26 Ιουλίου 2010
Ινστιτούτο Αναλύσεων Ασφάλειας και Άμυνας
Το (Ι.Α.Α.Α.)έχει ασκήσει δριμεία κριτική εναντίον της εξωτερικής πολιτικής που ασκούν οι ελληνικές κυβερνήσεις διαχρονικά. Πέραν όμως της κριτικής, όταν υπάρχουν πρωτοβουλίες οι οποίες κινούνται προς τη σωστή κατεύθυνση, αυτές πρέπει να καταγράφονται, να
αναλύονται και να προδιαγράφονται οι προϋποθέσεις που θα οδηγήσουν σε απτά αποτελέσματα τα οποία θα κινούνται στην κατεύθυνση εξυπηρέτησης του εθνικού συμφέροντος.
Για τους αναλυτές του Ι.Α.Α.Α. ευχάριστη έκπληξη αποτέλεσε το ταξίδι του Έλληνα πρωθυπουργού, Γιώργου Παπανδρέου, στο Ισραήλ. Δεν είχε παρά μερικές ημέρες κυκλοφορήσει το ΚΕΙΜΕΝΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ του Ινστιτούτου που αναφερόταν στην ολιγωρία της ελληνικής πλευράς να αξιοποιήσει τις ευκαιρίες που προέκυπταν στην περιοχή της Μέσης Ανατολής ως αποτέλεσμα της σημαντικής επιδείνωσης των σχέσεων Τουρκίας– Ισραήλ και των αναπόφευκτων επιπτώσεων στην γεωπολιτική ισορροπία της περιοχής.
Το Ι.Α.Α.Α. έχει επιχειρηματολογήσει εγκαίρως υπέρ της ανάγκης σύσφιξης των σχέσεων με το κράτος του Ισραήλ και την αναβίωση, με ουσιαστικό αυτή τη φορά περιεχόμενο, των παραδοσιακών σχέσεων φιλίας και συνεργασίας με τα αραβικά κράτη, στο πλαίσιο μιας επιθετικής ελληνικής διπλωματίας με συγκεκριμένο προσανατολισμό και επιδίωξη παραγωγής θετικών αποτελεσμάτων για όλους τους εμπλεκόμενους. Κεντρικό επιχείρημα των εν λόγω αναλύσεων του Ινστιτούτου, ήταν και παραμένει, το ότι το Ισραήλ όχι μόνο δεν έχει λόγο να ενίσταται στη θερμή και ειλικρινή σχέση της Αθήνας με τα αραβικά κράτη, αλλά έχει κάθε λόγο να την επιθυμεί.
Η Ελλάδα, ως γεωπολιτική συνέχεια της Κυπριακής Δημοκρατίας, με την οποία το Τελ Αβίβ διατηρεί εξαιρετικό επίπεδο σχέσεων για μια σειρά λόγων αμοιβαίου συμφέροντος, αποτελεί τη γέφυρα με τον Δυτικό κόσμο, κυρίως με την Ευρωπαϊκή Ένωση. Παράλληλα, η Ελλάδα έχει σημασία για το Ισραήλ, καθώς αποτελεί μια χώρα – ανάχωμα στην εξάπλωση του ισλαμικού φονταμενταλισμού στην περιοχή των Βαλκανίων, ένας τομέας που αποτελεί τμήμα της ερμηνείας των στενών σχέσεων Λευκωσίας – Τελ Αβίβ (η ανησυχία προκύπτει από σχετικές πληροφορίες για δραστηριότητες εξτρεμιστικών ισλαμιστικών κύκλων στα κατεχόμενα από την Τουρκία κυπριακά εδάφη.
