Με «καπνό» κάλυψε τις πρωθυπουργικές εξαγγελίες για ισχυρό δημόσιο τραπεζικό πυλώνα το ΔΝΤ, συστήνοντας ανοικτή πώληση των κρατικών τραπεζών στην έκθεσή του για την ελληνική οικονομία και προσδιορίζοντας την λήψη αποφάσεων για τον Νοέμβριο, από κοινού με την Τρόικα.
Οι διαβεβαιώσεις των αρμοδίων στελεχών του οικονομικού επιτελείου τις προηγούμενες εβδομάδες, ότι οι σθεναρές αντιδράσεις της Τρόικας για τον πολυσυζητημένο κρατικό τραπεζικό πυλώνα έχουν καμφθεί, για μία ακόμη φορά διαψεύδονται ανακατεύοντας και πάλι την «τράπουλα» των συγχωνεύσεων στον χρηματοπιστωτικό κλάδο.
Δύο είναι τα σημαντικά στοιχεία που διαμορφώνουν προς το παρόν την «σκακιέρα» των κινήσεων στον τραπεζικό κλάδο:
1. Η έκθεση του ΔΝΤ για την πρώτη αναθεώρηση του Μνημονίου ολοκληρώθηκε στο τέλος Αυγούστου, αφού δηλαδή είχαν αρχίσει οι επίσημες δηλώσεις περί ισχυρού τραπεζικού πυλώνα. Σημειώνεται ότι είχε προηγηθεί ανάλογη θέση στην έκθεση από την πλευρά της Κομισιόν για το ίδιο θέμα, την οποία αρμόδια κυβερνητικά στελέχη είχαν υποβαθμίσει ως «παλαιά». Είχαν εξηγήσει ότι οι εκ των υστέρων διαπραγματεύσεις (δηλαδή μετά την αναχώρηση στις 6 Αυγούστου της Τρόικας) είχαν αναστρέψει το κλίμα δίδοντας το περιθώριο για τον ισχυρό τραπεζικό πυλώνα.
2. Το ΔΝΤ διευρύνει τον «ορισμό» του κρατικού πυλώνα, για τον οποίο θέλει αποκρατικοποίηση, περιλαμβάνοντας και την Εθνική Τράπεζα. Σημειώνεται εδώ ότι στην ΔΕΘ ο πρωθυπουργός έκανε ειδική μνεία στην Εθνική, αναφερόμενος στο ζήτημα και αναζωπυρώνοντας τα σενάρια περί εναλλακτικού δημοσίου πυλώνα με «όχημα» το συγκεκριμένο χρηματοπιστωτικό ίδρυμα.
Αρμόδια στελέχη επιμένουν ότι το ζήτημα δεν έχει κλείσει. Άλλωστε, λένε, οποιαδήποτε πώληση δεν θα πρέπει να γίνει φέτος, αλλά το νωρίτερο στη αρχή του 2011, αφού τα έσοδα πρέπει βάσει του προγράμματος αποκρατικοποιήσεων να εισρεύσουν τότε στα κρατικά ταμεία. Δηλαδή δημιουργείται ένα χρονικό περιθώριο τριών μηνών για να αλλάξουν οι ισορροπίες, αφού μεσολαβήσει το πόρισμα των συμβούλων αποκρατικοποίησης αλλά και οι αποφάσεις για τα νέα stress tests.
Όπως επισημαίνεται στην έκθεση, το πρόγραμμα αποκρατικοποιήσεων θα οριστικοποιηθεί μετά την ολοκλήρωση των μελετών των συμβούλων του δημοσίου και θα περιλαμβάνει το σύνολο των συμμετοχών του δημοσίου στον τραπεζικό τομέα. Θα εγκριθεί κατά τη δεύτερη ανασκόπηση, η οποία θα πρέπει να γίνει τον Νοέμβριο για να εγκριθεί η δόση του Δεκεμβρίου.
Αναφέρεται ότι «θα στοχεύει στη διατήρηση της χρηματοοικονομικής σταθερότητας, με την αντιμετώπιση των εκκρεμών ζητημάτων στα πιο ασθενή ιδρύματα και στη βελτίωση της αποτελεσματικότητάς τους. Μπορεί να περιλαμβάνει την ενδεχόμενη πώληση σημαντικού μέρους των συμφερόντων της κυβέρνησης στο τραπεζικό κλάδο, με ανοικτή και διαφανή διαδικασία, σύμφωνα με τους εθνικούς και τους κανόνες της Ε.Ε., στην οποία τόσο οι εγχώριοι όσο και διεθνείς επενδυτές θα έχουν την ευκαιρία να συμμετάσχουν».
Το ΔΝΤ επισημαίνει στο σχετικό κεφάλαιο ότι η κυβέρνηση συνεχίζει να ελέγχει σημαντικό μερίδιο του τραπεζικού τομέα στην Ελλάδα. Κατέχει το 77% του μετοχικού κεφαλαίου της ΑΤΕ, που έχει το 7,3% της αγοράς, ενώ είναι ο κύριος μέτοχος με το 33% του Ταχυδρομικού Ταμιευτηρίου (έχει μερίδιο 4,1%). Επίσης έχει τον έλεγχο σε δύο μικρότερες τράπεζες, το Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων με ενεργητικό 6,6 δισ. ευρώ που ανταγωνίζεται τις τράπεζες και, «τέλος, μέσω των μετοχών που έχουν τα συνταξιοδοτικά ταμεία, μετέχει έμμεσα στην Εθνική Τράπεζα, στην οποία η κυβέρνηση διορίζει τον Διευθύνοντα Σύμβουλο». Εκτιμά ότι χωρίς την Εθνική το μερίδιο αγοράς του κράτους στον κλάδο υπερβαίνει το 11%.
Μεγάλη έμφαση δίδει στα προβλήματα της ΑΤΕ που «στερείται ενδεδειγμένων ελέγχων και δεν έχει κατάλληλο μηχανισμό για τη διαχείριση της ρευστότητας και των τόκων».
http://www.capital.gr/