29 Ιουλ 2010

Απεργία και πολιτική επιστράτευση: Για να ξέρουμε για τι μιλάμε:

Η έννοια της πολιτικής επιστράτευσης δεν έχει καμία σχέση με την επιστράτευση ως προϋπόθεση για την διενέργεια επιτάξεως, αλλά το μέτρο αυτό επιβάλλεται με την μορφή της επιτάξεως προσωπικών υπηρεσιών. Με το άρθρο 2 του ν.δ. 17/1974 «Περί πολιτικής σχεδιάσεως εκτάκτου ανάγκης»είχε επιτραπεί η πολιτική επιστράτευση σε ορισμένες περιπτώσεις για την αντιμετώπιση τυχόν μελλοντικών εχθρικών ενεργειών κατά της χώρας ή καταστάσεων έκτακτης ανάγκης, και το οποίο νομικό διάταγμα είχε εκδοθεί από μια...

κυβέρνηση που είχε συγκροτηθεί για να αντιμετωπίσει εξαιρετικά ανώμαλες, εσωτερικά και εξωτερικά, συνθήκες που ανέκυψαν στην Ελλάδα το 1974 .
Η έννοια της έκτακτης ανάγκης δίνεται στο άρθρο 2 του ίδιου διατάγματος«Κατάσταση έκτακτης ανάγκης είναι κάθε αιφνίδια κατάσταση προκαλούμενη είτε από φυσικά ή από άλλα γεγονότα είτε από ανωμαλίες κάθε φύσης και η οποία έχει ως αποτέλεσμα την παρακώλυση και την διατάραξη της οικονομικής και κοινωνικής ζωής της χώρας. Το άρθρο 18 του .ν.δ. επιτρέπει την πολιτική επιστράτευση του προσωπικού (την επίταξη των προσωπικών υπηρεσιών) σε περίπτωση πολιτικής κινητοποίησης.