Ποια είναι όμως τα στοιχεία που χαρακτηρίζουν τον χειρισμό της επίσημης επίσκεψης στο Ισραήλ επιτυχή;> Ο Γιώργος Παπανδρέου απέρριψε κατηγορηματικά ότι η επίσκεψη συνδέεται με την επιδείνωση των σχέσεων Ισραήλ –Τουρκίας. Πρόκειται για ορθή τοποθέτηση, όχι για επικοινωνιακούς λόγους αλλά για ουσιαστικούς:
Η Ελλάδα δεν είχε κανένα λόγο να συνδέει την προσέγγιση με το Ισραήλ με το όποιο επίπεδο σχέσεων του τελευταίου με την Τουρκία. Προφανώς, η ελληνική ασφάλεια επηρεάζεται σημαντικά από τις εξελίξεις σε αυτό το μέτωπο, ωστόσο, αυτό συνηγορεί υπέρ μιας επιθετικής διπλωματικής συμπεριφοράς για την αυτόνομη ανάπτυξη των σχέσεων της Ελλάδας με το Ισραήλ.
Το Ι.Α.Α.Α. έχει τονίσει ότι οι διμερείς σχέσεις Τουρκίας–Ισραήλ ουδέποτε αποτέλεσαν «άξονα» στην περιοχή της Μέσης Ανατολής. Ήταν μια διμερής συνεργασία που υπαγορεύτηκε από την ύπαρξη κοινών συμφερόντων, ή μάλλον για την ακρίβεια, κοινών απειλών. Οι απειλές αυτές που χαρακτήρισαν τη δεκαετία του 1990 εξέλειπαν σταδιακά, με αποτέλεσμα την πλήρη αντιστροφή της κατάστασης. Η Ελλάδα όφειλε να έχει δραστηριοποιηθεί ώστε να αποφύγει το ενδεχόμενο η περιφερειακή συνεργασία Τουρκίας–Ισραήλ να λάβει«ανθελληνικό προσανατολισμό».
Σε κάθε περίπτωση, συμπερασματικά, η Ελλάδα έχει τους δικούς της λόγους που επιβάλλουν την ανάπτυξη των σχέσεων με το Ισραήλ, λόγοι οι οποίοι είναι εντελώς αυτόνομοι και δε σχετίζονται με την Τουρκία. Τα όποια οφέλη ενδεχομένως προκύπτουν στο ελληνοτουρκικό μέτωπο –τα οποία ασφαλώς θα πρέπει να επιδιώκονται– αποτελούν «παράπλευρες» θετικές συνέπειες μιας ορθής και χωρίς παρωπίδες ελληνικής εξωτερικής πολιτικής.
Ο Έλληνας πρωθυπουργός, χωρίς να ασκήσει μεγάλη πίεση(πώς να το πράξει άλλωστε αξιόπιστα μετά από τόσα χρόνια διπλωματικής απουσίας-ανυπαρξίας), διατύπωσε στους συνομιλητές του την ετοιμότητα της χώρας μας να συμβάλλει με κάθε τρόπο στη σύναψη ειρηνευτικών συμφωνιών μεταξύ των Ισραηλινών και των Αράβων.
Τόνισε μάλιστα, πολύ ορθά, το ότι «δεν θα επιβάλουμε την παρουσία μας», σε μια σαφή αιχμή που αφορούσε την Τουρκία: την προφανή απόρριψη κάθε τουρκικής μεσολαβητικής πρόθεσης από το Τελ Αβίβ, ακολούθησαν προ ολίγων ημερών δηλώσεις του Σύρου ηγέτη, Μπασάρ Αλ Άσαντ, ο οποίος επιχείρησε να εμφανίσει τη διαμεσολάβηση της Τουρκίας ως προϋπόθεση επανέναρξης των συνομιλιών της χώρας του με το Ισραήλ, επί της ουσίας δηλαδή προέβη σε μια προσπάθεια επιβολής της Τουρκίας στη διαδικασία, της χώρας δηλαδή που ναι μεν απείλησε τη Συρία με πόλεμο το 1999 επ’ αφορμή της υπόθεσης Οτζαλάν, αλλά η οποία σήμερα έχει αλλάξει πλήρως το χαρακτήρα των διμερών της σχέσεων με τη συνομολόγηση στρατηγικών συμφωνιών με την Άγκυρα.
