του Βασίλη Βιλιάρδου
ΕΜΕΙΣ ΟΙ ΠΟΛΙΤΕΣ: Το κεντρικό χαρακτηριστικό της Δημοκρατίας, οι «αντίπαλοι» της, η υποχρέωση ελέγχου των κυβερνώντων, η σημασία των θεσμών και οι τεράστιες ευθύνες επιβολής των νόμων, εκ μέρους των κυβερνωμένων...
Όπως έχουμε ήδη αναφέρει η «πολιτική δύναμη», η πρωτοκαθεδρία της πολιτικής στο δημόσιο βίο δηλαδή, αποτελεί το «κλειδί» της προστασίας μας, απέναντι στις προσπάθειες της οικονομικής μας υποδούλωσης. Επομένως, η λύση των προβλημάτων μας είναι η πολιτική δύναμη και ο έλεγχος της - αφού κανένας δεν επιθυμεί την κυριαρχία της οικονομικής δύναμης. Εάν χρειασθεί λοιπόν, η οικονομική δύναμη οφείλει να καταπολεμηθεί, έτσι ώστε να τεθεί κάτω από τον απόλυτο έλεγχο της εκάστοτε πολιτικής εξουσίας (άρθρο μας: Η ΑΠΟΚΡΑΤΙΚΟΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΕΞΟΥΣΙΑΣ: Οι σκιώδεις κυβερνήσεις, οι ιδιωτικές λέσχες τύπου Bilderberg, η απώλεια της πρωτοκαθεδρίας της Πολιτικής, οι ιδιαιτερότητες της δύναμης και οι προσπάθειες ιδιωτικοποίησης των κρατών 26/6/2010).
Κατ’ επέκταση, το κεντρικό πρόβλημα των ανθρωπίνων κοινωνιών είναι ο έλεγχος της πολιτικής εξουσίας, η οποία είναι η μόνη που μπορεί να ελέγξει την οικονομική δύναμη. Από τη στιγμή λοιπόν που θα καταφέρουμε να βρούμε τις μεθόδους ελέγχου της πολιτικής δύναμης, όλα τα υπόλοιπα προβλήματα της κοινωνικής ζωής είναι πολύ πιο εύκολο να επιλυθούν. Τότε, δεν θα υπάρχει πλέον λόγος να κατηγορούμε κανέναν άλλο – ούτε να «κραυγάζουμε» εναντίον των κακών οικονομικών διαβόλων, οι οποίοι δρουν στο «παραπέτασμα».
Συμπερασματικά η κρατική εξουσία, η πρωτοκαθεδρία της Πολιτικής δηλαδή, πρέπει να παραμείνει για πάντα ένα επικίνδυνο αλλά αναγκαίο κακό, αφού είναι η μοναδική «Αρχή», η οποία ελέγχεται από τους «Αρχόμενους»: από τους Πολίτες και την ψήφο τους. Ταυτόχρονα όμως, οφείλουν να ενισχύονται συνεχώς οι δημοκρατικοί θεσμοί μας - ενώ δεν πρέπει ποτέ να «χαλαρώνουμε» την επαγρύπνηση μας, αφού οι αυξημένες δικαιοδοσίες στο κράτος, για «παρεμβατικό σχεδιασμό» της κοινωνικής ζωής, απειλούν τα μέγιστα την «ορισμένη», την οροθετημένη δηλαδή ελευθερία μας.
Περαιτέρω, αναζητώντας το άριστο «πολιτικό σύστημα» για τη χώρα μας (δεν είναι ποτέ το ίδιο για όλα τα κράτη, εξαρτώμενο σε μεγάλο βαθμό τόσο από την Ιστορία, όσο και από πολλές άλλες «ιδιαιτερότητες» τους), καταλήξαμε στη Δημοκρατία. Πιθανολογήσαμε λοιπόν ότι (άρθρο μας: Πολιτική και Οικονομία: Πως θα μπορούσε να γίνει η Ελλάδα η ωραιότερη, η πλουσιότερη και η πιο πολιτισμένη χώρα της Ευρώπης; 30/5/2009), η ακμή ενός λαού σαν τον δικό μας, θα μπορούσε να στηριχθεί στις τρείς παρακάτω «πλατωνικές» προϋποθέσεις:
(α) Σε ένα σύνολο υγιών οικονομικών & πολιτικών θεσμών, οι οποίοι να καθορίζουν επακριβώς το πλαίσιο, μέσα στο οποίο να μπορούμε να αναπτυχθούμε, ανταγωνιζόμενοι με ίσους όρους.
(β) Σε ένα σύνολο συνειδητών πολιτών, το οποίο να κατανοεί επαρκώς τις αρχές της Οικονομίας και της Δημοκρατίας ή, τουλάχιστον, να έχει διαμορφώσει ένα χαρακτήρα συνεπή προς το συγκεκριμένο «τρόπο ζωής».
(γ) Σε μία υψηλής ποιότητας ηγεσία, η οποία να μπορεί να κατευθύνει ορθολογικά το κράτος και όχι απλά να διαχειρίζεται το δημόσιο πλούτο - έχοντας το χάρισμα να πείθει τεκμηριωμένα, να εμπνέει και να διδάσκει.
Συνεχίζοντας, αναφέραμε στο τέλος του κειμένου μας ότι «επιλέξαμε» το δημοκρατικό πολίτευμα, κυρίως επειδή μόνο η Δημοκρατία έχει την προοπτική να απελευθερώνει όλα τα αποθέματα ενέργειας ενός λαού - το αποτέλεσμα είναι η δημιουργία μίας χώρας με πρωτοφανείς δυνατότητες (κάτι που σήμερα, τουλάχιστον η Ελλάδα, χρειάζεται απαραίτητα).