Η ρύθμιση αυτή είχε καθιερωθεί προτού μπει σε εφαρμογή το Σύνταγμα που ισχύει σήμερα, πριν δηλαδή τεθεί σε ισχύ το αρθ.22 παρ.4 του Συντάγματος, το οποίο δεν επιτρέπει την επίταξη προσωπικών υπηρεσιών στην αόριστη και ποικίλη έκταση, που το επιτρέπει το ν.δ.17/1974,αλλά μόνο στις πέντε περιπτώσεις που απαριθμούνται περιοριστικά. Για το λόγο αυτό τα άρθρα 2 παρ.5 είναι αντισυνταγματικά, στην έκταση που επιτρέπουν την επίταξη των προσωπικών υπηρεσιών πέρα από τις τέσσερις ειδικές περιπτώσεις που απαριθμεί το άρθρο 22 παρ.4 του Συντάγματος.
Το άρθρο 112 του Σ. ορίζει πως σε όσες περιπτώσεις η εφαρμογή μιας συνταγματικής διάταξης εξαρτάται από την έκδοση ειδικού νόμου, οι νόμοι που ρύθμιζαν από πριν το κρίσιμο ζήτημα εξακολουθούν να ισχύουν, ωσότου εκδοθεί ο προβλεπόμενος ειδικός νόμος. Έτσι και το ν.δ. 17/1974 εξακολουθεί σύμφωνα με το άρθρο 112 παρ.1Σ να ισχύει ,ως ειδικός νόμος κατά την έννοια του άρθρου 22 παρ.4 του Σ. μόνο όμως στην έκταση που προβλέπει το εν λόγω άρθρο του Σ. Βάσει αυτής της σκέψης ,θεωρήθηκε πρωθυπουργική απόφαση για την απεργία των τραπεζικών υπαλλήλων ως αντίθετη προς το Σύνταγμα αφού δεν καλύπτεται από τις περιπτώσεις που προβλέπει το άρθρο 22 παρ.4 του Σ.
Εδώ και αρκετά χρόνια έχει συνδεθεί τεχνητά η πολιτική επιστράτευση με το δίκαιο της απεργίας ως ένας και μάλιστα ο ριζικότερος από τους τρόπους λήξεως της απεργίας. Η συνδικαλιστική ελευθερία κατοχυρώνεται και προστατεύεται ως δικαίωμα των εργαζομένων κατά τρόπο ουσιαστικό όχι μόνο από το άρθρο 23 του Σ. αλλά και από το διεθνές δίκαιο .Το πρόβλημα που ανακύπτει είναι η σχέση του απεργιακού φαινομένου με τις προϋποθέσεις επίταξης προσωπικών υπηρεσιών που τάσσει το άρθρο 22 παρ.4 εδ.β`.
Καταρχήν είναι αδιάφορο αν πρόκειται για απεργία νόμιμη ,παράνομη με την στενή έννοια του όρου ή καταχρηστική. Όπως είναι και αδιάφορο αν επαρκεί ή όχι το προσωπικό ασφαλείας που προσδιορίζεται κατά νόμο ιδίως στον δημόσιο τομέα και τις επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας. Η επίταξη προσωπικών υπηρεσιών έχει διαφορετική τελεολογία ,υπακούει στις ουσιαστικές προϋποθέσεις του αρθ.22 παρ.4 και δεν συνδέεται με τον έλεγχο της νομιμότητας μιας απεργίας. Δεν συνδέεται κατά μείζονα λόγο ούτε με την δυνατότητα έμμεσης αναγκαστικής εκτέλεσης μιας δικαστικής απόφασης που διαπιστώνει τον παράνομο ή καταχρηστικό χαρακτήρα της απεργίας. Οι λόγοι αυτοί δεν είναι από τους προβλεπόμενους στο άρθρο 22 παρ.4 εδ.β` και η επίκληση τους θα καθιστούσε την επίταξη προφανώς παράνομη.
Έτσι τίθεται το ερώτημα αν η απεργία ως factum μπορεί να συνιστά λόγο εφαρμογής του αρθ.22 παρ 4 του Σ, μπορεί δηλαδή μια απεργιακή κινητοποίηση να συγκροτεί την αντικειμενική υπόσταση των λόγων για τους οποίους είναι κατά το Σύνταγμα δυνατή η επίταξη προσωπικών υπηρεσιών.
Κάτι τέτοιο βέβαια δεν μπορεί να συμβεί, καθώς δεν υπάρχει περίπτωση ούτε θεομηνίας, ούτε πολέμου ούτε επιστράτευσης. Αντίθετα μπορεί κανείς να ισχυριστεί ότι μια κινητοποίηση μπορεί να δημιουργήσει προβλήματα σχετικά με τις αμυντικές ανάγκες της χώρας ή τη δημόσια υγεία. Δηλαδή δεν αποκλείεται μια απεργιακή κινητοποίηση να προκαλέσει ή αν επιτείνει μια κατάσταση που μπορεί να θέσει σε κίνδυνο την δημόσια υγεία.(π.χ. απεργία γιατρών ή των υπαλλήλων καθαριότητας.) όπως και μια κατάσταση συνδεδεμένη με τις ανάγκες της άμυνας της χώρας.
