ΣΤΑ ΕΝΝΙΑ ΧΩΡΙΑ ΚΙΣΑΜΟΥ ΧΑΝΙΩΝ:
Πως κτίστηκε πριν από 100 χρόνια ένα σύγχρονο δημοτικό σχολείο
“Η Οδύσσεια ενός πρωτοδασκάλου”
Γράφει ο Γιάννης Η. Κάκανος, από τα Χανιά
Λίγους μήνες μετά από την εκδήλωση που έγινε το βράδυ της 10ης Μαΐου στο Πνευματικό Κέντρο Χανίων προς τιμή των παλιών διδασκαλισσών του Νομού και την προβολή παλιών Δημοτικών..
Σχολείων, πληροφορηθήκαμε νέα στοιχεία για το σύγχρονο Δημοτικό Σχολείο στο Κεφάλι Κισάμου και την ευρύτερη περιοχή, το οποίο σχεδιάστηκε και θεμελιώθηκε χάρη της επιμονής ενός νεοδιοριζόμενου ευφυέστατου δασκάλου.
Καταγράφουμε, λοιπόν, την εξιστόρηση του μακροσκελούς απομνημονεύματος από τον μακαρίτη Παντελή Βαβουλέ, ιδρυτή του Δημοτικού Σχολείου Αγίου Αθανασίου που ακούσαμε να μας διηγείται ο κ. Νίκος Βαβουλές μέσα από το πολυσυλλεκτικό ιστορικό αρχείο που επιμελώς διατηρεί: “ Η αφορμή που μ’ έκανε να σας καλέσω ξεκίνησε μετά από την εκδήλωση που έγινε στο Πνευματικό Κέντρο Χανίων για να τιμηθούν οι πρωτοπόρες στον καιρό τους δασκάλες που είχαν υπηρετήσει σε μονοθέσια και διθέσια σχολεία του Νομού Χανίων σε μικρά χωριά, τα περισσότερα απόμακρα και σε εποχές δύσκολες. Μεταξύ αυτών των διδασκαλισσών ήταν και η Ναυσικά Πολάκη Περιβολάκη που φοίτησε και δίδαξε στο Δημοτικό Σχολείο του Αγίου Αθανασίου Κεφαλίου. Μου ήρθαν τότε στο νου, τα δύσκολα χρόνια που φοιτούσαμε στο Γυμνάσιο Καστελλίου και τις πικρές θύμησες της εποχής εκείνης. Σαν συμμαθητής της Ναυσικάς, έστω και σε άλλη τάξη, θέλω να της αφιερώσω το ιστορικό της ίδρυσης του Σχολείου του Αγίου Αθανασίου όπως έχει καταχωρηθεί στις πολύτιμες σημειώσεις του «Αναμνήσεις από τη διδασκαλική μου ζωή (1906-1948)» από τον Παντελή Βαβουλέ (τότε Ηλιάκη), που υπηρέτησε στο Κεφάλι από τον Σεπτέμβριο του 1906 έως τον Οκτώβριο του 1912 εθελοντής στο λόχο Κρητών Δημοδιδασκάλων και έλαβε μέρος στις επιχειρήσεις στον Α΄ και Β΄ Βαλκανικό πόλεμο στη Δυτική Μακεδονία και την Ήπειρο. Γράφει λοιπόν: «Τελείωσα το Διδασκαλείο στο Ηράκλειο τον Ιούνιο του 1906, ύστερα από τριών χρόνων φοίτηση σ’ αυτό. Πήρα το δίπλωμα μου με άριστα. Μ’ άριστα το είχαν πάρει και άλλοι έξι από τους συμμαθητές μου μα εγώ είχα πάρει το μεγαλύτερο κλάσμα (9 17/20). Τον Σεπτέμβριο της ίδιας χρονιάς, έχοντας στην τσέπη μου το διορισμό μου για το χωριό Κεφάλι και στη φαντασία χρυσά