Ο συγγραφέας και αναλυτής Willam Chislett, αναλύει σε άρθρο του για το ισπανικό think tank Real Instituto Elcano, τις εξελίξεις στο Κυπριακό, από το 2008 έως σήμερα. Ο τίτλος της ανάλυσης είναι «Κύπρος: Ήρθε η ώρα για τη διαπραγμάτευση της διαίρεσης;» και συνοπτικά ο συγγραφέας υποστηρίζει την άποψη ότι εφόσον εδώ και 19 χρόνια δεν έχει επιτευχθεί κάποια πρόοδος προς την υιοθέτηση μιας διζωνικής δικοινοτικής ομοσπονδίας, ίσως θα είναι καλύτερο και για τις δύο πλευρές η de facto διαίρεση να θεσμοθετηθεί, με αντάλλαγμα για τους Ελληνοκύπριους την επιστροφή της περιοχής των Βαρωσίων. Ο Chislett
δίνει το υπόβαθρο της σημερινή κατάστασης του κυπριακού, αναφερόμενος κυρίως στο διάστημα που ξεκινάει από τον Μάιο του 2008, οπότε είχαν ξαναξεκινήσει και οι διαπραγματεύσεις μεταξύ Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων. Επισημαίνει ότι κατά τη διάρκεια των 70 γύρων διαπραγματεύσεων που έγιναν μεταξύ Δημήτρη Χριστόφια και Mehmet Ali Talat, σημειώθηκε κάποια πρόοδος στους τομείς του καταμερισμού της εξουσίας, της οικονομίας και της ΕΕ, αλλά ελάχιστη πρόοδος όσον αφορά τα θέματα ιδιοκτησίας, εδάφους και των εποίκων από την Τουρκία. Σε μια σύντομη αναφορά του στο σχέδιο Ανάν, o Chislett υποστηρίζει ότι πλέον έχει αναγνωριστεί ως λάθος από τις περισσότερες κυβερνήσεις της ΕΕ το γεγονός ότι η Κύπρος εντάχθηκε στην ΕΕ πριν επανενωθεί το νησί, καθώς μετά την είσοδό τους στην ΕΕ, οι Ελληνοκύπριοι δεν είχαν κάποιο άμεσο κίνητρο να ψηφίσουν υπέρ του σχέδιο Ανάν. Επίσης ο συγγραφέας επισημαίνει ότι η άρνηση της Τουρκίας να εφαρμόσει το πρωτόκολλο της Αγκύρας είναι ουσιαστικά αντίδραση στην αθέτηση εκ μέρους της ΕΕ, της υπόσχεσης που είχε δοθεί στους Τουρκοκύπριους ότι αν ψήφιζαν υπέρ του σχεδία Ανάν, θα αίρονταν οι περιορισμοί που υπάρχουν για το απ’ευθείας εμπόριο Κατεχόμενων-ΕΕ.
Ο Chislett θεωρεί ότι οι Τουρκοκύπριοι, εκλέγοντας ως ηγέτη τους των Dervis Eroglu, ουσιαστικά τιμώρησαν τον Talat για την αποτυχία του να πετύχει μια συμφωνία, ενώ αμφισβητεί την άποψη ότι ο Eroglu νίκησε χάρη στην ψήφο των Τούρκων εποίκων. Επισημαίνει ότι ο Χριστόφιας δεν έκανε τίποτα για να βοηθήσει τον Talat προεκλογικά, κάτι που μπορεί και να οφείλεται κατά τη γνώμη του και στο γεγονός ότι η νίκη του Eroglu θα ήταν μια «συμφέρουσα πολιτικά» εξέλιξη για τον Χριστόφια, καθώς θα μείωνε τις πιθανότητες λύσης και θα του έδινε την ευκαιρία να κατηγορήσει τους Τουρκοκύπριους για την κατάρρευση των διαπραγματεύσεων. Ο Chislett πιστεύει ότι η αποτυχία των διαπραγματεύσεων μεταξύ Χριστόφια και Talat οφείλεται και στις δύο πλευρές, αλλά περισσότερο στην ελληνοκυπριακή, αφού όποτε ο Talat έκανε μια θετική δήλωση για τις διαπραγματεύσεις, ο Χριστόφιας έβρισκε κάτι αρνητικό να πει. Επισημαίνει πάντως ότι ούτε το τουρκικό κράτος έκανε όσα θα μπορούσε να κάνει για να βοηθήσει τον Talat. Ως ένα θετικό αποτέλεσμα των διαπραγματεύσεων Χριστόφια – Talat ο συγγραφέας αναφέρει το άνοιγμα και άλλου σημείου διόδου στην οδό Λήδρας, τις εργασίες για να ανοίξει και ένα επόμενο, όπως και το γεγονός ότι Τούρκοι αξιωματούχοι συναντήθηκαν με μέλη ελληνοκυπριακών συλλόγων, και ότι η ελληνοκυπριακή εκκλησία ξεκίνησε επαφές με την τουρκική κυβέρνηση.
