Η ευρωζώνη θα πρέπει να προχωρήσει σε ριζοσπαστική επανεξέταση των κανόνων της προκειμένου να επιβιώσει
Πού πάει το ευρώ;
Του ΑDRΙΕΝ DΕ ΤRΙCΟRΝΟΤ
Ενα τεράστιο βήμα έκαναν οι ευρωπαίοι αξιωματούχοι κατά τη διάρκεια της νύχτας της περασμένης Κυριακής, θεσπίζοντας τον μηχανισμό στήριξης των χωρών που αντιμετωπίζουν δυσκολίες. Αντιμέτωποι με τον κίνδυνο εξάπλωσης και την επιτακτικότητα της κατάστασης ξεπέρασαν επιτέλους δύο ταμπού. Αρχισε να εφαρμόζεται η αρχή της αλληλεγγύης, μέσω του μηχανισμού των εγγυήσεων των χωρών της ευρωζώνης ύψους 440 δισ. ευρώ, στα οποία προστίθενται 60 δισ. ευρώ που θα δοθούν μέσω της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Επιπλέον, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) θα αγοράσει άμεσα κρατικά ομόλογα και ιδιωτικούς τίτλους από τις αγορές, μια παρέμβαση που επιτρέπεται κατά τις ευρωπαϊκές συνθήκες ενόψει συστημικών κινδύνων. Πάντως, την Πέμπτη 6 Μαΐου ο πρόεδρος της ΕΚΤ Ζαν Κλοντ Τρισέ δήλωνε ότι το ενδεχόμενο αυτό δεν είχε ακόμη συζητηθεί. Επιπλέον, η επίπονη διαδικασία για την υιοθέτηση μέτρων για τη στήριξη της Ελλάδας έδειξε- όπως έγραψε ο Ντέιβιντ Σίμοντς, επικεφαλής ερευνών της Royal Βank of Scotland- ότι η λήψη ευρωπαϊκών πολιτικών και νομισματικών αποφάσεων παραμένει σε «καθεστώς άρνησης». Αν και εξήλθαν από αυτό, με στόχο να επανακτήσουν το ψυχολογικό πλεονέκτημα για να ακυρώσουν τον χαρακτήρα «αυτορρύθμισης» της κρίσης την περασμένη εβδομάδα, η δυσπιστία τροφοδοτούσε την εκτίναξη των σπρεντ- οι ευρωπαίοι αρμόδιοι ζήτησαν σκληρότερους όρους στα δημόσια οικονομικά.
Το ρίσκο παραμένει πάντως ότι οι δημοσιονομικές προσαρμογές, οι οποίες έχουν ζητηθεί από πολλές χώρες που αντιμετωπίζουν δυσκολία, θα αναδειχτούν κοινωνικά ασύμφορες ή οικονομικά αντιπαραγωγικές, καθώς η στήριξη του χρέους μακροπρόθεσμα θέτει πάντα ερωτήματα. Εκτός από την επείγουσα ανάγκη, η νομισματική ένωση οφείλει να συνεχίσει αδιάλειπτα την αλλαγή της πορείας της, για να καταφέρει να ξεπεράσει τις εσωτερικές οικονομικές ανισότητες. Τελευταία, υπογραμμίζει ο Ντέιβιντ Σίμοντς, η οικονομική κρίση δεν τροφοδοτήθηκε από θεμελιώδη δεδομένα, αλλά από τον φόβο ότι η άνοδος των επιτοκίων θα χειροτέρευε τη δημοσιονομική κατάσταση και θα καθιστούσε ανεξέλεγκτο το ρίσκο της μετάδοσης, ένας φόβος που ανατροφοδοτεί την άνοδο των επιτοκίων. Το ευρωπαϊκό σχέδιο φιλοδοξεί να αναχαιτίσει το ντόμινο.