Το χαρακτηριστικό αυτό της Δημοκρατίας είναι βέβαια σε πλήρη αντίθεση με τα αυταρχικά καθεστώτα, τα οποία είναι υποχρεωμένα να επιβλέπουν «αστυνομικά» τις αποκλεισμένες μάζες, υπονομεύοντας την πιθανή δύναμη τους (κατά τα παραδείγματα της Κίνας, της Γερμανίας, της Ρωσίας κλπ). Παρά το ότι λοιπόν τα «ολοκληρωτικά» καθεστώτα έχουν τη δυνατότητα της σχετικά εύκολης επίλυσης των δύο κεντρικών οικονομικών προβλημάτων, της ανεργίας και της αναδιανομής εισοδημάτων, θεωρήσαμε ότι δεν είναι κατάλληλα - τουλάχιστον όχι για μία τόσο μικρή, πλούσια και πολιτισμένη χώρα σαν την Ελλάδα.
Περαιτέρω, τεκμηριώσαμε την «παραδοχή» μας σε σχέση με την Ελλάδα, ειδικά υπό τις σημερινές συνθήκες, σημειώνοντας πως «Μόνο μέσα σε μία δημοκρατία είναι πρόθυμοι οι άνθρωποι να υποστούν τις απαραίτητες θυσίες για την ευημερία της χώρας τους αφού, περισσότερο από ότι στα άλλα καθεστώτα, κατανοούν απόλυτα και αντιμετωπίζουν άφοβα την πραγματικότητα» - φυσικά, κάτω από την προϋπόθεση να είναι σωστά, αντικειμενικά δηλαδή, ενημερωμένοι Πολίτες ενός Κράτους Δικαίου (οι ευθύνες των ΜΜΕ είναι εδώ προφανείς).
Ολοκληρώνοντας, διατυπώσαμε την άποψη ότι, το κεντρικό χαρακτηριστικό της Δημοκρατίας είναι η βήμα προς βήμα εξέλιξη της – ο προγραμματισμός μέτρων δηλαδή για την καταπολέμηση συγκεκριμένων προβλημάτων, παρά οι «ολιστικές» αλλαγές (επαναστάσεις, πολιτικές ανατροπές κλπ), με στόχο την άμεση εγκαθίδρυση κάποιου ιδεώδους, συνήθως «ουτοπικού» αγαθού. Η κρατική παρέμβαση δε θεωρούμε πως θα πρέπει να περιορίζεται σε όρια που είναι πραγματικά αναγκαία για την προστασία της ελευθερίας - ενώ δεν πρέπει να παραχωρούνται στις κυβερνήσεις περισσότερες δικαιοδοσίες, από τις απολύτως απαραίτητες για την άσκηση των καθηκόντων τους.
ΟΙ ΑΝΤΙΠΑΛΟΙ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Διευρύνοντας τώρα την ανάλυση μας, ξεκινάμε από το ότι η Δημοκρατία, επειδή είναι ένα «ανοιχτό» πολίτευμα, το οποίο στηρίζεται στην ελευθερία του ατόμου, είναι εκτεθειμένη σε πάρα πολλούς κινδύνους, εκ των οποίων οι κυριότεροι σήμερα είναι οι εξής:
(α) Ο μονοπωλιακός καπιταλισμός, ο οποίος «εδρεύει» στις Η.Π.Α. και χαρακτηρίζεται από τη σχεδόν απόλυτη κυριαρχία της οικονομικής δύναμης, επί της Πολιτικής. Η κεντρική ιδεολογία του συνοψίζεται στην «ιδιωτικοποίηση των πάντων» εκ μέρους των οικονομικά ισχυρών (πολυεθνικές κλπ), η τάση του είναι αναμφίβολα επεκτατική, ενώ έχει πάρα πολλά «πολεμικά» μέσα στη διάθεση του - με σημαντικότερα ίσως το «ταμείο» (ΔΝΤ) και τις υπερμεγέθεις τοκογλυφικές τράπεζες, τα κέρδη των οποίων προέρχονται, στο συντριπτικό ποσοστό τους, από τις «επενδυτικές» τους δραστηριότητες (όπου φυσικά δεν αναλαμβάνουν ρίσκα, αφού οι ίδιες προκαλούν τις πάσης φύσεως «κρίσεις»).
Ειδικά όσον αφορά το ΔΝΤ, τον εκτελεστικό δηλαδή «βραχίονα» της Παγκόσμιας Τράπεζας, οφείλουμε ίσως να συμπληρώσουμε εδώ, παραμένοντας αντικειμενικοί ότι, σε πλήρη αντίθεση με τους συνήθεις κατακτητές και το «στρατό» τους, οι «μισθοφόροι-πολεμιστές» του δεν διακρίνονται ούτε από εξουσιαστικές τάσεις, ούτε από απληστία.
Τα περισσότερα από τα στελέχη του «ταμείου» θεωρούν τους εαυτούς τους μέλη μίας «ιερής αποστολής» (mission), ενώ είναι εξαιρετικά ικανά, έχοντας σπουδάσει στα καλύτερα Πανεπιστήμια - κατέχοντας διπλώματα (συνήθως διδακτορικό) με πολύ υψηλές επιδόσεις. Ουσιαστικά, τόσο η Παγκόσμια Τράπεζα, όσο και το ΔΝΤ, «στρατολογούν» τους συνεργάτες τους μόνο από τα ελίτ Πανεπιστήμια των Η.Π.Α., ανεξάρτητα από την εθνικότητα τους - με εξαίρεση τα πολύ υψηλόβαθμα στελέχη.
