Καλήτερα, καλήτερα
διασκορπισμένοι οι Ελληνες
να τρέχωσι τον κόσμον,
με εξαπλωμένην χείρα
ψωμοζητούντες
δ. Παρά προστάτας να 'χωμεν.
Με ποτέ δεν εθάμβωσαν
πλούτη ή μεγάλα ονόματα,
με ποτέ δεν εθάμβωσαν
σκήπτρων ακτίνες.
στ. Το χέρι οπού προσφέρετε
ως προστασίας σημείον
εις ξένον έθνος,
έπνιξε και πνίγει τους λαούς σας,
πάλαι, και ακόμα.
ζ. Πόσοι πατέρες δίδουσιν,
όχι ψωμί, φιλήματα
στα πεινασμένα τέκνα τους,
ενώ λάμπουν στα χείλη σας
χρυσά ποτήρια!
η. Οταν υπό τα σκήπτρα σας
νέους λαούς καλείτε,
νέους ιδρώτας θέλετε
εσείς δια να πληρώσητε
πλουσιοπαρόχως,
ι. Θέλετε θησαυρούς
πολλούς διά ν' αγοράσητε
κρότους χειρών και επαίνους,
και τ' άπιστον θυμίαμα
της κολακείας.
ιγ. Και τώρα εις προστασίαν μας
τα χέρια σας απλόνετε!
τραβήξετέ τα οπίσω.
βλέπει ο Θεός και αστράπτει
διά τους πανούργους.
ιε. Το ξίφος σφίγξατ' Ελληνες-
τα ομμάτια σας σηκώσατε -
ιδού - εις τους ουρανούς
προστάτης ο Θεός
μόνος σάς είναι».
(«Αι Ευχαί», Ανδρέας Κάλβος) (Ο.Δ.)