Του Οικονομολόγου Βασίλη Βιλιάρδου
ΣΤΟ ΜΑΤΙ ΤΟΥ ΚΥΚΛΩΝΑ: Η Ελλάδα στο επίκεντρο της αμερικανό-ευρωπαϊκής διαμάχης, τα σφάλματα μας, οι «αλλότριες» ευθύνες και ο υπερπληθωρισμός ομολόγων, ο οποίος φαίνεται να εξελίσσεται σε μία καταστροφική πανδημία
Αν μας ρωτούσε κανείς, λίγες ημέρες πριν, σχετικά με την τάση του αμερικανικού...
δολαρίου, με τη διαμόρφωση καλύτερα της ισοτιμίας του σε σχέση με το ευρώ, θα απαντούσαμε (εσφαλμένα αλλά χωρίς δεύτερη σκέψη, εντελώς σίγουροι δηλαδή), ότι σύντομα θα «εισπράτταμε» δύο δολάρια, για κάθε ευρώ που θα «πουλούσαμε». Τα προβλήματα της Οικονομίας των Η.Π.Α. ήταν και είναι τόσο μεγάλα (υπερχρέωση, τεράστια ελλείμματα, αποβιομηχανοποίηση, ανεργία κλπ), που μόνο με την συνεχή εκτύπωση νέων χαρτονομισμάτων (πληθωριστική αντιμετώπιση των χρεών), καθώς επίσης με την ανεξέλεγκτη έκδοση ομολόγων του δημοσίου (χωρίς φυσικά αντίκρισμα), θα μπορούσαν να «συγκρατηθούν» - έστω για εκείνο το χρονικό διάστημα που θα χρειαζόταν η παγκόσμια Οικονομία για να ανακάμψει (εάν υποθέσουμε ότι θα εμποδιστεί, ή έστω θα μετριασθεί κάπως, ο ρυθμός της αναδιανομής εισοδημάτων προς όφελος της Ασίας κυρίως).
Ο «τρίτος δρόμος» φυσικά θα ήταν ο δρόμος του Ναπολέοντα, έτσι όπως τον είχανε αναφέρει στο άρθρο μας «Καταγραφή Ενεργητικού»: “…Μας θυμίζει την περίοδο της Γαλλικής επανάστασης, όπου η υπερχρέωση οδήγησε τη Γαλλία στην εκτύπωση ομολόγων (assignments – θεωρούνται οι πρόγονοι των σημερινών subprimes), για αρχική εγγύηση (αντίκρισμα) των οποίων χρησιμοποιήθηκε ακόμη και η κατασχεμένη περιουσία της εκκλησίας. Η χώρα, για να ξεφύγει από την «παγίδα του χρέους», τύπωνε συνεχώς νέα ομόλογα, με αποτέλεσμα το 1790 να ευρίσκονται 800 εκ. σε κυκλοφορία, το 1793 ήδη 2 δις, το 1795 να φτάνουν τα 7,3 δις και ένα χρόνο μετά να γίνονται περισσότερα από 30 δις! Τελικά, ανέλαβε τη διοίκηση ο Ναπολέων (1799), ο οποίος απάντησε όταν ρωτήθηκε σχετικά με το πώς θα σταθεροποιούσε οικονομικά τη Γαλλία «Πληρώνω μετρητοίς ή καθόλου» - τα αποτελέσματα, οι πόλεμοι που διεξήγαγε δηλαδή, μας είναι γνωστά”. Οι Η.Π.Α. είναι ασφαλώς σε θέση να μιμηθούν το Ναπολέοντα, χωρίς φυσικά κάτι τέτοιο να σημαίνει ότι θα το κάνουν.