Το κάθε ένα από αυτά τα εξαιρετικά ικανά άτομα, θα μπορούσε κάλλιστα να εργασθεί σε οποιαδήποτε μεγάλη τράπεζα - στη Wall Street ή οπουδήποτε στον κόσμο, εξασφαλίζοντας τουλάχιστον πενταπλάσια ετήσια εισοδήματα. Εν τούτοις, προτιμούν την Παγκόσμια Τράπεζα ή το ΔΝΤ, με μισθούς που δεν ξεπερνούν τα 95.000 $ ετησίως (2001), παρά το ότι κατοικούν στην Ουάσιγκτον, στην οποία το κόστος ζωής είναι αρκετά υψηλό (ενοίκια της τάξης των 3.000 $ μηνιαία). Όσον αφορά δεν τον τρόπο ζωής τους, αφενός μεν είναι αρκετά μετριοπαθής, αφετέρου απαιτεί πάρα πολλές ώρες εργασίας.
Η «ιδεολογική μονομέρεια», η σχεδόν θρησκευτική πίστη καλύτερα αυτών των ατόμων στους σκοπούς του «ταμείου» («Η πραγματικότητα δεν υπεισέρχεται σε εκείνους τους κόσμους, στους οποίους επικρατεί η πίστη», είχε γράψει χαρακτηριστικά ο P.Valery), αποτελεί έναν πραγματικό γρίφο. Επί πλέον, παρά το εξαιρετικά υψηλό διανοητικό τους επίπεδο, τις σπουδές τους, τα διπλώματα και τις εμπειρίες τους, φαίνεται να είναι απαθείς – να μην επηρεάζονται δηλαδή καθόλου από τις καταστροφές που προκαλούν στις χώρες που δραστηριοποιούνται. Μία αιτία αυτού του «φαινομένου» θεωρείται ότι είναι η απομόνωση τους - μέσα στην «χρηματοπιστωτική κοινότητα» της Ουάσινγκτον, στην οποία συμβιώνουν με τους αμερικανούς υπαλλήλους του υπουργείου Οικονομικών.
Μία δεύτερη «αιτία» είναι ίσως η ανοσία τους απέναντι στην ανθρώπινη αθλιότητα η οποία, αφού επικρατεί στην ίδια τους τη χώρα (ένα απίστευτα εξαθλιωμένο γκέτο ευρίσκεται σε ελάχιστη απόσταση από το Λευκό Οίκο), δεν τους αγγίζει καθόλου. Όλα όσα έχουν άλλωστε επιβάλλει, σε τόσο πολλές χώρες (άρθρο μας: Η ΑΛΩΣΗ ΤΗΣ ΒΡΑΖΙΛΙΑΣ: Οι αιτίες που οδήγησαν τη χώρα στην «παρακμή», η είσοδος του ΔΝΤ, η εφαρμογή του «διαρθρωτικού» προγράμματος του συνδίκου, τα αποτελέσματα του, καθώς επίσης τα διδάγματα για την Ευρώπη και την Ελλάδα 9/4/2010), μπορούν μόνο να εξηγηθούν κάτω από το πρίσμα της απόλυτης ανοσίας απέναντι στα ανθρώπινα δεινά - τα οποία, μαζί με την ανισότητα, θεωρούν φυσικά, υποχρεωτικά και δεδομένα για τους αδύναμους υπηκόους του διεθνούς τοκογλυφικού κεφαλαίου.
Ολοκληρώνοντας, το σύστημα του «μονοπωλιακού καπιταλισμού», παρά την επεκτατική δυναμικότητα του, στηριζόμενη στα πανίσχυρα «πολεμικά» μέσα που διαθέτει, «παράγει» ανεργία, καθώς επίσης τεράστια ανισοκατανομή εισοδημάτων – ενώ δεν είναι δυνατόν να λειτουργήσει ποτέ σε αδύναμες χώρες, αφού δεν διαθέτουν τις απαραίτητες «υποδομές» (πολυεθνικές κλπ).
(β) Ο απολυταρχικός καπιταλισμός, ο οποίος εμφανίζει διάφορες παραλλαγές, ανάλογες με τις ιδιαιτερότητες των χωρών που τον έχουν υιοθετήσει (Κίνα, Ρωσία κλπ). Ευρισκόμενος στην «αντίπερα όχθη» του μονοπωλιακού καπιταλισμού, η κεντρική ιδεολογία του συνοψίζεται στην «κρατικοποίηση των πάντων» - με το κράτος, τον κομματικό μηχανισμό της ελίτ δηλαδή, να συγκεντρώνει το σύνολο σχεδόν των εξουσιών. Είναι άλλωστε γνωστό ότι, η Κίνα λειτουργεί σαν ένα κράτος-υπερεπιχειρηματίας, η κυβέρνηση του οποίου συγκεντρώνει το εκάστοτε πλεόνασμα στα ταμεία της - επενδύοντας το «επεκτατικά» σε δημόσια ομόλογα άλλων κρατών, σε επιχειρήσεις, σε ενεργειακές πηγές και σε πρώτες ύλες.