Η προσέγγισή τους έφτασε μάλιστα σε σημείο που η συριακή ηγεσία, για πρώτη φορά, διακήρυξε δημοσίως, ότι η εισβολή και κατοχή της Τουρκίας στα κυπριακά εδάφη σε καμία περίπτωση δεν προσομοιάζει με την κατοχή των υψωμάτων του Γκολάν από το Ισραήλ!
Και μόνο αυτή η τελευταία αναφορά επαρκεί για να πείσει περί της ορθότητας του επιχειρήματος για την ανάγκη άμεσης και ουσιαστικής δραστηριοποίησης της ελληνικής διπλωματίας στη Μέση Ανατολή. Η γενική τοποθέτηση του Γιώργου Παπανδρέου ήταν εύστοχη: η Ελλάδα δεν έχει κανένα λόγο να συγκρουστεί διπλωματικά με την Τουρκία στη Μέση Ανατολή, ούτε και να επιχειρήσει να την υποκαταστήσει τον όποιο ρόλο της.
Η ελληνική παρέμβαση οφείλει να είναι αυτόνομη και να διέπεται από τις αρχές και τις αξίες της Ενωμένης Ευρώπης, τις οποίες μόνο ένα κράτος μέλος που διαθέτει εξαιρετικές σχέσεις και με τις δύο πλευρές, ένα κράτος – πραγματικός ειλικρινής διαμεσολαβητής (honest broker), μπορεί να πρεσβεύει. Η παρέμβαση Παπανδρέου προδιέγραψε τις εξελίξεις. Εάν το επιθυμεί, το Ισραήλ που φέρεται να επιθυμεί τη συνέχεια της διαδικασίας συνομιλιών με τη Συρία, μπορεί να ζητήσει την εμπλοκή της Αθήνας, με τον ίδιο τρόπο που η Δαμασκός απαίτησε την παρουσία της Άγκυρας.
Σε περίπτωση βέβαια που συμβεί αυτό, η Ελλάδα θα πρέπει να αποφύγει με κάθε τρόπο την ταύτιση με το Ισραήλ, να διαπράξει δηλαδή το ίδιο σφάλαμε την Τουρκία η οποία μετά από μια ελπιδοφόρα αρχή, κατέστρεψε με συνοπτικές διαδικασίες τη μεσολαβητική της αξιοπιστία. Σε περίπτωση που ζητηθεί η ελληνική εμπλοκή στις ειρηνευτικές συνομιλίες, τότε η κυβέρνηση Παπανδρέου θα έχει καταγάγει μια ξεκάθαρη διπλωματική νίκη (θα μπορούσε να εξελιχθεί και σε θρίαμβο), καθώς θα έχει εισαγάγει εκ νέου την Ελλάδα στον γεωπολιτικό χάρτη της Μέσης Ανατολής.
Και στην πρώτη ευκαιρία θα νομιμοποιείται να συνδέσει ενδεχόμενη πρόοδο στις σχέσεις Ισραηλινών–Παλαιστινίων με τις εξελίξεις στην Κύπρο. Αποτελεί κραυγαλέα αντίφαση της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής να κάνει λόγο –με τον πιο επιθετικό τρόπο– για«ισραηλινή κατοχή στη Γάζα», τη στιγμή που η ίδια ενέχεται για την κατοχή μεγάλου τμήματος της Κύπρου.