Όσον αφορά τον Eroglu, ο Chislett θεωρεί ότι παρά την φήμη του ως «γεράκι» έδειξε ότι ήταν πρόθυμος και έτοιμος να συνεχίσει τις διαπραγματεύσεις. Σύμφωνα με τον συγγραφέα, η υπομονή του ΓΓ του ΟΗΕ για το Κυπριακό, Alexander Donwer έχει αρχίσει να εξαντλείται, και έχει κάνει δηλώσεις που δείχνουν τον εκνευρισμό του για την έλλειψη προόδου από τον Σεπτέμβριο του 2008 στις διαπραγματεύσεις και για τον χρόνο που έχει σπαταληθεί σε σημασιολογικές λεπτομέρειες (semantics). Σε μια «ειλικρινή» του συνέντευξη στην τουρκοκυπριακή εφημερίδα The Cyprus Observer, ο Downer είχε δηλώσει «είναι εύκολο να φαίνεται ότι είσαι υπέρ μιας λύσης… μπορείς να εκπαιδεύσεις και έναν παπαγάλο να το λέει». Ο Chislett επισημαίνει ότι και οι δύο πλευρές έχουν αναπτύξει μια ρητορική υπέρ της λύσης, όμως φαίνεται ότι λείπει η πολιτική βούληση.
O Chislett αναφέρεται και στις προσπάθειες της Ισπανικής Προεδρίας της ΕΕ και του ΥΠΕΞ Miguel Ángel Moratinos να προχωρήσουν οι διαπραγματεύσεις στο κυπριακό, οι οποίες όμως απέτυχαν. Ο συγγραφέας επισημαίνει ότι η Ισπανία κάλεσε τον Talat σε επίσημη επίσκεψη, και ήταν η πρώτη φορά που χώρα που ασκούσε την Προεδρία της ΕΕ καλούσε τον ηγέτη της τουρκοκυπριακής κοινότητας. Επίσης, σύμφωνα με τον συγγραφέα υπήρξε η πρωτοβουλία εκ μέρους τη Ισπανίας για τη διοργάνωση ενός διεθνούς συνεδρίου για το κυπριακό, η οποία δεν πραγματοποιήθηκε. Ενας από τους λόγους της ακύρωσης ήταν ότι ο Χριστιόφιας ήθελε στο συνέδριο να συμμετέχουν εκπρόσωποι των δυο κοινοτήτων και όχι αυτός ο ίδιος με τον Talat, καθώς κάτι τέτοιο θα ισοδυναμούσε με έμμεση αναγνώριση Talat ως ηγέτη κράτους.
Θετική αναφορά κάνει ο Chislett στα τέσσερα προγράμματα της δημοσιογράφου Σούλα Χατζηκυριακού, το οποία μεταδόθηκαν από το κρατικό κυπριακό ραδιόφωνο, και στα οποία «έσπασε το ταμπού» του θέματος των αγνοουμένων, καθώς συζητήθηκαν οι απώλειες και από τις δύο πλευρές.