Ειδικά όσον αφορά το γερμανικό «σκέλος» του, έχουμε αναφέρει ότι, πρόκειται για έναν «αταξικό καπιταλισμό» - μια σύγχρονη «παραλλαγή» της Δημοκρατίας του Αριστοτέλη, με το άτομο να υποτάσσεται στο σύνολο και να πειθαρχεί απόλυτα στο συλλογικό όφελος. Η κυρίαρχη τάση είναι η έντονη αστυνόμευση και η ασφάλεια – όπου η ασφάλεια λειτουργεί εις βάρος της ελευθερίας και της δημιουργικότητας. Οι Γερμανοί Πολίτες είναι εργατικοί, μεθοδικοί και πειθαρχικοί όσο κανένας άλλος λαός στον κόσμο. Θεωρείται όμως ότι το κράτος τους είναι η απόλυτη αξία, εντός του οποίου το άτομο είναι μόνο «το μέσον για την επίτευξη του στόχου» (παγκόσμια κυριαρχία).
Όπως γνωρίζουμε, το βασικό αξίωμα του καπιταλισμού μας λέει πως «Ότι είναι καλό για το άτομο, είναι ωφέλιμο για την κοινωνία». Αντίθετα, το βασικό αξίωμα του κομμουνισμού είναι εκ διαμέτρου αντίθετο, υποστηρίζοντας πως «Ότι είναι καλύτερο για την κοινωνία, είναι καλό για το άτομο». Ο Hitler όμως ερμήνευσε τις έννοιες Εθνικισμός και Σοσιαλισμός με τον εξής παράδοξο τρόπο: Εθνικισμό θεώρησε την υποταγή του ατόμου στην κοινωνία του, ενώ Σοσιαλισμό την υπευθυνότητα της κοινωνίας για το άτομο, απορρίπτοντας ταυτόχρονα την κοινωνικοποίηση (εθνικοποίηση) των επιχειρήσεων (του παραγωγικού μηχανισμού γενικά).
Εάν εξαιρέσουμε εντελώς το αρρωστημένο ρατσιστικό-αντισημιτικό μέρος του «Εθνικοσοσιαλισμού», θα δούμε ότι πρέσβευε το «Συνολικό όφελος πριν από το ατομικό» - ενώ ήθελε να εγκαταστήσει στη θέση του καπιταλιστικού οικονομικού συστήματος ένα μικτό σύστημα, το οποίο θα συνδύαζε νεωτεριστικά επιλεγμένα στοιχεία τόσο της ελεύθερης, όσο και της κεντρικά κατευθυνόμενης αγοράς. Επομένως, θεωρητικά τουλάχιστον αφού η «υπαρκτή» εφαρμογή του απέτυχε (εν πρώτοις), πρόκειται για έναν τρίτο δρόμο, μεταξύ καπιταλισμού και σοσιαλισμού (μεσότητα).
Κατά την άποψη μας τώρα, το σημερινό πολίτευμα της Γερμανίας έχει στοιχεία από όλα τα παραπάνω, το κράτος είναι αν όχι η απόλυτη, τουλάχιστον η κυρίαρχη αξία και το άτομο υπηρετεί υποχρεωτικά το σύνολο, ενώ υποτάσσεται αναγκαστικά στις συλλογικές ανάγκες. Με συνεχώς αυξανόμενο ρυθμό, ο έλεγχος μοιράζεται μεταξύ της Αστυνομίας της χώρας («Ποινικός έλεγχος») και της Φορολογικής Μηχανής της («Έλεγχος αναδιανομής εισοδημάτων» και εξίσωσης των πολιτών μεταξύ τους), όπου η Μυστική Υπηρεσία Πληροφοριών εξασφαλίζει την άριστη λειτουργία και το συντονισμό των δύο μηχανισμών ελέγχου. Ο δεύτερος «πυλώνας», η καταπολέμηση της ανεργίας δηλαδή, επιτυγχάνεται κυρίως μέσω της συγκράτησης των αμοιβών, σε συνδυασμό με την κρατική επιδότηση των θέσεων εργασίας - καθώς επίσης με τη βοήθεια της συνεχούς αύξησης των εξαγωγών.
Η έννοια του Δικαίου στη Γερμανία αποτελεί κυρίαρχη τάση, όπου όμως τυχόν αντιπαράθεση του ατόμου με το κοινό όφελος τιμωρείται αυστηρά - ανεξάρτητα από το εάν έχει δίκιο ή όχι. Οι πολιτικοί μηχανισμοί απονομής Δικαίου υπάρχουν παντού (Ομοσπονδιακή Βουλή και τοπικά Κοινοβούλια στη θέση του «Συνηγόρου του πολίτη»), είναι πάντοτε σε ετοιμότητα και μονοδρομούν (παρεμποδίζουν ευγενικά με τη βοήθεια της γραφειοκρατίας) τις μη συμβατές με το κοινό καλό διεκδικήσεις των ατόμων – δίκαιες ή μη (πάντοτε με εξαιρέσεις, οι οποίες όμως απλά επιβεβαιώνουν τον κανόνα).
