Του Νικου Ευθυμιαδη*
Ο βοσκός του παραμυθιού εξέπεμψε αλλεπάλληλους ψευδείς συναγερμούς, μέχρι τη μέρα που είχε πραγματική ανάγκη. Αλλά...
Ο βοσκός του παραμυθιού εξέπεμψε αλλεπάλληλους ψευδείς συναγερμούς, μέχρι τη μέρα που είχε πραγματική ανάγκη. Αλλά...
τότε κανείς δεν τον πίστεψε και ο λύκος αφέθηκε ελεύθερος να μπει στο μαντρί και καταβροχθίσει τα περισσότερα πρόβατα. Ο μύθος είναι ηθικοπλαστικός: ο βοσκός έλεγε ψέματα. Κινητοποιούσε άδικα το χωριό (σπατάλη πόρων) και έπρεπε να τιμωρηθεί χάνοντας την υπόληψή του και στη συνέχεια την περιουσία του. Το παραμύθι δεν μας λέει, όμως, το καλύτερο: τι έκανε μετά την καταστροφή ο βοσκός για να ανακτήσει το κοπάδι του. Σε ποιο ευρωπαϊκό πρόγραμμα εντάχθηκε και πώς κατάφερε να πάρει επιδότηση για να αγοράσει πρόβατα. Αν το μαθαίναμε αυτό, θα γνωρίζαμε πώς θα καταφέρει ξανά η χώρα μας να διεκδικήσει αποτελεσματικά ευρωπαϊκούς πόρους, τώρα που οι Ευρωπαίοι εταίροι μάς τιμωρούν για τη μειωμένη αξιοπιστία μας.
Στην πραγματικότητα, ο βοσκός είχε μόνο μια λύση: να στείλει τα ίδια τα εναπομείναντα πρόβατα να υποβάλουν αναπτυξιακά προγράμματα. Αυτή τη λύση έχει και η Ελλάδα: να στείλει την Τοπική Αυτοδιοίκηση –και αύριο την περιφερειακή αυτοδιοίκηση– με καλούς φακέλους στις Βρυξέλλες, αφού όλοι οι ειδικοί συμφωνούν ότι το μέλλον της Ευρωπαϊκής Ενωσης βρίσκεται στην τοπική και την περιφερειακή αυτοδιοίκηση.
Να «στείλει» βέβαια είναι τρόπος του λέγειν. Οι τοπικές αυτοδιοικήσεις δεν πηγαίνουν όπου τις στέλνουν οι βοσκοί. Πρέπει να είναι σε θέση να ετοιμαστούν και να πάνε μόνες τους. Αυτό, βέβαια, δεν είναι εύκολο για τους περισσότερους δήμους, λόγω της έλλειψης υποδομών και του ανεπαρκούς μεγέθους. Αυτό το μειονέκτημα καλείται να θεραπεύσει ο «Καλλικράτης». Υπάρχει, όμως, ένας Οργανισμός Τοπικής Αυτοδιοίκησης ο οποίος διαθέτει τα συγκριτικά πλεονεκτήματα και αυτός είναι της Θεσσαλονίκης. Η Θεσσαλονίκη μπορεί να ξαναδείξει τον δρόμο επιτυχίας της Τοπικής Αυτοδιοίκησης. Εχει τη σημαντικότερη παράδοση, αφού είναι η μοναδική ελληνική πόλη μεγάλου μεγέθους που ξαναχτίσθηκε έπειτα από ολική καταστροφή, την πυρκαγιά του 1917, χωρίς να μετράμε την υπέρβαση των προβλημάτων των σεισμών του 1978: εκτός, όμως, από την παράδοση, έχει σπουδαία συγκριτικά πλεονεκτήματα:
α) Η Θεσσαλονίκη δεν αποτελεί κυβερνητική έδρα. Σε αντίθεση με τον Δήμο Αθηναίων, η λειτουργία της πόλης εξαρτάται σε μεγαλύτερο βαθμό από την Τοπική Αυτοδιοίκηση, υπό την έννοια ότι από την καθημερινότητα απουσιάζουν οι δημόσιοι μηχανισμοί. Ο Δήμος Θεσσαλονίκης μπορεί να κάνει πολλά περισσότερα πράγματα για την πόλη του, υπό την έννοια ότι αν δεν τα κάνει αυτός, δεν θα γίνουν από κανέναν.
β) Για τον λόγο αυτόν αποτελεί μεγάλο πλεονέκτημα της Θεσσαλονίκης ότι –επειδή ακριβώς δεν είναι κυβερνητική έδρα– έχει μεγάλη εξάρτηση από την πραγματική οικονομία. Η πόλη δεν ζει από τη μισθοδοσία του κράτους, αλλά από τη δράση των επιχειρήσεων και των πολιτών της. Η οργανωτική τεχνογνωσία των επιχειρήσεων και η επιτυχής εμπειρία τους από την άντληση πόρων μπορεί να περάσει, επιτέλους, στην Τοπική Αυτοδιοίκηση.
