Σε κάποιες μάλιστα από τις περιπτώσεις, επιτεύχθηκε σχεδόν πλήρης αποκατάσταση της όρασης, ενώ ο νέος διαυγής χιτώνας, επιτρέπει πλέον την όραση για τουλάχιστον δέκα χρόνια μετά τη θεραπεία.
Οι περισσότεροι από τους ασθενείς που θεραπεύτηκαν είχαν εγκαύματα μόνο στο ένα μάτι κι έτσι οι ερευνητές μπόρεσαν να τους θεραπεύσουν, παίρνοντας βλαστικά κύτταρα του κερατοειδούς χιτώνα από το υγιές μάτι τους και πιο συγκεκριμένα, από το λεπτό δίσκο που περιβάλλει την ίριδα του ματιού, αποκαθιστώντας τη διαφάνεια του κερατοειδούς χιτώνα (που είχε γίνει αδιαφανής λόγω του εγκαύματος).
Συνήθως, ο κερατοειδής χιτώνας αποκαθιστά μόνος του τη ζημιά, χρησιμοποιώντας τα βλαστοκύτταρα από το δίσκο γύρω από την ίριδα. Όμως σε μερικούς ασθενείς με εγκαύματα ο δίσκος αυτός έχει καταστραφεί και ο χιτώνας αναπτύσσεται ξανά, από κύτταρα που καλύπτουν το ασπράδι του ματιού.
Όταν αυτό συμβαίνει, τότε ο χιτώνας δεν είναι διαφανής. Στις περιπτώσεις αυτές, μια συμβατική μεταμόσχευση κερατοειδούς χιτώνα παρέχει πρόσκαιρη μόνο ανακούφιση, επειδή σταδιακά ο χιτώνας θολώνει ξανά και η όραση χάνεται κι αυτή.
Οι Ιταλοί ερευνητές εξήγαγαν βλαστικά κύτταρα από το δίσκο της ίριδας του υγιούς ματιού, τα καλλιέργησαν στο εργαστήριο και στη συνέχεια τα εμφύτευσαν στο προβληματικό μάτι, αναδημιουργώντας έτσι τελικά έναν υγιή κερατοειδή χιτώνα, που εμφανίζει σταθερότητα και δεν ξαναθολώνει.
Η τεχνική, που πρωτοδοκιμάστηκε το 1995, πέτυχε σχεδόν απολύτως σε περίπου τρεις στις τέσσερις προσπάθειες (ποσοστό 77%) και εν μέρει σε ποσοστό 13%, σε σύνολο 112 εθελοντών ασθενών, σε μερικούς από τους οποίους χρειάστηκε να γίνουν περισσότερες από μια εμφυτεύσεις βλαστικών κυττάρων.
Σε μια περίπτωση ένας 80χρονος με πρόβλημα όρασης εδώ και 60 χρόνια, μπόρεσε να ξαναδεί σχεδόν φυσιολογικά. Μερικοί άλλοι έκαναν λόγο για «θαύμα». Ακόμα κι όταν η θεραπεία δεν πέτυχε απόλυτα, συνήθως ο ασθενής είχε βελτίωση.
Οι άνθρωποι με εγκαύματα στα μάτια, σήμερα, μπορούν να χρησιμοποιήσουν τεχνητό κερατοειδή χιτώνα, όμως η μεταμόσχευσή του συχνά έχει επιπλοκές, όπως μολύνσεις και γλαύκωμα, ενώ μπορούν ακόμα να πάρουν μόσχευμα από αποβιώσαντα άνθρωπο, παίρνοντας ωστόσο φάρμακα για να μην απορριφθεί το μόσχευμα από τον οργανισμό τους ως ξένο σώμα.
Σημειώνεται ότι η νέα μέθοδος δεν αφορά ανθρώπους με βλάβη στο οπτικό νεύρο ή με εκφύλιση της ωχράς κηλίδος, που έχουν να κάνουν με τον αμφιβληστροειδή φακό και όχι με τον κερατοειδή χιτώνα, ενώ δεν μπορεί να βοηθήσει άτομα, των οποίων η όραση και από τα δύο μάτια έχει νεκρωθεί, επειδή οι ιατροί χρειάζονται έστω κι ένα μικρό μέρος του υγιούς ιστού για να εξαγάγουν τα αναγκαία βλαστοκύτταρα.
Η έρευνα έγινε από ερευνητές του Κέντρου Αναγεννητικής Ιατρικής «Στέφανο Φεράρι», υπό την Γκρατσιέλα Πελεγκρίνι του πανεπιστημίου της Μοντενα και παρουσιάστηκε στο ιατρικό περιοδικό “New England Journal of Medicine”.