Από την άλλη πλευρά, εάν μας ρωτούσε ξανά κάποιος σχετικά με τη θέση της Ελλάδας στην παγκόσμια αγορά, πόσο μάλλον εάν ήθελε να μας πείσει ότι είναι το κέντρο της, σίγουρα θα τον «διακωμωδούσαμε» - επίσης εσφαλμένα, αλλά χωρίς δεύτερη σκέψη. Τεκμηριώνοντας τα σφάλματα μας διαπιστώνουμε κατ' αρχήν ότι η χώρα μας, θύμα και θύτης μαζί μίας παράδοξης συγκυρίας, ευρίσκεται την ίδια χρονική στιγμή στο στόχαστρο δύο μεγάλων, αντιμαχόμενων δυνάμεων:
(α) των Η.Π.Α. (σε συνεργασία πάντοτε με τη Μ. Βρετανία – το εξωτερικό χρέος των Η.Π.Α. ξεπερνάει τα 15 τρις $, ενώ της Μ. Βρετανίας είναι συγκριτικά πολύ υψηλότερο, με πάνω από 10 τρις $), έτσι όπως αυτές εκφράζονται από τον μονοπωλιακό καπιταλισμό με έδρα τη Wall Street και
(β) της Γερμανίας – στα πλαίσια των προσπαθειών της να ηγηθεί της «Ενωμένης Ευρώπης», δοκιμάζοντας στην πράξη την «ειρηνική διείσδυση» (υπενθυμίζουμε εδώ τον Keynes, ο οποίος αναφέρει, σε ένα από τα βιβλία του, το πολιτικό σχέδιο της Γερμανίας, το οποίο απέβλεπε στη δημιουργία μία ευρωπαϊκής οικονομικής ζώνης, κυρίως στην Κεντρική Ευρώπη, η οποία θα υπάγονταν στη σφαίρα της οικονομικής επιρροής της - άρθρο μας «Ο αδύναμος κρίκος»).
Η «επιλογή» της Ελλάδας, η απάντηση δηλαδή στην ερώτηση γιατί προτιμήθηκε η χώρα μας από τις δύο αντιμαχόμενες «δυνάμεις», γιατί αυτή δηλαδή και όχι κάποια άλλη, είναι μάλλον προφανής σε όλους τους υπεύθυνους Πολίτες – στην πλειοψηφία των Ελλήνων. Αναμφίβολα, λόγω της διαχρονικής «ποιότητας», των δοκιμασμένων «ικανοτήτων» και του «ήθους» των δημοσίων λειτουργών της (η «περίοπτη» θέση μας στην διεθνή κατάταξη, όσον αφορά τα επίπεδα διαφθοράς, είναι δυστυχώς αποκαλυπτική). Γνωρίζοντας βέβαια ότι, αφενός μεν η Ελλάδα είναι το παλαιότερο πολιτισμένο κράτος του «δυτικού» κόσμου, αφετέρου δε την «εν ροή» θεωρία του Πλάτωνα (σύμφωνα με την οποία όσο κανείς απομακρύνεται χρονικά από τους «τέλειους απογόνους», τόσο αυξάνεται η «παρακμή»), ίσως η κατάσταση μας να αιτιολογείται - καθώς επίσης να τεκμηριώνει το ότι, προηγείται η πλήρης καταστροφή των υπαρχόντων δομών, εάν θέλει κανείς να επιτύχει τη ριζική αλλαγή μίας ανάλογης κοινωνίας.
Η ΕΛΛΑΔΑ ΣΤΟ ΣΤΟΧΑΣΤΡΟ ΤΩΝ Η.Π.Α.
Όσον αφορά το πρώτο, τις Η.Π.Α. δηλαδή, φαίνεται ότι η χώρα μας έχει επιλεχθεί, αποτελεί τον έμμεσο στόχο καλύτερα, μίας «κατά μέτωπο» επίθεσης εναντίον του ευρώ – της Ευρωζώνης αργότερα, με όλα όσα κάτι τέτοιο συνεπάγεται. Στα πλαίσια αυτού του, καταπληκτικού στη «σύλληψη», σχεδιασμού της Wall Street, ο διευθυντής του τμήματος κρατικών αναλύσεων της Fitch, ο 46χρονος κ. Brian Coulton (έχει εργασθεί στο παρελθόν για το «βρετανικό θησαυροφυλάκιο», ενώ ήταν υπεύθυνος στην Fitch για την αξιολόγηση της Κίνας, της Ιαπωνίας, του Χονγκ Κονγκ και των Φιλιππίνων), ανακοίνωσε επίσημα μία Τρίτη μεσημέρι ότι: «Υπάρχουν αμφιβολίες σχετικά με τις μεσοπρόθεσμες προοπτικές των δημοσίων Οικονομικών της Ελλάδας». Με λίγα λόγια δηλαδή, έστρεψε τον αντίχειρα προς τα κάτω, σαν άλλος Νέρωνας, καταδικάζοντας τη χώρα μας.