Υποθέτουμε ότι μία τέτοια χώρα, με αυτή την οικονομική ευρωστία, με αυτήν την επιχειρηματική ισχύ, με αυτό το ιστορικό DNA, με αυτήν την οργάνωση, την πειθαρχία και την κοινωνική συνοχή, είναι σχεδόν υποχρεωμένη να επεκταθεί – πόσο μάλλον όταν δημιουργούνται οι απαραίτητες προϋποθέσεις, όπως αυτές που προκλήθηκαν από την οικονομική κρίση που βιώνουμε. Πολύ περισσότερο, όταν αποκτά έρεισμα - κάτι που πιθανόν της προσφέρθηκε γενναιόδωρα από τις Η.Π.Α. (άρθρο μας: PAX GERMANICA: Η φτώχεια μίας Δημοκρατίας είναι πολύ καλύτερη από την υλική ευημερία η οποία, καθώς ισχυρίζονται, συνυπάρχει με τον Ολοκληρωτισμό, όπως ακριβώς η ελευθερία είναι καλύτερη από τη δουλεία (Δημόκριτος) 6/3/2010).
Κλείνοντας το θέμα, ο απολυταρχικός καπιταλισμός αντιμετωπίζει με επιτυχία τόσο την ανεργία, όσο και την αναδιανομή εισοδημάτων – εις βάρος όμως της ελευθερίας, η οποία υποφέρει τα μέγιστα τόσο από την αστυνόμευση, όσο και από την απαίτηση πλήρους υποταγής στην κρατική «αυθεντία». Σε κάθε περίπτωση βέβαια, προϋποθέτει μεγάλα και ισχυρά κράτη - ενώ δεν είναι ο πλέον κατάλληλος για τα μικρότερα (πληθυσμιακά).
(γ) Η «πλατωνική δημοκρατία», η οποία δίνει μεγαλύτερη σημασία στα πρόσωπα (ηγεσία, ελίτ κλπ) - λιγότερη στους θεσμούς και στους νόμους. Παρά το ότι δηλαδή το πολιτικό πρόβλημα του παρόντος μπορεί να απαιτεί μία προσωπική λύση, δεν δίνεται η «πρέπουσα» σημασία στο ότι, κάθε μακροπρόθεσμη, ορθολογική δημοκρατική πολιτική πρέπει να «συλλαμβάνεται» με όρους απρόσωπων θεσμών.
Πιο συγκεκριμένα, το πρόβλημα του ελέγχου των κυβερνώντων και της κριτικής επιτήρησης των εξουσιών τους αποτελεί, πάνω από όλα, ένα θεσμικό πρόβλημα. Η επίλυση του απαιτεί το σχεδιασμό θεσμών και νόμων, μέσω των οποίων θα παρεμποδίζονται τόσο οι κακοί κυβερνήτες, όσο και οι μη συνειδητοί πολίτες, από το να προξενούν μεγάλα δεινά. Παρά το ότι λοιπόν η ακμή ενός δημοκρατικού λαού στηρίζεται στις τρείς συνιστώσες που αναφέραμε στην αρχή του κειμένου μας (νόμοι, συνειδητοί πολίτες, υψηλής ποιότητας ηγεσία), μόνο η πρώτη εξ αυτών (Θεσμοί) μπορεί να εξασφαλίσει την μακροπρόθεσμα ορθολογική λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος – «εξουδετερώνοντας» τυχόν κακούς ηγέτες ή ένα μη «συνετό» εκλογικό σώμα.
Συνεχίζοντας, η Δημοκρατία πρέπει να προστατεύεται από τα πρόσωπα και τις αυθαιρεσίες τους – γεγονός που διασφαλίζεται μόνο από ένα σωστό «νομικό πλαίσιο», το οποίο εισάγει τον παράγοντα της βεβαιότητας και της σιγουριάς στην κοινωνική ζωή. Αντίθετα, η μέθοδος της προσωπικής παρέμβασης (για παράδειγμα, τα αυθαίρετα «διατάγματα» των κυβερνώντων και οι προσωπικές αποφάσεις τους), δημιουργεί ένα ολοένα αυξανόμενο στοιχείο μη προβλεπτικότητας στην κοινωνική ζωή - καλλιεργώντας δυστυχώς το καταστροφικό συναίσθημα ότι, η κοινωνική ζωή είναι άδικη, ανορθόδοξη και ανασφαλής.
Ολοκληρώνοντας, θεωρούμε ότι το ερώτημα που τίθεται συνεχώς από όλους μας, το «Ποιοί θα είναι οι κυβερνήτες» δηλαδή, θα πρέπει να αντικατασταθεί το δυνατόν γρηγορότερα από το «Πως μπορούμε να τους θέσουμε κάτω από έλεγχο» - εάν επιθυμούμε πράγματι να προστατεύσουμε τη Δημοκρατία από όλους τους παραπάνω «αντιπάλους» της. Μόνο το νομικό πλαίσιο μπορεί να γνωσθεί και να κατανοηθεί επαρκώς από τον Πολίτη – σε καμία περίπτωση οι πολιτικοί ηγέτες και οι εκάστοτε υποκειμενικές, εν πολλοίς αυθαίρετες και κάποιες φορές επικίνδυνες αποφάσεις τους.