Για την πρωτότυπη επιστημονική εργασία στη διεύθυνση:
http://content.nejm.org/ | http://www.cosmo.gr
Οι περισσότεροι από τους ασθενείς που θεραπεύτηκαν είχαν εγκαύματα μόνο στο ένα μάτι κι έτσι οι ερευνητές μπόρεσαν να τους θεραπεύσουν, παίρνοντας βλαστικά κύτταρα του κερατοειδούς χιτώνα από το υγιές μάτι τους και πιο συγκεκριμένα, από το λεπτό δίσκο που περιβάλλει την ίριδα του ματιού, αποκαθιστώντας τη διαφάνεια του κερατοειδούς χιτώνα (που είχε γίνει αδιαφανής λόγω του εγκαύματος).
Συνήθως, ο κερατοειδής χιτώνας αποκαθιστά μόνος του τη ζημιά, χρησιμοποιώντας τα βλαστοκύτταρα από το δίσκο γύρω από την ίριδα. Όμως σε μερικούς ασθενείς με εγκαύματα ο δίσκος αυτός έχει καταστραφεί και ο χιτώνας αναπτύσσεται ξανά, από κύτταρα που καλύπτουν το ασπράδι του ματιού.
Όταν αυτό συμβαίνει, τότε ο χιτώνας δεν είναι διαφανής. Στις περιπτώσεις αυτές, μια συμβατική μεταμόσχευση κερατοειδούς χιτώνα παρέχει πρόσκαιρη μόνο ανακούφιση, επειδή σταδιακά ο χιτώνας θολώνει ξανά και η όραση χάνεται κι αυτή.
Οι Ιταλοί ερευνητές εξήγαγαν βλαστικά κύτταρα από το δίσκο της ίριδας του υγιούς ματιού, τα καλλιέργησαν στο εργαστήριο και στη συνέχεια τα εμφύτευσαν στο προβληματικό μάτι, αναδημιουργώντας έτσι τελικά έναν υγιή κερατοειδή χιτώνα, που εμφανίζει σταθερότητα και δεν ξαναθολώνει.
Η τεχνική, που πρωτοδοκιμάστηκε το 1995, πέτυχε σχεδόν απολύτως σε περίπου τρεις στις τέσσερις προσπάθειες (ποσοστό 77%) και εν μέρει σε ποσοστό 13%, σε σύνολο 112 εθελοντών ασθενών, σε μερικούς από τους οποίους χρειάστηκε να γίνουν περισσότερες από μια εμφυτεύσεις βλαστικών κυττάρων.
Σε μια περίπτωση ένας 80χρονος με πρόβλημα όρασης εδώ και 60 χρόνια, μπόρεσε να ξαναδεί σχεδόν φυσιολογικά. Μερικοί άλλοι έκαναν λόγο για «θαύμα». Ακόμα κι όταν η θεραπεία δεν πέτυχε απόλυτα, συνήθως ο ασθενής είχε βελτίωση.
Οι άνθρωποι με εγκαύματα στα μάτια, σήμερα, μπορούν να χρησιμοποιήσουν τεχνητό κερατοειδή χιτώνα, όμως η μεταμόσχευσή του συχνά έχει επιπλοκές, όπως μολύνσεις και γλαύκωμα, ενώ μπορούν ακόμα να πάρουν μόσχευμα από αποβιώσαντα άνθρωπο, παίρνοντας ωστόσο φάρμακα για να μην απορριφθεί το μόσχευμα από τον οργανισμό τους ως ξένο σώμα.
Σημειώνεται ότι η νέα μέθοδος δεν αφορά ανθρώπους με βλάβη στο οπτικό νεύρο ή με εκφύλιση της ωχράς κηλίδος, που έχουν να κάνουν με τον αμφιβληστροειδή φακό και όχι με τον κερατοειδή χιτώνα, ενώ δεν μπορεί να βοηθήσει άτομα, των οποίων η όραση και από τα δύο μάτια έχει νεκρωθεί, επειδή οι ιατροί χρειάζονται έστω κι ένα μικρό μέρος του υγιούς ιστού για να εξαγάγουν τα αναγκαία βλαστοκύτταρα.
Η έρευνα έγινε από ερευνητές του Κέντρου Αναγεννητικής Ιατρικής «Στέφανο Φεράρι», υπό την Γκρατσιέλα Πελεγκρίνι του πανεπιστημίου της Μοντενα και παρουσιάστηκε στο ιατρικό περιοδικό “New England Journal of Medicine”.
Για την πρωτότυπη επιστημονική εργασία στη διεύθυνση:
http://content.nejm.org/ | http://www.cosmo.gr