γ) Η Θεσσαλονίκη διαθέτει το κατάλληλο πληθυσμιακό μέγεθος. Ο πληθυσμός του Δήμου Θεσσαλονίκης είναι 365.000 κάτοικοι έναντι 175.000 του Δήμου Πειραιά και 135.000 του Δήμου Πάτρας. Τα δεδομένα αυτά, πόσω μάλλον όταν επικαιροποιηθούν διότι προέρχονται από την απογραφή του 2001, τοποθετούν τον Δήμο Θεσσαλονίκης στους 70 μεγαλύτερους της Ευρώπης, στην ίδια κλίμακα με τους Δήμους του Μάντσεστερ, του Λίβερπουλ και της Μπρατισλάβας, σε ανώτερη θέση από τη Νις ή το Κάρντιφ. Η αναμόρφωση του Λίβερπουλ με ευρωπαϊκή χρηματοδότηση –με αποκορύφωμα την αναγέννηση εγκαταλελειμμένων περιοχών και την οικοδόμηση νέου σταδίου της ομώνυμης ομάδας– δείχνει τις τεράστιες δυνατότητες ενός καλά οργανωμένου δήμου.
δ) Η Θεσσαλονίκη, επιπλέον, είναι το κέντρο μιας πολύ ευρείας περιοχής, με πληθυσμό ενάμισι εκατομμυρίου κατοίκων. Η περιφερειακή κλίμακα των πολλαπλασιαστικών επιπτώσεων που έχει η λειτουργία και η ανάπτυξη της πόλης στην περιοχή αυτή δεν μπορεί να συγκριθεί με άλλο δήμο του μεγέθους της.
ε) Η Θεσσαλονίκη έχει ισχυρή σύνδεση με τις γύρω χώρες-μέλη της Ε.Ε. και μη. Το γεγονός αυτό επιτρέπει συνέργειες και δημιουργεί πρόσθετα πεδία για χρηματοδότηση από τα ευρωπαϊκά ταμεία σε επίπεδο Τοπικής Αυτοδιοίκησης. Για να γίνουν βέβαια όλα αυτά χρειάζεται «νοικοκύρεμα» του Δήμου Θεσσαλονίκης. «Νοικοκύρεμα» όχι με τη γραφειοκρατική έννοια –όπου τα πράγματα κρίνονται στο χαρτί– αλλά με την επιχειρηματική έννοια, όπου τα πράγματα κρίνονται από το αποτέλεσμα. «Νοικοκύρεμα» που θα είναι το πρώτο βήμα για την εξεύρεση του κατάλληλου μοντέλου αυτοδιοίκησης, το οποίο θα επιτρέψει στη Θεσσαλονίκη να πάει στις Βρυξέλλες και να πάρει όσα χρειάζεται για την αναμόρφωσή της. Μόνο αυτή η προοπτική μπορεί να δώσει χαμόγελο σε μια απογοητευμένη πόλη και να δημιουργήσει θέσεις εργασίας στον ιδιωτικό τομέα.
* Ο κ. Νίκος Ευθυμιάδης είναι πρώην πρόεδρος του Συνδέσμου Βιομηχανιών Βορείου Ελλάδος.
Στην πραγματικότητα, ο βοσκός είχε μόνο μια λύση: να στείλει τα ίδια τα εναπομείναντα πρόβατα να υποβάλουν αναπτυξιακά προγράμματα. Αυτή τη λύση έχει και η Ελλάδα: να στείλει την Τοπική Αυτοδιοίκηση –και αύριο την περιφερειακή αυτοδιοίκηση– με καλούς φακέλους στις Βρυξέλλες, αφού όλοι οι ειδικοί συμφωνούν ότι το μέλλον της Ευρωπαϊκής Ενωσης βρίσκεται στην τοπική και την περιφερειακή αυτοδιοίκηση.