Λίγα δευτερόλεπτα αργότερα, εμφανίσθηκε στις οθόνες πολλών τραπεζών ανά τον κόσμο η ένδειξη: «Η Fitch υποβαθμίζει την αξιολόγηση της Ελλάδας σε BBB+». Η είδηση «υιοθετήθηκε» αμέσως από όλους τους υπολογιστές, οι οποίοι είναι συνδεδεμένοι με το πληροφοριακό σύστημα της Bloomberg - με αποτέλεσμα να προωθηθεί «ακαριαία» σε χιλιάδες τράπεζες, σε ασφαλιστικές εταιρείες, σε χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς και σε έναν μεγάλο αριθμό επενδυτών, οι οποίοι παρακολουθούν ανελλιπώς τις ανακοινώσεις του διεθνούς αυτού οικονομικού δικτύου πληροφόρησης.
Η αξιολόγηση της Fitch ουσιαστικά μεταφράζεται ως εξής: «Προσοχή, κίνδυνος χρεοκοπίας» - ενώ για πρώτη φορά μία χώρα της Ευρωζώνης «υποβιβαζόταν» σε «ΒΒΒ+» (η Ρωσία πρόσφατα «αναβαθμίσθηκε» σε ΒΒΒ+). Αμέσως μετά λοιπόν ξεκινούν οι διεθνείς επενδυτές να πουλούν ομόλογα του Ελληνικού Δημοσίου, χωρίς καμία δεύτερη σκέψη. Άλλωστε, σύμφωνα με τον κ. Coulton: «Ο τρόπος με τον οποίο η Ελλάδα διαχειρίζεται τα δημόσια ταμεία της είναι “ιδιαίτερος” – ο προϋπολογισμός της είναι εκτός ελέγχου».
Στη συνέχεια, πολλά συνταξιοδοτικά ταμεία, καθώς επίσης επενδυτικά κεφάλαια, «υποχρεώνονται» να πουλήσουν όλα τα Ελληνικά ομόλογα που έχουν στα χαρτοφυλάκια τους - επειδή θεσμικά δεν τους επιτρέπεται να τοποθετούνται σε «επικίνδυνα» χρηματοπιστωτικά προϊόντα. Όλοι μαζί τώρα, κυρίως τα Hedge funds και οι κερδοσκόποι, «στοιχηματίζουν» εναντίον των Ελληνικών ομολόγων, ενώ οι μεγάλες τράπεζες συστήνουν στους ιδιώτες πελάτες τους να αποσύρουν τα χρήματα τους από την Ελλάδα.
Φυσικά, από τη στιγμή εκείνη και μετά, η πώληση κρατικών ομολόγων εκ μέρους του Ελληνικού δημοσίου δυσχεραίνει τα μέγιστα - τα επιτόκια δανεισμού αυξάνονται απότομα και τα ασφάλιστρα έναντι δανειακών κινδύνων (CDS) σύντομα ξεπερνούν τα αντίστοιχα για την Αργεντινή, τη Ρουμανία, τη Βουλγαρία και το Καζακστάν. Για ένα πενταετές ομόλογο σε δολάρια, η ασφάλεια κόστιζε, σύμφωνα με την Bloomberg, στις 21.01.2010 (όταν έγινε γνωστό ότι η Ελλάδα οφείλει να αποπληρώσει μέχρι τον Ιούλιο 27 δις €), το ποσόν των 343 μονάδων βάσης – δηλαδή, για κάθε 100 εκ. $ πλήρωνε κανείς 3,43 εκ. $ ασφάλιστρα (σύμφωνα με εκτιμήσεις του διευθυντή Οικονομικών της Εθνικής Τράπεζας, η επιβάρυνση στο φετινό κόστος χρηματοδότησης των Ελληνικών τραπεζών, από την άνοδο των spreads, μπορεί να ανέλθει σε 500 εκ. € – όσα χρειάζονται δηλαδή οι αγρότες που διαδηλώνουν, κλείνοντας τους δρόμους της χώρας μας).