Η λιτότητα. Αλλά, ουσιαστικά, το πρόβλημα των χωρών με δημοσιονομικές δυσκολίες κινδυνεύει να μη λυθεί με τα μαζικά προγράμματα λιτότητας σε τρία ή τέσσερα χρόνια, όπως έχει εκτιμηθεί. «Ζητείται από την Ελλάδα μια προσπάθεια ίση με το 14% του ΑΕΠ μέχρι το 2014 που είναι τεράστια. Τέτοιες δημοσιονομικές προσαρμογές έχουν πραγματοποιηθεί σε αναδυόμενες οικονομίες της Ευρώπης, όπως στη Λετονία, αλλά με αντάλλαγμα τεράστιες θυσίες, όπως μια μείωση κατά 30% των μισθών των δημοσίων υπαλλήλων», λέει η Λοράνς Μπουν, ειδική στα δημόσια οικονομικά στην Βarclays Capital στο Παρίσι. «Δεν μπορούμε να ζητάμε μόνο από τις χώρες του Νότου να κάνουν τεράστιες προσπάθειες. Πρέπει να τους παρασχεθεί ένα κίνητρο, όπως ήταν στο παρελθόν η προσχώρηση στο ευρώ που σήμερα δεν υπάρχει. Οταν αυξάνουμε τους φόρους και μειώνουμε τις κοινωνικές παροχές και τους μισθούς των δημοσίων υπαλλήλων, σκοτώνουμε τη ζήτηση και την ανάπτυξη», εξηγεί.
Οι συγκρίσεις με περασμένες εμπειρίες δεν συνηγορούν υπέρ της επιτυχίας των βίαιων προσαρμογών σε μια σύντομη περίοδο. Οι ερευνητές του Χάρβαρντ Αλμπέρτο Αλεσίνα και Σίλβια Αρντάνα έχουν μελετήσει 107 περιπτώσεις «δημοσιονομικής εξυγίανσης» στις χώρες του ΟΟΣΑ την περίοδο 1970- 2007. Μόνο 17 περιπτώσεις (16%) έχουν πετύχει, έχουν δηλαδή καταφέρει μια πτώση του χρέους ως ποσοστό του ΑΕΠ τουλάχιστον κατά 4,5% σε τρία χρόνια, έγραψαν σε μια μελέτη τον Οκτώβριο του 2009 για το αμερικανικό Κέντρο Οικονομικών Ερευνών (ΝΒΕR).
Εχοντας μελετήσει τα 10 κυριότερα προγράμματα δημοσιονομικής προσαρμογής, που εφαρμόστηκαν σε χώρες του ΟΟΣΑ τα τελευταία 30 χρόνια, η Λόρενς Μπουν προσθέτει ότι «η πτώση των δαπανών χρειάστηκε πολύ χρόνο: δώδεκα χρόνια κατά μέσο όρο. Επιπλέον, οι δύο πρώτοι παράγοντες μείωσης των ελλειμμάτων- πτώση των σπρεντ και πτώση των δαπανών κοινωνικής ασφάλισης- είναι πιο δύσκολο να επαναληφθούν στην τωρινή συγκυρία». Φαίνεται, λοιπόν, δύσκολο να δημιουργηθούν στέρεες οικονομίες, με δεδομένες τις επιπτώσεις της γήρανσης του πληθυσμού και της βίαιης κρίσης στην απασχόληση. Η κρίση κινδυνεύει να μετατραπεί σε κρίση για τη στήριξη του δημόσιου χρέους ορισμένων ανεπτυγμένων χωρών.
Οι προβλέψεις. Μπορούμε να αναμένουμε μια διαρκή ανάκαμψη η οποία θα μειώσει τις ανησυχίες; Δεν είναι σίγουρο. Ορισμένοι ειδικοί, όπως ο Πάτρικ Αρτους, θεωρούν αντίθετα ότι η μείωση των χρεών των οικονομιών δεν επιτρέπει στην οικονομική δραστηριότητα να ξεπεράσει τα επόμενα χρόνια το επίπεδο της δυνητικής ανάπτυξης και ότι το διαρθρωτικό αυτό επίπεδο της ανάπτυξης έχει μειωθεί με την κρίση, η οποία καταστρέφει την παραγωγή. Ο Αρτους εκτιμά ότι η δυνητική ανάπτυξη κινείται σε 2,6% ετησίως στις ΗΠΑ, 1,8% στο Ηνωμένο Βασίλειο, 0,8% στη Γαλλία, 0,7% στην Ιαπωνία, 0,6% στη Γερμανία και (αρνητικό)0,8% σε Ισπανία και Ιταλία. «Με τα επίπεδα αυτά η κατάσταση στα δημόσια οικονομικά θα είναι