηκύνει το χρόνο διακανονισμού σε Τ+10, όπως λανθασμένα εικάζεται, διότι η διαδικασία αυτή, όπως ακριβώς συνέβαινε και στο παρελθόν, δεν μπορεί να υλοποιηθεί παρά μόνο με τη σύμφωνη γνώμη και των δύο αντισυμβαλλομένων. Υπό την αδήριτη αυτή προϋπόθεση, εάν μια συναλλαγή δεν εκκαθαριστεί κατά την ημερομηνία που προβλεπόταν στην αρχική εντολή διακανονισμού, μεταφέρεται από το διαχειριστή στην επόμενη εργάσιμη ημέρα με ακριβώς τους ίδιους όρους που ίσχυαν για την αρχική εντολή (τιμή αγοράς, τιμή πώλησης, όγκο).
Η πρακτική του recycling αυξάνει την αποτελεσματικότητα του «Συστήματος», καθώς ελαχιστοποιεί τον απαιτούμενο αριθμό μηνυμάτων που αποστέλλονται στο «Σύστημα». Επίσης, επιταχύνει τον διακανονισμό των πράξεων καθώς, από τη στιγμή που δεν απαιτείται η αποστολή νέων μηνυμάτων, αυτός είναι πλέον εφικτός από την αρχή της εργάσιμης ημέρας.
Λόγω ακριβώς της αποτελεσματικότητάς της, η πρακτική της αυτοματοποιημένης επανεισαγωγής (recycling) για τις failed συναλλαγές έχει ευρύτατη εφαρμογή στα αποθετήρια κρατικών ομολόγων των χωρών της ζώνης του ευρώ. Μάλιστα στην υπό σχεδιασμό νέα Ευρωπαϊκή κοινή πλατφόρμα διακανονισμού τίτλων, γνωστή ως TARGET2-Securities, στην οποία θα συμμετέχουν όλα τα αποθετήρια της ευρωζώνης υπό τη διαχείριση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, ο χρονικός ορίζοντας του recycling προβλέπεται να είναι απεριόριστος.
Σημειωτέον, τέλος, ότι η εφαρμογή του recycling από τον Οκτώβριο του 2009 και μετά δεν επέδρασε αυξητικά στον αριθμό των μη διακανονισθεισών 3 (failed) συναλλαγών, το ποσοστό των οποίων παραμένει στα ίδια με τα προ της εφαρμογής της, ιδιαιτέρως χαμηλά επίπεδα.
Από τα ανωτέρω, είναι προφανές λοιπόν ότι η πρακτική του recycling δεν σχετίζεται σε καμία περίπτωση με οιεσδήποτε επενδυτικές στρατηγικές (π.χ. short-selling κ.λπ.) διότι δεν διαφοροποιούνται τα χαρακτηριστικά της εντολής διακανονισμού που αφορούν τιμές και όγκους.
Την Τετάρτη 7 Απριλίου 2010, για πρώτη φορά στην αγορά ομολόγων του Ελληνικού Δημοσίου παρουσιάστηκε μεγάλος αριθμός συναλλαγών οι οποίες είχαν καταρτιστεί στην ΗΔΑΤ και δεν διακανονίστηκαν όπως έπρεπε, δηλαδή οριστικά και ανέκκλητα κατά την Τ+3. Κατόπιν αυτού, η Επιτροπή Εποπτείας και Ελέγχου των Βασικών Διαπραγματευτών αποφάσισε να τίθενται εφεξής σε δημοπρασία οι πράξεις της ΗΔΑΤ που δημιουργούν χρεωστικό υπόλοιπο τίτλων στο τέλος της ημέρας διακανονισμού (Τ+3). Επομένως, είναι εντελώς ανυπόστατη η «πληροφορία» που είδε το φως της δημοσιότητας ότι η Τράπεζα της Ελλάδος, υπεραντιδρώντας σε δήθεν προηγούμενη εσφαλμένη απόφασή της, περιόρισε το χρόνο διακανονισμού σε μία ημέρα (Τ+1).
Πέραν αυτού, η ανωτέρω απόφαση της Επιτροπής παρέχει επιπρόσθετο επιχείρημα για το ότι δεν υπήρξε ποτέ επιμήκυνση του χρόνου διακανονισμού σε Τ+10».
ΗΜΕΡΗΣΙΑ