Να «στείλει» βέβαια είναι τρόπος του λέγειν. Οι τοπικές αυτοδιοικήσεις δεν πηγαίνουν όπου τις στέλνουν οι βοσκοί. Πρέπει να είναι σε θέση να ετοιμαστούν και να πάνε μόνες τους. Αυτό, βέβαια, δεν είναι εύκολο για τους περισσότερους δήμους, λόγω της έλλειψης υποδομών και του ανεπαρκούς μεγέθους. Αυτό το μειονέκτημα καλείται να θεραπεύσει ο «Καλλικράτης». Υπάρχει, όμως, ένας Οργανισμός Τοπικής Αυτοδιοίκησης ο οποίος διαθέτει τα συγκριτικά πλεονεκτήματα και αυτός είναι της Θεσσαλονίκης. Η Θεσσαλονίκη μπορεί να ξαναδείξει τον δρόμο επιτυχίας της Τοπικής Αυτοδιοίκησης. Εχει τη σημαντικότερη παράδοση, αφού είναι η μοναδική ελληνική πόλη μεγάλου μεγέθους που ξαναχτίσθηκε έπειτα από ολική καταστροφή, την πυρκαγιά του 1917, χωρίς να μετράμε την υπέρβαση των προβλημάτων των σεισμών του 1978: εκτός, όμως, από την παράδοση, έχει σπουδαία συγκριτικά πλεονεκτήματα:
α) Η Θεσσαλονίκη δεν αποτελεί κυβερνητική έδρα. Σε αντίθεση με τον Δήμο Αθηναίων, η λειτουργία της πόλης εξαρτάται σε μεγαλύτερο βαθμό από την Τοπική Αυτοδιοίκηση, υπό την έννοια ότι από την καθημερινότητα απουσιάζουν οι δημόσιοι μηχανισμοί. Ο Δήμος Θεσσαλονίκης μπορεί να κάνει πολλά περισσότερα πράγματα για την πόλη του, υπό την έννοια ότι αν δεν τα κάνει αυτός, δεν θα γίνουν από κανέναν.
β) Για τον λόγο αυτόν αποτελεί μεγάλο πλεονέκτημα της Θεσσαλονίκης ότι –επειδή ακριβώς δεν είναι κυβερνητική έδρα– έχει μεγάλη εξάρτηση από την πραγματική οικονομία. Η πόλη δεν ζει από τη μισθοδοσία του κράτους, αλλά από τη δράση των επιχειρήσεων και των πολιτών της. Η οργανωτική τεχνογνωσία των επιχειρήσεων και η επιτυχής εμπειρία τους από την άντληση πόρων μπορεί να περάσει, επιτέλους, στην Τοπική Αυτοδιοίκηση.
γ) Η Θεσσαλονίκη διαθέτει το κατάλληλο πληθυσμιακό μέγεθος. Ο πληθυσμός του Δήμου Θεσσαλονίκης είναι 365.000 κάτοικοι έναντι 175.000 του Δήμου Πειραιά και 135.000 του Δήμου Πάτρας. Τα δεδομένα αυτά, πόσω μάλλον όταν επικαιροποιηθούν διότι προέρχονται από την απογραφή του 2001, τοποθετούν τον Δήμο Θεσσαλονίκης στους 70 μεγαλύτερους της Ευρώπης, στην ίδια κλίμακα με τους Δήμους του Μάντσεστερ, του Λίβερπουλ και της Μπρατισλάβας, σε ανώτερη θέση από τη Νις ή το Κάρντιφ. Η αναμόρφωση του Λίβερπουλ με ευρωπαϊκή χρηματοδότηση –με αποκορύφωμα την αναγέννηση εγκαταλελειμμένων περιοχών και την οικοδόμηση νέου σταδίου της ομώνυμης ομάδας– δείχνει τις τεράστιες δυνατότητες ενός καλά οργανωμένου δήμου.
δ) Η Θεσσαλονίκη, επιπλέον, είναι το κέντρο μιας πολύ ευρείας περιοχής, με πληθυσμό ενάμισι εκατομμυρίου κατοίκων. Η περιφερειακή κλίμακα των πολλαπλασιαστικών επιπτώσεων που έχει η λειτουργία και η ανάπτυξη της πόλης στην περιοχή αυτή δεν μπορεί να συγκριθεί με άλλο δήμο του μεγέθους της.
ε) Η Θεσσαλονίκη έχει ισχυρή σύνδεση με τις γύρω χώρες-μέλη της Ε.Ε. και μη. Το γεγονός αυτό επιτρέπει συνέργειες και δημιουργεί πρόσθετα πεδία για χρηματοδότηση από τα ευρωπαϊκά ταμεία σε επίπεδο Τοπικής Αυτοδιοίκησης. Για να γίνουν βέβαια όλα αυτά χρειάζεται «νοικοκύρεμα» του Δήμου Θεσσαλονίκης. «Νοικοκύρεμα» όχι με τη γραφειοκρατική έννοια –όπου τα πράγματα κρίνονται στο χαρτί– αλλά με την επιχειρηματική έννοια, όπου τα πράγματα κρίνονται από το αποτέλεσμα. «Νοικοκύρεμα» που θα είναι το πρώτο βήμα για την εξεύρεση του κατάλληλου μοντέλου αυτοδιοίκησης, το οποίο θα επιτρέψει στη Θεσσαλονίκη να πάει στις Βρυξέλλες και να πάρει όσα χρειάζεται για την αναμόρφωσή της. Μόνο αυτή η προοπτική μπορεί να δώσει χαμόγελο σε μια απογοητευμένη πόλη και να δημιουργήσει θέσεις εργασίας στον ιδιωτικό τομέα.
* Ο κ. Νίκος Ευθυμιάδης είναι πρώην πρόεδρος του Συνδέσμου Βιομηχανιών Βορείου Ελλάδος.