δυσκολότερη απ΄ ό,τι έχει προβλεφθεί. Τα ελλείμματα θα παραμείνουν μέχρι το 2016 πάνω από 8% σε Ιαπωνία, Ηνωμένο Βασίλειο, Γαλλία, Ισπανία, Ιταλία. Γύρω στο 6% στις ΗΠΑ και 4% στη Γερμανία», γράφει σε σημείωμα με ημερομηνία 20 Απριλίου 2010. Ομως, η δυναμική της ανάπτυξης μπορεί να βελτιωθεί μέσω της καινοτομίας. Για την Ελλάδα η Λοράνς Μπουν προτείνει ακόμη «να ενισχυθεί η ανταγωνιστικότητα, με την παροχή αναπτυξιακών κινήτρων στη μεταποίηση, τον τουρισμό και τις θαλάσσιες μεταφορές». Μία προσπάθεια για συμπληρωματικές επενδύσεις είναι, λοιπόν, απαραίτητη για να αποφευχθεί το σενάριο ύφεσης και αποπληθωρισμού στις χώρες που αντιμετωπίζουν δυσκολίες. Αυτό σημαίνει για την ευρωζώνη ότι απαιτείται μια διαρκής προσπάθεια οικονομικής αλληλεγγύης, η οποία να επιδεικνύεται μέσω πιο σημαντικών οικονομικών ροών προς τις φτωχές χώρες. Η ευρωζώνη δεν έχει αποφύγει να καταφύγει σε συμβατικά μέτρα τύπωσης νομισμάτων για την εξυπηρέτηση των κρατικών χρεών, όπως έκανε η Τράπεζα της Αγγλίας και η αμερικανική κεντρική τράπεζα Fed. Κατά τον Σίμοντς, πρόκειται για μια «πυρηνική» επιλογή ενόψει του κινδύνου γενικευμένης μετάδοσης της κρίσης στο σύνολο των χωρών-μελών της ευρωζώνης, εξέλιξη που θα προκαλούσε διάσπαση της ευρωζώνης ή ένα ομολογιακό κραχ.
Ο ρόλος της ΕΚΤ. Θα πρέπει η στροφή αυτή να έχει διάρκεια, σε αντίθεση προς το δόγμα βάσει του οποίου είχε στηρίξει τη δραστηριότητά της η ΕΚΤ από την έναρξη λειτουργίας της. Στο μέλλον παραμένει ο κίνδυνος η ΕΚΤ να εγκαταλείψει, όταν είναι εφικτό, τα μέτρα στήριξης, επιστρέφοντας πολύ νωρίς σε ορθόδοξες πολιτικές. Οι τράπεζες-ομόλογοί της σε Μεγάλη Βρετανία και ΗΠΑ πρέπει να δεχτούν μεγαλύτερο πληθωρισμό, προκειμένου να ελαφρύνουν το φορτίο του ιδιωτικού και δημόσιου χρέους. Εχουν ακόμη μειώσει τα επιτόκιά τους με πολύ πιο επιθετικό τρόπο. Η ΕΚΤ θα βελτιώσει την κατάσταση, αν μειώσει περισσότερο το επιτόκιο παρέμβασης.
Τέλος, τα όρια που θέτει το σύμφωνο σταθερότητας και ανάπτυξης (για το έλλειμμα 3% του ΑΕΠ και το χρέος 60% του ΑΕΠ) φαίνεται ότι έχουν ξεπεραστεί εδώ και αρκετό καιρό. Η Γερμανία και η Γαλλία έχουν προτείνει να ενισχυθούν τα μέτρα επιτήρησης της ανταγωνιστικότητας των χωρών, για να αποφεύγονται οι αποκλίσεις. Αλλά το ερώτημα ενός κοινού ευρωπαϊκού προϋπολογισμού ή μιας ευρωπαϊκής αρχής έκδοσης χρέους- ακόμη και εκτός των ειδικών περιπτώσεων όπως είναι η τωρινή- θα τεθεί αργά ή γρήγορα.
Ενα ενδιάμεσο σενάριο είχε προταθεί από τους οικονομολόγους Γιάκομπ φον Βεϊζάκερ και Ζακ Ντελπλά, οι οποίοι είχαν προτείνει την αμοιβαία εγγύηση των κρατών της ευρωζώνης για ένα μέρος του χρέους- μέχρι 60% του ΑΕΠ- με αντάλλαγμα μια δέσμευση για αυστηρή δημοσιονομική πολιτική εγγεγραμμένη στο Σύνταγμα κάθε χώρας. Οποια φόρμουλα κι αν επιλεγεί, η ζώνη του ευρώ οφείλει στο μέλλον να επανεξετάσει τα θεμελιώδη δόγματά της.
http://www.tanea.gr