Ο ΕΛΕΓΧΟΣ ΤΩΝ ΚΥΒΕΡΝΩΝΤΩΝ
Είναι ίσως σκόπιμο να αναφέρουμε ξανά πως, παρά το ότι η κύρια ευθύνη της κάθε πολιτικής ηγεσίας δεν είναι άλλη από τη σωστή διαχείριση των δημοσίων οικονομικών, οι κυβερνήσεις φαίνεται να λειτουργούν διαχρονικά, με έναν εντελώς παράδοξο τρόπο:
Αφού έχουν στη διάθεση τους ένα ορισμένο «budget», έτσι όπως εμφανίζεται στον εκάστοτε ετήσιο προϋπολογισμό (προερχόμενο από φόρους, από τα κέρδη των κοινωφελών επιχειρήσεων, από τα «ενοίκια» της δημόσιας περιουσίας κλπ), δεν ξοδεύουν, όπως ο κάθε συνετός «εισοδηματίας» (και ο κάθε απλός διαχειριστής πολυκατοικίας), το ποσόν που ευρίσκεται στη διάθεση τους, αλλά δανείζονται πολύ περισσότερα - χωρίς καθόλου να ρωτήσουν τους Πολίτες που εκπροσωπούν. Υπενθυμίζουμε εδώ την απίστευτα μεγάλη αυθαιρεσία κάποιων κυβερνήσεων, όπως αυτήν της Ισλανδίας, να δανειστούν για να «διασώσουν» τις ιδιωτικές, χρεοκοπημένες τράπεζες της χώρας τους, με τα χρήματα των Πολιτών τους – αφενός μεν πτωχεύοντας το κράτος τους, αφετέρου δε, χωρίς τη συμφωνία των κυβερνωμένων!
«Μετονομάζοντας» λοιπόν τις ζημίες σε ελλείμματα, συσσωρεύουν κακοδιαχείριση ετών, δημιουργώντας εκ του μηδενός τεράστια δημόσια χρέη - τα οποία σήμερα, τοκιζόμενα, απειλούν να πτωχεύσουν πολλά κράτη. Ακόμη περισσότερο οι κυβερνήσεις, αντί να μειώνουν τα έξοδα τους (ενδεχομένως απολύοντας πλεονάζων προσωπικό, εξοικονομώντας από περιττές δαπάνες, περιορίζοντας αμοιβές, λειτουργώντας με κέρδος τις δημόσιες εταιρείες κλπ), ρίχνουν το βάρος των χρεών και των «ελλειμμάτων», των ζημιών δηλαδή, στους Πολίτες τους, κατηγορώντας τους επί πλέον για ελλιπή φορολογική συνείδηση, για μειωμένη παραγωγικότητα, για οκνηρία, για σπατάλη και για τόσα πολλά άλλα (άρθρο μας: Δημόσιο Χρέος: Μήπως θα πρέπει κάποτε να μας εξοφλήσει η Ευρωπαϊκή Ένωση τις υποχρεώσεις της, επιτρέποντας μας να εξοφλήσουμε σωστά τις δικές μας; 23/4/2009).
Από τη μία πλευρά δηλαδή σπαταλούν ατιμώρητοι τη δημόσια περιουσία (πουλούν ακόμη και τις επιχειρήσεις που ανήκουν στους Πολίτες τους), ενώ από την άλλη οργανώνουν «αστυνομικές ομάδες ελέγχου» εναντίον εκείνων των δύστυχων Πολιτών, οι οποίοι ουσιαστικά συντηρούν τόσο τους ίδιους, όσο και το υπόλοιπο Κράτος. Την ίδια στιγμή, προσπαθούν έμμεσα να πείσουν τους Πολίτες τους ότι, η δημόσια περιουσία ανήκει στους κυβερνώντες – ότι δεν είναι δηλαδή ιδιοκτησία των κυβερνωμένων! Τέλος, «οικοδομούν» επάνω στα συναισθήματα «ενοχής» των «υπηκόων» τους (επιβάλλοντας τους ουσιαστικά έναν κυριολεκτικά καταστροφικό αυτοσαρκασμό, στη θέση της δημιουργικής αυτοκριτικής), καθώς επίσης στην «ζηλόφθονη», εχθρική, ανταγωνιστική συμπεριφορά του ενός για τον άλλο – στο «διαίρει και βασίλευε». Επομένως, η πρώτη μεγάλη ασθένεια, η οποία οφείλει να θεραπευθεί θεσμικά, είναι
(α) Η δια νόμου απαγόρευση της πώλησης δημόσιας περιουσίας, καθώς επίσης η απαγόρευση του δανεισμού των κρατών. Εάν η εκάστοτε κυβέρνηση αδυνατεί να ανταπεξέλθει με τα έξοδα του κράτους, είναι απόλυτα υποχρεωμένη να τα περιορίσει, καθώς επίσης να αυξήσει τα έσοδα – σεβόμενη τουλάχιστον την αλληλεγγύη των γενεών. Ο δανεισμός επιβαρύνει ουσιαστικά τις μελλοντικές γενιές, με τις παρούσες τότε να ζουν εις βάρος τους – μία τεράστια κοινωνική αδικία, η οποία οφείλει άμεσα να καταπολεμηθεί. Άλλωστε είμαστε σίγουροι ότι, εάν οι σημερινοί Έλληνες γνώριζαν ότι ζουν εις βάρος των παιδιών τους (μία τεράστια ευθύνη όλων αυτών που δεν μας έχουν ενημερώσει σωστά), θα έπαυαν αμέσως να το κάνουν – επιτυγχάνοντας πραγματικά θαύματα.