Οι Η.Π.Α. λοιπόν (η Wall Street, το Κεφάλαιο – ο κυρίαρχος του σύμπαντος), είχαν ανακαλύψει το «Δούρειο Ίππο», με τη βοήθεια του οποίου θα εισέβαλλαν στο «απόρθητο κάστρο» της Ευρωζώνης. Έτσι, κατάφεραν με μία απλή, υψηλού επιπέδου μεν, αλλά πανεύκολη ουσιαστικά κίνηση «ρουά ματ» (την οποία «δρομολόγησαν» περίτεχνα, μέσω των δικών τους εταιρειών αξιολόγησης – δεν είναι δυνατόν να εμπιστεύεται κανείς την «ειλικρίνεια» τους, όταν η μία από αυτές «επιμένει» να μας αξιολογεί με το βαθμό που απαιτείται για να αγοράζει η ΕΚΤ τα ομόλογα μας, ενώ οι άλλες δύο όχι !), να λύσουν «ως δια μαγείας» όλα τους τα προβλήματα. Μπορούν δηλαδή ταυτόχρονα:
(α) να εκτυπώνουν αφειδώς χρήματα, περιορίζοντας πληθωριστικά το εξωτερικό χρέος τους (πληρώνουν σε δολάρια, με ουσιαστικό κόστος το χαρτί, την «πρέσα» και τους εργάτες),
(β) να αυξάνουν, με τη βοήθεια του («εσωτερικού» πλέον) πληθωρισμού, τη χαμένη ανταγωνιστικότητα τους διεθνώς – άρα τις εξαγωγές (πραγματική μείωση των αμοιβών των αμερικανών εργαζομένων, μείωση του κόστους λειτουργίας των επιχειρήσεων τους κλπ),
(γ) να ισχυροποιούν την ισοτιμία του δολαρίου (παρά την «κλωνοποίηση» των χαρτονομισμάτων τους), πιέζοντας το ευρώ, μειώνοντας το κόστος των εισαγωγών τους (ειδικά του πετρελαίου) και αυξάνοντας το κόστος των εισαγωγών των ανταγωνιστών τους - της Ευρωζώνης δηλαδή,
(δ) να ενισχύουν τις προϋποθέσεις περαιτέρω διατήρησης του νομίσματος τους σαν παγκόσμιο αποθεματικό νόμισμα,
(ε) να περιορίζουν τους φόβους των δανειοδοτριών χωρών τους (Κίνα, Ιαπωνία κλπ), οι οποίες δεν βλέπουν πλέον να μειώνεται η αξία των επενδύσεων τους σε ομόλογα του αμερικανικού δημοσίου και σε δολάρια,
καθώς επίσης πάρα πολλά άλλα (χρηματιστηριακές αξίες κλπ), τα οποία θα έπρεπε κανείς να αναλύσει ακόμη περισσότερο, εάν θα ήθελε να έχει μία πιο ολοκληρωμένη εικόνα. Η πρόσφατη έκθεση (21.01.10) της Goldman Sachs, η οποία αναφέρεται στο χρέος της Ελλάδας το 2030 (!), ενώ ταυτόχρονα είναι μία από τις τράπεζες που συμμετέχουν στο κοινοπρακτικό δάνειο των 5 δις € με το τοκογλυφικό επιτόκιο (περί το 7% – 6%+1%), το οποίο ζήτησε η Ελλάδα (μαζί με την Deutsche Bank), συμπληρώνει χαρακτηριστικά τη θέση μας: «Σε επίπεδα έως και 200% του ΑΕΠ θα μπορούσε να «εκτοξευθεί» το ελληνικό δημόσιο χρέος έως το 2030 (σήμερα έχουμε 2010!!), εάν οι σημερινές δημοσιονομικές πολιτικές διατηρηθούν, σε συνδυασμό με τις υπάρχουσες δημογραφικές τάσεις».
Βέβαια, η πρόσφατη «επίθεση» του αμερικανού προέδρου εναντίον των τραπεζών, εάν υποθέσουμε ότι είναι ειλικρινής και όχι για το «θεαθήναι», θα μπορούσε να «εξουδετερώσει» πολλά από τα πλεονεκτήματα που δημιουργήθηκαν από την Wall Street για το δολάριο, αλλάζοντας εντελώς την εικόνα. Όμως, ακόμη και τότε, η Ελλάδα θα παραμείνει στο «προσκήνιο», αφού η δυσμενής «αμυντική» θέση της δεν εξυπηρετεί μόνο τα συμφέροντα των Η.Π.Α., αλλά πολλών άλλων χωρών.