Και στις δυο αυτές υποθετικές περιιπτώσεις ,βασικός και στοιχειώδης κανόνας που απορρέει από την αρχή της αναλογικότητας είναι να μην μπορεί να καλυφθεί η οποιαδήποτε ανάγκη από άλλες κατηγορίες εργαζομένων που δεν απεργούν ή από το προσωπικό ασφαλείας .Με βάση μάλιστα την ΔΣΕ 105 έχει θεωρηθεί, ότι το μέτρο της επίταξης προσωπικών υπηρεσιών απεργών δεν είναι θεμιτό εφόσον οι ανάγκες μπορούν να καλυφθούν με την επίταξη προσωπικών υπηρεσιών άλλων ατόμων ή κατηγοριών προσώπων που δεν απεργούν. Ένας τέτοιος όμως περιορισμός είναι χωρίς περιεχόμενο ,όταν η κατηγορία εργαζομένων που απεργεί είναι μια κατηγορία με απολύτως εξειδικευμένες τεχνικές ή επιστημονικές γνώσεις .Βέβαια ανάμεσα στο άρθρο 22 παρ.4 και τους συνταγματικούς περιορισμούς της απεργίας δεν υπάρχει κλιμάκωση. Η επίταξη προσωπικών υπηρεσιών δεν είναι ένας πρόσθετος και μείζων περιορισμός της απεργίας και δεν πολλαπασιάζει τους συνταγματικά θεμιτούς περιορισμούς του απεργιακού δικαιώματος που θεμελιώνονται στο άρθρο 23 παρ.2 Σ. Η επίταξη είναι μέσο προσανατολισμένο σε τελείως διαφορετικό σκοπό. Παρά ταύτα η δυνατότητα κάλυψης των διαφόρων έκτακτων αναγκών με το προσωπικό ασφαλείας ή εργαζομένους που δεν απεργούν είναι ένα ισχυρό κριτήριο για τον έλεγχο της συνδρομής των προϋποθέσεων του άρθρου 22 παρ.4 εδ.β` Σ και την τήρηση της αρχής της αναλογικότητας.
Η δυνατότητα δικαστικού ελέγχου δεν εξουδετερώνει βέβαια το ενδεχόμενο της καταστρατήγησης του αρθρ.22 παρ.4 και μιας εκ του πλαγίου, επιβολής πρόσθετων περιορισμών στο δικαίωμα της απεργίας. Η Διοίκηση διαθέτει ευρύ περιθώριο διακριτικής ευχέρειας και ελεύθερης εκτίμησης. Τα πραγματολογικά δεδομένα ,όμως που βρίσκονται στον εμπειρικό χαρακτήρα όλων των προϋποθέσεων του αρθρ.22 παρ.4 είναι τόσο προφανή και πασίδηλα, ώστε να είναι δυνατός ο έλεγχος των άκρων ορίων της διακριτικής ευχέριας της διοίκησης και της πολιτικής πρόγνωσης της Κυβέρνησης ιδίως υπό το πρίσμα των περιορισμών που διέπουν αυτούς τους ίδιους περιορισμούς των συνταγματικών ελευθεριών.Τα τελευταία χρόνια πάντως έγινε επανειλημμένα πολιτική επιστράτευση απεργών σε σοβαρές περιπτώσεις με επίκληση του γενικού συμφέροντος, του κινδύνου για την εθνική οικονομία ή την κοινωνική ζωή της χώρας ή τη δημόσια υγεία ή την αποδιοργάνωση των εναέριων συγκοινωνιών .Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση επιστράτευσεως το 1986 των χειριστών και ιπταμένων μηχανικών της Ολυμπιακής Αεροπορίας. Το ΣτΕ έκρινε ,ότι νόμιμα έγινε η επιστράτευση .Αντίθετα η θεωρία σχεδόν σύσσωμη διατύπωσε έντονα την αντίθεσή της και χαρακτήρισε την πολιτική επιστράτευση αντισυνταγματική λόγω της μη συνδρομής των προϋποθέσεων του αρθ.22 παρ.4 Σ. Η επιτροπή εμπειρογνομόνων του Διεθνούς Γραφείου Εργασίας για την εξέταση της προσφυγής των χειριστών της πολιτικής αεροπορίας απεφάνθη επίσης ,ότι η πρακτική της πολιτικής επιστρατεύσεως στην περίπτωση τους ήταν αντίθετη στις διεθνείς συμβάσεις 29/1920 και 105/1957 και σύστησε εναρμόνιση του.ν.17/1974 με τις συμβάσεις αυτές.

Πηγές: GREEKLAW, NAFTILOS
 
Copyright © 2015 Taxalia Blog - Θεσσαλονίκη