(β) Η επόμενη είναι η αδιαφάνεια στη διαχείριση των δημοσίων οικονομικών, όπως επίσης στη στελέχωση των κρατικών υπηρεσιών. Η μακροπρόθεσμη καταπολέμηση της, αυτή δηλαδή που δεν στηρίζεται στις «διαθέσεις» των εκάστοτε κυβερνώντων, είναι η δια νόμου υποχρέωση όλων ανεξαιρέτως των δημοσίων οργανισμών (υπουργεία, επιτροπές, κόμματα, δήμοι, κοινότητες, επιχειρήσεις κλπ) να τηρούν το υποχρεωτικό για τις επιχειρήσεις του ιδιωτικού τομέα διπλογραφικό λογιστικό σύστημα - καθώς επίσης να συντάσσουν ετησίους Ισολογισμούς, με περιουσιακά στοιχεία (ενεργητικό), με υποχρεώσεις (παθητικό), με αριθμό προσωπικού, με μισθούς, με παραγωγικότητα και με αποτελέσματα χρήσεως (τζίρος, κέρδη, ζημίες κλπ).
Όλοι αυτοί οι Ισολογισμοί, καθώς επίσης ο κεντρικός του κράτους (Holding), ο οποίος οφείλει να συμπεριλαμβάνει όλα τα επί μέρους «μεγέθη» του, πρέπει να δημοσιεύονται με διαφάνεια στο διαδίκτυο έτσι ώστε, αφενός μεν να έχουν τη δυνατότητα να ενημερώνονται οι Πολίτες, αφετέρου δε να μην έχουν καμία «δικαιολογία» οι νέες κυβερνήσεις - να μην ισχυρίζονται κάθε φορά δηλαδή «κοινότυπα» ότι, δεν γνωρίζουν τι ακριβώς παραλαμβάνουν από τις προηγούμενες.
Ειδικά όσον αφορά τα πολιτικά κόμματα, τόσο το διπλογραφικό λογιστικό σύστημα, όσο και οι ετήσιοι Ισολογισμοί στο διαδίκτυο, θα πρέπει να υιοθετηθούν άμεσα - εάν θεωρούμε ότι οφείλουν να εφαρμόζονται οι ελάχιστα απαιτούμενες δημοκρατικές διαδικασίες, τουλάχιστον από αυτούς που θέλουν να μας διοικούν.
(γ) Μία τρίτη «ασθένεια» είναι η μη εφαρμογή των προεκλογικών προγραμμάτων διακυβέρνησης, από τα κόμματα που αναλαμβάνουν την ηγεσία. Η πιστή εφαρμογή των προγραμμάτων αυτών θα πρέπει να είναι υποχρεωτική από το Νόμο - ο οποίος οφείλει να προβλέπει ποινικές συνέπειες, σε σχέση με την ενδεχόμενη μη τήρηση του.
(δ) Το «γραφειοκρατικό» πλαίσιο (απρόσκοπτο άνοιγμα ή κλείσιμο εταιρειών, θεσμική «προστασία» από τη διαφθορά των Δ.Υ. κλπ), καθώς επίσης η βασική φορολογική αντιμετώπιση των ιδιωτικών επιχειρήσεων (ελεύθερων επαγγελματιών κλπ), στην οποία στηρίζεται κυρίως η ανάπτυξη μίας Οικονομίας, πρέπει επίσης να θεσμοθετείται μακροπρόθεσμα - έτσι ώστε να μην υπόκειται σε βραχυπρόθεσμες διαφοροποιήσεις οι οποίες, αφού είναι μη προβλεπόμενες, δεν προγραμματίζονται, καθιστώντας ασύμφορες τις πάσης φύσεως επενδύσεις. Κατά την άποψη μας δε, η ανάπτυξη μίας Οικονομίας θα ήταν κατά πολύ πιο δυναμική, εάν οι φόροι στα αδιανέμητα κέρδη των επιχειρήσεων μηδενιζόταν - με τη φορολόγηση των διανεμομένων (μερισμάτων) να «ακολουθεί» μία προοδευτική κλίμακα.
(ε) Απαραίτητα θεσμοθετημένη οφείλει να είναι επίσης η λειτουργία της εκάστοτε κεντρικής τράπεζας, η ανεξαρτησία της οποίας αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα επιτεύγματα της «δυτικής οικονομικής σκέψης». Η κεντρική τράπεζα είναι κατά κάποιον τρόπο η δικαστική εξουσία της Οικονομίας, αφού μόνο αυτή έχει τη δυνατότητα να ελέγχει την οικονομική πολιτική της κυβέρνησης, καθώς επίσης να επιβλέπει τη λειτουργία των εμπορικών τραπεζών. Επειδή λοιπόν είναι ουσιαστικά η «καρδιά» του χρηματοπιστωτικού συστήματος, το οποίο με τη σειρά του εξασφαλίζει τη σωστή λειτουργία του κράτους, οφείλει να δίνεται μεγάλη σημασία στη «δημοκρατική» στελέχωση της (εκλογή του προέδρου της από το Κοινοβούλιο, με απόλυτη πλειοψηφία άνω του 60%, έτσι ώστε να μην είναι «υποχείριο» του εκάστοτε κυβερνώντος κόμματος κλπ).
Ίσως οφείλουμε να σημειώσουμε εδώ ότι, εάν η πρώτη προτεραιότητα του ΔΝΤ, σε σχέση με την κατάκτηση μίας χώρας, είναι η (ενδοτική) σύμπραξη της κυβέρνησης της (η «συνενοχή» της ηγεσίας εξασφαλίζεται εκ των προτέρων), η επόμενη αφορά τη λεηλασία των τραπεζών της - αφού διαφορετικά είναι πολύ δύσκολο να την «υποδουλώσει» μακροπρόθεσμα (τα «τεστ κοπώσεως» προφανώς βοηθούν). Στην υποθετική αυτή περίπτωση όμως, είναι μάλλον απαραίτητη η συνεργασία της εκάστοτε κεντρικής τράπεζας, η οποία διαθέτει όχι μόνο όλες τις πληροφορίες, σε σχέση με το χρηματοπιστωτικό και λοιπό οικονομικό σύστημα του κράτους, αλλά και τα διάφορα μέσα, για να τις χρησιμοποιήσει με τον κατάλληλο τρόπο (η πρόσφατη «ιστορία» της ΤτΕ, σε σχέση με τις «ανοιχτές» αγοραπωλησίες των ελληνικών ομολόγων, είναι χαρακτηριστική).