Η ΕΛΛΑΔΑ ΣΤΟ ΣΤΟΧΑΣΤΡΟ ΤΗΣ ΓΕΡΜΑΝΙΑΣ
Όσον αφορά τώρα τη Γερμανία, αναζητούσε ανέκαθεν το «ιδανικό υποψήφιο κράτος, για τον παραδειγματισμό των υπολοίπων χωρών της Ευρωζώνης» (άρθρο μας από τις 12.04.2009) – χωρίς βέβαια να υποψιάζεται τις εκπληκτικές «σκακιστικές» κινήσεις των Αμερικανών. Όπως είχαμε διαπιστώσει τότε:
“12.04.2009….Από την άλλη πλευρά, ο μεγαλύτερος εχθρός του Ευρώ, αυτός που «εκ των έσω» απειλεί τη διαφαινόμενη μελλοντική κυριαρχία του, είναι η ενδεχόμενη απώλεια της συνοχής των χωρών της ΕΕ που διαθέτουν ήδη το κοινό νόμισμα - δευτερευόντως η μη τήρηση του Συμφώνου Σταθερότητας των οικονομιών κάποιων μελών της (ελλείμματα προϋπολογισμών άνω του 3% - μείωση των δημοσίων χρεών σε σχέση με το εκάστοτε ΑΕΠ).
Πιθανότατα, με απώτερο στόχο την αποσταθεροποίηση του ευρώ, «υποκινούνται» πολύ έξυπνα ακόμη και οι χώρες της Ανατολικής Ευρώπης που δεν το έχουν ακόμη υιοθετήσει (από το ΔΝΤ - βλ. Η.Π.Α., με αφορμή την «οικονομική κρίση»), να συμπεριληφθούν επειγόντως στην Ευρωζώνη, ανεξάρτητα από το εάν πληρούν τα κριτήρια ή όχι. Φυσικά, πολύ σωστά, ο Γερμανός υπουργός οικονομικών απέκλεισε αμέσως το ενδεχόμενο αυτό, για το οποίο «πιέσθηκε» πρόσφατα από την Πολωνία και την Ουγγαρία.
Οι χώρες τώρα της Ευρωζώνης που παρουσιάζουν ήδη μεγάλα προβλήματα στους παραπάνω δείκτες οικονομικής ευρωστίας, είναι η Ελλάδα, η Ιταλία, η Ισπανία και η Ιρλανδία. Η Ιταλία όμως, η μοναδική που έχει μεγαλύτερο χρέος από εμάς σε σχέση με το ΑΕΠ της, είναι μεγάλη χώρα, συμμετέχει στην Παγκόσμια Κυβέρνηση (G20) και ο πολιτικός ηγέτης της είναι πολλαπλά ισχυρός (ΜΜΕ κλπ). Επομένως, δεν μπορεί να «ενοχληθεί» σοβαρά, σε σχέση με την μη τήρηση του Συμφώνου, ενώ η Ισπανία προστατεύεται σχετικά από τη Γερμανία και η Ιρλανδία από την Αγγλία, για διάφορος ειδικούς λόγους. Με δεδομένη πλέον
(α) τη σπουδαιότητα του ευρώ για την Ευρώπη και ειδικά για τη Γερμανία (για την οποία ήταν ανέκαθεν προτεραιότητα το ισχυρό ευρώ, σε αντίθεση με τη Γαλλία, για την οποία προηγείται η ανταγωνιστικότητα των εξαγωγικών προϊόντων της και η χαμηλή ανεργία – ο «γαλλογερμανικός άξονας» έχει αρκετά κοινά, αλλά ακόμη περισσότερες διαφορές), καθώς επίσης
(β) σε συνδυασμό με τη έμφυτη συνήθεια της Γερμανίας να τιμωρεί κάποιους για παραδειγματισμό (όπως πρόσφατα έκανε με τον Πρόεδρο των γερμανικών ταχυδρομείων κύριο K. Zumwinkel, προσωπικό φίλο της κυρίας Merkel),
η ιδανική «υποψήφια χώρα» για παραδειγματισμό των υπολοίπων δεν είναι άλλη από την Ελλάδα. Έτσι λοιπόν, η χώρα μας τοποθετήθηκε στο στόχαστρο της Γερμανίας, όπως συμπεραίνεται, μεταξύ άλλων, από πρόσφατο άρθρο (06.04.09) του Spiegel. Στο κείμενο αυτό η χώρα μας εξευτελίζεται στην κυριολεξία, ήδη από τον υπότιτλο: «Η Αθήνα ευρίσκεται πριν από τη χρεοκοπία, παρά το ότι η οικονομική κρίση δεν έχει ακόμη ξεσπάσει στη χώρα, με ολόκληρη τη μανία της. Τώρα εκδικείται η αδυναμία αλλαγής».