Και μόνο αυτό το επιχείρημα το οποίο ασπάζεται διαρκώς αυξανόμενος αριθμός Ισραηλινών πολιτικών, στρατιωτικών και αναλυτών, αρκεί για να θέσει την Άγκυρα προ των ευθυνών της, εκθέτοντας τη φιλόδοξη πλην όμως υποκριτική και «εθνικώς ιδιοτελή» εξωτερική πολιτική που έχει χαράξει ο υπουργός Εξωτερικών της, ο Αχμέτ Νταβούτογλου. Ο Γιώργος Παπανδρέου εμφανίστηκε μάλιστα εντυπωσιακά «διαβασμένος», όπως πρόδωσε η αναφορά του στο ότι η όποια λύση στο Κυπριακό θα μπορούσε να εφαρμοστεί ως μοντέλο – πρόπλασμα στη διευθέτηση των προβλημάτων Ισραηλινών – Παλαιστινίων: Για τους γνωρίζοντες, ο Έλληνας πρωθυπουργός εμφανίστηκε να γνωρίζει το ενδιαφέρον των Ισραηλινών για τις εξελίξεις στο Κυπριακό, αλλά και το κίνητρο που τροφοδοτεί αυτό το ενδιαφέρον.
Στο ζήτημα της κατοχής της Γάζας από τις Ισραηλινές δυνάμεις, η θέση του Έλληνα πρωθυπουργού ήταν επίσης ορθή. Ανέφερε χαρακτηριστικά, ότι «θέλουμε να δούμε το τέλος του καθεστώτος κατοχής και τη δημιουργία παλαιστινιακού κράτους, ενός σταθερού και βιώσιμου κράτους που θα ζει σε πλήρη συνεργασία και ειρήνη με το Ισραήλ», συμπληρώνοντας επίσης ορθώς, ότι «αυτή θα είναι η καλύτερη εγγύηση για την ασφάλεια του Ισραήλ».
Το ζητούμενο πλέον για την ελληνική διπλωματία είναι να κατορθώσει να κεφαλαιοποιήσει τους δρόμους που άνοιξε το επιτυχημένο ταξίδι του Έλληνα πρωθυπουργού στο Ισραήλ. Είναι περιττό να προσθέσουμε ότι το ταξίδι αυτό πρέπει να ακολουθήσουν επισκέψεις στις αραβικές πρωτεύουσες στο πλαίσιο μιας καλά οργανωμένης περιοδείας με πολύ συγκεκριμένους στόχους, και όχι μια απλή αποστολή δημοσίων σχέσεων της οποίας η δυναμική θα εξαντληθεί πολύ σύντομα.
Όσον αφορά στο μέλλον των σχέσεων Ελλάδας–Ισραήλ, θα αρκεστούμε σε μια καταγραφή όσων θα μπορούσε η Ελλάδα να ευελπιστεί, πάντα υπό την προϋπόθεση ότι η συνηθισμένη ελληνική αδράνεια δεν θα φροντίσει να καταστρέψει όσα φαντάζουν σήμερα ως θετικοί οιωνοί. Η εδραίωση των διμερών οικονομικών σχέσεων μπορεί να έχει πολλαπλασιαστικά θετικά αποτελέσματα – επιπτώσεις για την Ελλάδα.
Αφήνοντας στην άκρη την εξαιρετική επιρροή του Ισραήλ στους διεθνείς χρηματοπιστωτικούς κύκλους που θα μπορούσαν να συμβάλλουν καθοριστικά στο να ξεπεράσει η Ελλάδα την οικονομική κρίση, η διμερής συνεργασία μπορεί να συμβάλλει καθοριστικά στην ανάπτυξη της χώρας, καθώς το Ισραήλ διαθέτει υπέρ-υψηλή τεχνολογία σε πολλούς τομείς. Η Ελλάδα πάσχει δραματικά στον τομέα της έρευνας και ανάπτυξης. Οι ευκαιρίες στον συγκεκριμένο τομέα είναι αναρίθμητες. Η Ελλάδα διαθέτει εξαιρετικό επιστημονικό δυναμικό σε όλα τα γεωγραφικά μήκη και πλάτη της υφηλίου, εντελώς αναξιοποίητο.