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ
Προφανώς υπάρχουν πολλοί άλλοι Θεσμοί και Νόμοι, με τη βοήθεια των οποίων θα μπορούσαν να ελέγχονται καλύτερα οι εκάστοτε κυβερνώντες. Για παράδειγμα, η πραγματικά ανεξάρτητη λειτουργία των δικαστηρίων, χωρίς «βουλευτικές ασυλίες» ή άλλου είδους «διαστρεβλώσεις», η δημιουργία ενός εθελοντικού οργάνου υπό τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, το οποίο να ελέγχει τις κυβερνητικές αποφάσεις, στελεχωμένο από «εκπαιδευμένους» Πολίτες μετά από κλήρωση, τα δημοψηφίσματα για σημαντικά εθνικά θέματα – ιδιαίτερα για αυτά που δεν έχει δοθεί η ρητή έγκριση των κυβερνωμένων (όπως για παράδειγμα η συμμετοχή του ΔΝΤ στα εσωτερικά της χώρας) και διάφορα άλλα.
Εν τούτοις, δεν είναι ποτέ αρκετή η θέσπιση νόμων, εάν δεν συνοδεύεται ταυτόχρονα από ρεαλιστικές μεθόδους τήρησης τους. Δεν φτάνει δηλαδή να υπάρχουν θεσμικές διαδικασίες, εάν δεν εφαρμόζονται απαρέγκλιτα από όλους τους συμμετέχοντες στο κοινωνικό «γίγνεσθαι» - με τους συνειδητούς Πολίτες να «επαγρυπνούν» και όχι απλά να «αποποιούνται» των ευθυνών τους. Σε κάθε περίπτωση βέβαια, αυτό που απαιτείται είναι ο όσο το δυνατόν μεγαλύτερος περιορισμός της ευχέρειας των κυβερνώντων να λαμβάνουν αυθαίρετα αποφάσεις – γεγονός που επιτυγχάνεται από την ύπαρξη λεπτομερών θεσμών, για κάθε σημαντικό κοινωνικό ή πολιτικό θέμα.
Οι απαιτήσεις της Δημοκρατίας είναι πολύ μεγαλύτερες από την απλή ψήφιση νόμων, ενώ οι υπεύθυνοι Πολίτες οφείλουν να επωμίζονται το μεγαλύτερο βάρος της ορθολογικής λειτουργίας της – διαμαρτυρόμενοι και διαδηλώνοντας όχι μόνο όταν θίγεται το ατομικό τους συμφέρον (ασφαλιστικό κλπ), αλλά, κυρίως, όταν απειλείται η ίδια η Δημοκρατία και το, σημερινό ή μελλοντικό, συλλογικό καλό - ιδιαίτερα δε, εάν δεν γίνεται σεβαστή η αλληλεγγύη των γενεών. Όταν δηλαδή
(α) δαπανώνται πόροι από μία γενιά που δεν εργάσθηκε για να τους αποκτήσει (συντάξεις μεγαλύτερες από τις διαχρονικές κρατήσεις, δάνεια του δημοσίου για «καταναλωτικούς» σκοπούς, όπως είναι η πρόσληψη υπεράριθμων ΔΥ κλπ), ή
(β) σπαταλιέται δημόσια περιουσία (περιβαλλοντικοί πόροι, ενέργεια κ.α.), χωρίς την απαιτούμενη υπευθυνότητα.
Κλείνοντας, κατά την άποψη μας οι Πολίτες είναι οι κύριοι υπεύθυνοι για την μη τήρηση των νόμων εκ μέρους των εκάστοτε κυβερνήσεων – αφού μπορούν σχετικά εύκολα να επιβάλλουν το Δίκαιο, με τη βοήθεια των απεργιών, των διαδηλώσεων και τόσων άλλων ειρηνικών μεθόδων, τις οποίες έχουν στη διάθεση τους.
Για παράδειγμα, όταν τυχόν διαπιστώνεται η ατιμωρησία κάποιων ανεπαρκών ή διεφθαρμένων πολιτικών προσώπων (αποστολή πλαστών στοιχείων στην ΕΕ, χρηματισμός κ.α.), θα πρέπει οι Πολίτες να απεργούν μαζικά και να διαδηλώνουν, απαιτώντας την τιμωρία τους – δηλαδή, την ακριβή τήρηση των νόμων και των θεσμών. Είναι μάλλον εμφανές το ότι, πολύ δύσκολα θα κατάφερνε να επικρατήσει το άδικο σε μία δημοκρατική κοινωνία, η οποία αποτελείται από συνειδητούς, υπεύθυνους και ενεργούς πολίτες.
Βασίλης Βιλιάρδος (copyright)
Αθήνα, 23. Ιουλίου 2010
viliardos@kbanalysis.com
Ο κ. Β. Βιλιάρδος είναι οικονομολόγος, πτυχιούχος της ΑΣΟΕΕ Αθηνών, με μεταπτυχιακές σπουδές στο Πανεπιστήμιο του Αμβούργου.