Στα πλαίσια λοιπόν της αναζήτησης της αυτής «ανακάλυψε» δυστυχώς την Ελλάδα, επιτυγχάνοντας απόλυτα το στόχο της. Όπως ήδη φαίνεται, η Πορτογαλία έχει πεισθεί από το «κακό παράδειγμα», αφού η κυβέρνηση της επιδιώκει την κατάρτιση του προϋπολογισμού από κοινού με την αντιπολίτευση - με το γνωστό πια σκεπτικό «Να μην καταλήξουμε σαν την Ελλάδα» (η Ιρλανδία επίσης, κρίνοντας από τα δραστικά μέτρα περικοπής δαπανών που έλαβε).
Όμως, η Γερμανία πιθανότατα δεν αξιολογεί σωστά τον κίνδυνο για το ευρώ, αφού μία ενδεχόμενη χρεοκοπία της Ελλάδας θα μπορούσε να «συμπαρασύρει» πολλές άλλες χώρες της Ευρωζώνης, οι οποίες δεν χρησιμοποιούν λιγότερο τη δημιουργική λογιστική (η ίδια η Γερμανία εισήλθε στη νομισματική ένωση χωρίς να συμπεριλάβει το κόστος της ένωσης της). Απλούστατα, δεν διακρίνονται από τον «ερασιτεχνισμό» της παραδοχής των παραποιημένων στοιχείων, αντίστοιχα με την Ελλάδα, κρύβοντας πολλά από τα προβλήματα τους «κάτω από το χαλί».
Ίσως λοιπόν θα πρέπει να μελετήσει καλύτερα η τευτοκρατούμενη ΕΚΤ (αλλά και όλοι οι υπόλοιποι «εταίροι» μας), τις συνέπειες της πτώχευσης ενός κράτους της Ευρωζώνης όχι για το ίδιο (όπως σήμερα συμβαίνει παντού), αλλά για την ίδια τη Γερμανία και, κατ’ επέκταση, για την Ευρωζώνη.
Κατά την άποψη μας, ο κίνδυνος για τη χώρα μας είναι κατά πολύ μικρότερος από τον αντίστοιχο για την Ε.Ε. – αρκεί βέβαια να διατηρήσουμε την ηρεμία μας, να ασχοληθούμε υπεύθυνα με την επίλυση των προβλημάτων μας και να μην υποχρεωθούμε σε καμία απολύτως «πρωτοβουλία», παραμένοντας πιστοί στο Ευρώ και στην Ενωμένη Ευρώπη – σε μία όμως Ευρώπη απαρέγκλιτα ισότιμων μεταξύ τους χωρών.
Άλλωστε η ίδια η Deutsche Bank, σε πρόσφατη ανάλυση της, υποστηρίζει ότι, όχι μόνο κανείς δεν μπορεί να μας υποχρεώσει να βγούμε από την Ευρωζώνη, αλλά ούτε καν να μας επιβάλλει «διαρθρωτικές αλλαγές» τύπου ΔΝΤ, με στόχο την «βιαστική» έξοδο μας από την δημοσιονομική κρίση. Η πρόταση της είναι (πολύ σωστά) η επείγουσα ίδρυση ενός Ευρωπαϊκού Νομισματικού Ταμείου για ανάλογες περιπτώσεις, οι οποίες θεωρεί ότι θα πολλαπλασιαστούν στο μέλλον.
ΟΙ ΕΥΘΥΝΕΣ – ΔΙΚΕΣ ΜΑΣ ΚΑΙ ΑΛΛΟΤΡΙΕΣ
Αναμφίβολα, εμείς είμαστε οι βασικοί «ένοχοι» για το οικονομικό αδιέξοδο που αντιμετωπίζουμε (μέσα σε τρία μόλις χρόνια, οι δημόσιες δαπάνες μας αυξήθηκαν κατά 18 ολόκληρα δις €) – όχι όμως οι μοναδικοί αφού, αποδεδειγμένα πλέον, οι Βόρειες χώρες λειτούργησαν με στόχο την υποταγή μας (dumping μισθών, «απομύζηση» της φορολογικής μας βάσης από τις πολυεθνικές τους, εξαγορά των δικών μας επιχειρήσεων κλπ). Δυστυχώς, όταν προσφέρεις αφειδώς δανεικά χρήματα, επί 30 ολόκληρα χρόνια, σε ένα σχετικά φτωχό, ανώριμο και ανοργάνωτο λαό, είναι «ανθρώπινο» να τα σπαταλάει – να τα διαχειρίζεται δηλαδή σαν να μην τα χρωστάει, καθώς επίσης σαν να μην επρόκειτο να τελειώσουν ποτέ.