Η ελληνική κυβέρνηση θα πρέπει να τη δημιουργία μιας «Silicon Valley» στη Νοτιοανατολική Μεσόγειο με έδρα κάποια περιφέρεια της χώρας μας, με κοινή πρωτοβουλία των δυο χωρών. Τα αποτελέσματα μιας τέτοιας πρωτοβουλίας θα μπορούσαν να είναι θεαματικά, ενώ τα οφέλη θα μπορούσαν να αφορούν το σύνολο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όχι αποκλειστικά τη χώρα μας, η οποία θα μπορούσε να δημιουργήσει μεγάλο αριθμό θέσεων εργασίας σε μέσο-μακροπρόθεσμο ορίζοντα.
Η κρίση στις σχέσεις Ισραήλ – Τουρκίας και τα προβλήματα ασφαλείας που προέκυψαν για τους Ισραηλινούς πολίτες, έχει δημιουργήσει εκπληκτική ευκαιρία στον τομέα του τουρισμού. Αρκεί να αναφερθεί ένα μόνο στοιχείο: ο αριθμός των Ισραηλινών πολιτών που επισκέπτονταν σε ετήσια βάση την Τουρκία ανερχόταν στους 500 χιλιάδες! Το μέγεθος αυτό καθεαυτό καθιστά περιττή την περαιτέρω ανάλυση του τι ακριβώς εννοούμε με τη συγκεκριμένη πρόταση.
Η ανάπτυξη της διπλωματικής συνεργασίας δημιουργούσε ευκαιρίες αξιοποίησης της μεγάλης ισχύος του ισραηλινού λόμπι στις Ηνωμένες Πολιτείες και όχι μόνο. Προϋπόθεση επιτυχούς ανάπτυξης της συνεργασίας προς αμοιβαίο όφελος αποτελεί η επίδειξη από ελληνικής πλευράς συνέπειας και συνέχειας, αρετές οι οποίες, δυστυχώς, δεν χαρακτηρίζουν την ελληνική διπλωματία.
Αυτό συμβαίνει όχι λόγω έλλειψης ικανότητας, αλλά λόγω ασυνέχειας του κράτους και συστηματικής ενασχόλησης του πολιτικού κόσμου με βραχυπρόθεσμους στόχους προσπορισμού μικροπολιτικού –μικροκομματικού οφέλους, με προφανείς επιπτώσεις στην εξωτερική πολιτική, δηλαδή σε τελική ανάλυση την ασφάλεια της χώρας.
Τελευταίος αλλά όχι λιγότερο σημαντικός τομέας, είναι ο αμυντικός. Τα περιθώρια ανάπτυξης συνεργασίας είναι απεριόριστα. Οι διαθέσιμες τεχνολογικές καινοτομίες είναι πολυάριθμες, πρόκειται όμως για τεχνολογίες οι οποίες είναι διαθέσιμες μόνο σε κράτη που έχουν αποδείξει τις καλές τους προθέσεις με έργα, όχι μόνο στα λόγια. Η ελληνική κυβέρνηση θα πρέπει να ανατρέξει στη διμερή συμφωνία που είχε υπογραφεί το 1993, πάλι επί κυβέρνησης ΠΑΣΟΚ, με υπουργό Άμυνας τον Γεράσιμο Αρσένη. Εάν τη συγκρίνει με την αντίστοιχη που υπέγραψε η Τανσού Τσιλέρ για λογαριασμό της Τουρκίας, αφού η Ελλάδα απλώς ΔΕΝ υλοποίησε τη δική της, είναι ότι η ελληνοϊσραηλινή συμφωνία ήταν πολύ περισσότερο προωθημένη.
Πλέον το ζητούμενο δεν είναι τα λόγια αλλά τα έργα!
http://i-sda.org/isda/index.php?option=com_content&task=view&id=378&Itemid=41
http://cohen.gr/newsite/index.php?option=com_content&view=article&id=1274:--12-----------&catid=34:middle-east&Itemid=60