Ως σημείο καμπής των εξελίξεων στο Κυπριακό ο Chislett θεωρεί την αναφορά που θα δημοσιεύσει ο ΟΗΕ τον Νοέμβριο, στην οποία θα αναφέρονται με λεπτομέρειες οι ως τότε εξελίξεις των διαπραγματεύσεων Χριστόφια – Eroglu. Ο Downer έχει δηλώσει ότι στην έκθεση αυτή θα αποδίδονται ευθύνες σε αυτούς που δημιουργούν προβλήματα στις διαπραγματεύσεις. Αυτό κατά τον Chislett, έχει δημιουργήσει εκνευρισμό και στις δύο πλευρές, ενώ επισημαίνει ότι αν στην έκθεση αυτή ο ΟΗΕ καταλήξει στο συμπέρασμα ότι δεν υπάρχει περίπτωση συμβιβασμού, δεν αποκλείεται να αποσύρει την αποστολή του από την Κύπρο, γεγονός που θα αποτελέσει το εναρκτήριο λάκτισμα για τη συζήτηση αναφορικά με την οριστική διαίρεση του νησιού.
Συμπερασματικά, ο Chislett αναφέρει ότι παρά την απογοήτευση που μπορεί να προκάλεσε στην ελληνοκυπριακή πλευρά η διαδοχή του Talat από τον Eroglu, ουσιαστικά η Τουρκία είναι αυτή που αποφασίζει. Επίσης, βλέπει ως μοναδικό φως στην άκρη ενός «εντελώς σκοτεινού τούνελ» την πιθανότητα άμβλυνσης της εμπορικής απομόνωσης των Τουρκοκυπρίων. Αν δεν συμβεί αυτό, και αν, όπως αναφέρεται παραπάνω, η αποστολή του ΟΗΕ αποφασίσει να φύγει από την Κύπρο, ο Chislett θεωρεί ότι δικαιολογημένα, οι Τουρκοκύπριοι δε θα έχουν άλλη επιλογή από το να ζητήσουν μονομερώς, ή μέσω διαπραγμάτευσης, τη διαίρεση του νησιού, παρόλο που η απόφαση 541 του ΣΑ του ΟΗΕ απαγορεύει την αναγνώριση ενός ανεξάρτητου τουρκοκυπριακού κράτους.
Η διαίρεση, επισημαίνει ο συγγραφέας, θα σημαίνει βέβαια το τέλος και των ενταξιακών διαπραγματεύσεων Τουρκίας-ΕΕ. Η προοπτική της διαίρεσης έχει παρεισφρήσει και στον δημόσιο διάλογο για το κυπριακό, παρόλο που οι Ελληνοκύπριοι μακροπρόθεσμα φοβούνται ότι μπορεί να επιφέρει μια ραγδαία αύξηση της μετανάστευσης από την Τουρκία, γεγονός που θα καταστήσει τους Ελληνοκύπριους μειονότητα στο νησί. Εν κατακλείδι, ο Chislett γράφει ότι η Κύπρος έχει ζήσει εδώ και πολύ καιρό με μια de facto διαίρεση: εφόσον μετά από τόσα χρόνια οι δύο πλευρές δεν έχουν καταφέρει να συμφωνήσουν με μια διζωνική, δικοινοτική ομοσπονδία, τότε πλησιάζει η ώρα για τη διαπραγμάτευση μιας πραγματικής διαίρεσης, με ίσως μια ανταλλαγή εδαφών (όπως να δοθούν τα Βαρώσια στους Ελληνοκύπριους). Αντί να εξαναγκαστούν σε έναν «νέο και ασύμβατο γάμο», ίσως θα ήταν καλύτερο και για τις δυο πλευρές να προχωρήσουν σε ένα «φιλικό διαζύγιο».
Το πλήρες κείμενο βρίσκεται στην ιστοσελίδα http://www.realinstitutoelcano.org/wps/portal/rielcano_eng/Content?WCM_GLOBAL_CONTEXT=/elcano/Elcano_in/Zonas_in/DT21-2010
http://e-dragoumanos.gr/?p=8203