Εκτός αυτού, ο υπερβολικός αυτός δανεισμός, η πληθώρα των χρημάτων καλύτερα, σε μια χώρα με αδύναμες, αν όχι ανύπαρκτες πολιτικές και κοινωνικές δομές, «εκτρέφει» εύκολα τη διαπλοκή και τη διαφθορά – με όλα όσα δεινά κάτι τέτοιο συνεπάγεται. Αυτή ήταν η μεγαλύτερη παγίδα που τοποθέτησαν έντεχνα στο δρόμο μας – εμείς βέβαια «πέσαμε μέσα» σαν αρχάριοι.
Περαιτέρω, σε σχέση με τις «αλλότριες» ευθύνες, θα τεκμηριώσουμε ακόμη μία φορά το επιθετικό «μισθολογικό dumping» της Γερμανίας (άρθρο «Διασπορά ψευδών ελπίδων») το οποίο, μεταξύ άλλων, ευθύνεται για την απώλεια της ανταγωνιστικότητας μας. Οι χαμηλοί μισθοί (αλλά και οι κρατικές επιδοτήσεις της μειωμένης εργασίας, ενάντια στους κανόνες του ανταγωνισμού που επιβάλλονται από την Ε.Ε.), είναι αυτοί που ενίσχυσαν τους γερμανούς εξαγωγείς και κατέστρεψαν, μεταξύ άλλων, την Ελληνική Οικονομία.
Η Γερμανία, αμέσως μετά το ξεκίνημα της Ευρωζώνης, ακολούθησε τη στρατηγική της «εσωτερικής υποτίμησης», έτσι ώστε να εξασφαλίσει (ύπουλα) ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα στο εμπόριο με τις λοιπές χώρες-μέλη. Εσωτερική υποτίμηση, επειδή εντός της Ευρωζώνης δεν επιτρεπόταν η πραγματική υποτίμηση - μέσω της «συγκράτησης» των μισθών, η οποία είχε σαν αποτέλεσμα την μείωση του κόστους παραγωγής των γερμανικών επιχειρήσεων. Ουσιαστικά λοιπόν η χώρα υποτίμησε τεχνητά το δικό της Ευρώ, πουλούσε τα προϊόντα της φθηνότερα από τους άλλους και αύξανε διαχρονικά το πλεόνασμα του εμπορικού ισοζυγίου της, εξάγοντας κυρίως στις Ευρωπαϊκές χώρες (περίπου το 70% των συνολικών εξαγωγών της).
Το εμπορικό ισοζύγιο όμως επηρεάζει ολόκληρη την οικονομική ανάπτυξη μίας χώρας. Όταν επιδεινώνεται, περιορίζεται η εμπορική επιτυχία των επιχειρήσεων – ιδιαίτερα των εξαγωγικών. Ένεκα τούτου, μειώνονται τα φορολογικά έσοδα των κρατών – ειδικά ο φόρος εισοδήματος και ο φόρος μισθωτής εργασίας. Μία χώρα τώρα με μικρή εσωτερική αγορά, όπως η Ελλάδα, δεν μπορεί να αντισταθμίσει τις εξαγωγικές της απώλειες. Αντίθετα, εάν η Γερμανία «επέτρεπε» την αύξηση των μισθών του εργατικού δυναμικού της, η κατανάλωση των πολιτών της θα αυξανόταν και η εσωτερική αγορά, λόγω μεγέθους, θα μπορούσε να αντισταθμίσει τις εξαγωγικές απώλειες.
Εάν τώρα όλα τα ευρωπαϊκά κράτη είχαν ακολουθήσει το «παράδειγμα» της Γερμανίας, ενδεχομένως για να αυξήσουν τη διεθνή ανταγωνιστικότητα τους απέναντι στην Κίνα (αν θα ήταν ποτέ δυνατόν!), η Ε.Ε. θα οδηγούταν σε μία πολύ επικίνδυνη ύφεση. Το εργατικό κόστος είναι στενά συνδεδεμένο με τον πληθωρισμό. Εάν λοιπόν δεν αυξανόταν σε ολόκληρη την Ευρωζώνη, όπως στη Γερμανία, θα περιοριζόταν αισθητά η κατανάλωση και θα εισερχόμαστε σε έναν καθοδικό σπειροειδή κύκλο έντονου αποπληθωρισμού - κάτι που θα ήταν στην κυριολεξία καταστροφικό για την Ευρωπαϊκή Οικονομία (deflation).
Η Κομισιόν, η οποία μέχρι στιγμής ενδιαφέρεται μόνο για τα ελλείμματα των επί μέρους κρατών, οφείλει να προσέχει τόσο την εμπορική, όσο και τη μισθολογική τους «πρόοδο». Ο στόχος της πρέπει να είναι οι ορθολογικές αυξήσεις των μισθών - αυξήσεις δηλαδή στο ύψος της μακροπρόθεσμης παραγωγικής ανάπτυξης, συν τον ετήσιο πληθωρισμό. Οι μισθολογικές αυτές αυξήσεις θα ήταν διαφορετικές – ανάλογα με την εκάστοτε χώρα και τον κλάδο. Στη Γερμανία είναι λογικές αυξήσεις ύψους 3-3,5% - στην Ελλάδα ενδεχομένως χαμηλότερες. Σήμερα όμως η Κομισιόν δεν ενδιαφέρεται για το συντονισμό των μισθών στην Ευρωζώνη – ούτε στη Γερμανία, ούτε πουθενά αλλού. Επίσης, δεν ελέγχει τη Γερμανία σε σχέση με τις «παράνομες» επιδοτήσεις των εργαζομένων της και την εξ αυτών κρυφή, απαγορευμένη ενίσχυση των επιχειρήσεων της – μία άκρως «παραβατική» συμπεριφορά, η οποία συνιστά, χωρίς καμία αμφιβολία, «αθέμιτο ενδοευρωπαϊκό ανταγωνισμό».
Ολοκληρώνοντας, ανεξάρτητα από την «Ελληνική ιδιαιτερότητα» που περιγράψαμε, πιθανολογούμε ότι βιώνουμε μία εποχή, στην οποία κυριαρχεί ένα άλλο χρηματοπιστωτικό «όπλο μαζικής καταστροφής»: τα ομόλογα δημοσίου. Κατά την άποψη μας, είμαστε αντιμέτωποι με μία χρηματοπιστωτική υπερβολή («φούσκα») άνευ προηγουμένου, η οποία «ορίζεται» από έναν απίστευτο «υπερπληθωρισμό ομολόγων».
Ειδικά όσον αφορά την ΕΕ (κυρίως λόγω της «θεσμικής» απαγόρευσης εκτύπωσης πληθωριστικών χρημάτων), υποθέτουμε ότι κάποιες ευρωπαϊκές χώρες ακολουθούν σχεδόν υποχρεωτικά αυτήν την κατεύθυνση – ότι εκδίδουν δηλαδή «υποσχετικές πληρωμής χωρίς αντίκρισμα». Είμαστε σχεδόν σίγουροι ότι, τουλάχιστον η Ισπανία, η Ιταλία και η Ιρλανδία, «τυπώνουν» αφειδώς ομόλογα δημοσίου, έναντι μελλοντικών προσδοκιών, ελπίζοντας στην ανοχή της ΕΚΤ, στην «τιμωρία» μόνο της Ελλάδας και στην κατανόηση των αγορών.
Από τη δική μας πλευρά τώρα, ας ελπίσουμε ότι κάποια στιγμή θα πάψουμε να είμαστε στο στόχαστρο των δύο υπερδυνάμεων, ότι δεν θα «τιμωρηθούμε παραδειγματικά» και ότι θα μπορέσουμε να ασχοληθούμε ήρεμα με τα πραγματικά μεγάλα προβλήματα της Οικονομίας μας - χωρίς να αποτελούμε «θύμα και θύτη» μαζί αυτού του ιδιάζοντος οικονομικού πολέμου. Για να τα καταφέρουμε βέβαια, θα πρέπει να έχουμε την Ευρώπη δίπλα μας και όχι απέναντι μας - χωρίς την απειλή των μονοπωλιακών «εταιρειών αξιολόγησης», των τοκογλυφικών επιτοκίων, των απίστευτων ασφαλίστρων και των «αιμοβόρων» κερδοσκοπικών αγορών, με τις οποίες κανένας, απολύτως κανένας δεν μπορεί να ανταπεξέλθει «ατομικά».
Αθήνα, 23. Ιανουαρίου 2010
Βασίλης Βιλιάρδος (copyright)
viliardos@kbanalysis.com
Ο κ. Β. Βιλιάρδος είναι οικονομολόγος, πτυχιούχος της ΑΣΟΕΕ Αθηνών, με μεταπτυχιακές σπουδές στο Πανεπιστήμιο του Αμβούργου