επαγγελματικά όνειρα πήγα ν’ αναλάβω τα διδασκαλικά μου καθήκοντα. Ήταν ένα Κυριακάτικο απόγευμα, που καβάλα σ’ ένα μουλάρι φορτωμένο και τις αποσκευές μου, έφτασα στο χωριό. Πέζεψα στο πρώτο καφενείο που συνάντησα. Η είδηση του διορισμού μου είχε πάει πρωτύτερα και γρήγορα μαθεύτηκε πως ήρθε ο δάσκαλος. Στο καφενείο που κάθισα μαζεύτηκαν όλοι σχεδόν από τα άλλα καφενεία και με καλωσόριζαν. Πρώτη φορά που γινόμουν αντικείμενο τόσο συγκεντρωμένης περιέργειας κι ένιωθα μια αφόρητη πίεση στην ψυχή μου. Ήμουν τότε 20 χρονών, μα η σωματική μου διαμόρφωση μ’ έκανε να φαίνομαι 17-18 ετών. Δεν μου παν γι’ αυτό τίποτε, μα κατάλαβαν από το ύφος που με κοίταζαν, πως τους φαινόμουν πολύ μικρός για δάσκαλος. Στην αντίληψη τους ασφαλώς αποτελούσα χτυπητή αντίθεση με τους δυο προηγούμενους που ήταν καθαρομεστωμένοι άνδρες. Στο μεταξύ ήρθε, ύστερα από ειδοποίηση, ένας συγγενής μου και με παρέλαβε στο σπίτι του. Αυτός μου διερμήνευσε τις πρώτες εντυπώσεις των χωριανών του. Τους φάνηκα, μου είπε, πολύ μικρός, για να μπορέσω να επιβληθώ στα παιδιά. Ένας μάλιστα ακούστηκε να λέει: « Ήντα μας το μπέψανε αυτό το δασκαλάκι. Καμιά μέρα θα το δείρουνε τα κοπέλια και θα το κάμουνε να γκάψει κλαμένο στο σπίτι του». Την άλλη μέρα, Δευτέρα, το πρωί χτύπησα την καμπάνα. Έτσι, μου είπε ο συγγενείς μου, πως έκαναν οι προκάτοχοι μου κι έτσι έπρεπε να το κάνω κι εγώ. Σε λίγο πήγα, με συνοδεία του συγγενή μου στο σχολείο. Είχαν μαζευτεί όλα σχεδόν τα παιδιά, καμιά 40νταριά. «Αυτός είναι παιδιά, ο καινούργιος σας δάσκαλος. Να τον αγαπάτε και να τον σέβεστε». Τα παιδιά, τα πιο μεγάλα, πλησίασαν και με χαιρετούσαν. Μερικά καθοδηγούμενα ίσως από τους γονείς των, μου φιλούσαν το χέρι. Συγκινήθηκα πολύ. Ανάμεσα στους μαθητές μου διέκρινα κι ένα μαντράχαλο σα 16-17 χρονών. Δε θα πίστευα πως ήταν μαθητής, αν δεν έβλεπα κρεμασμένη από τον ώμο τη μαθητική τσάντα. Ήρθαν τότε στο νου μου τα λόγια του χωρικού, που έγραψα παραπάνω. Ήταν μάλιστα και ο γιος του αυτός ο μαντράχαλος. Μ’ αναμετρούσε με το μάτι του από πάνω ως κάτω. Ποιος ξέρει τι συμπεράσματα θα έκανε από το αναμέτρημα αυτό. Το σχολείο ήταν ένα ανώγειο (ονταδάκι), στο οποίο ανέβαινε κανένας με μια πετρόσκαλα. Είχε πολλά παράθυρα από όλες τις πλευρές με σπασμένα ή μισοσπασμένα παραθυρόφυλλα και χωρίς τζάμια στα τεμπελίκια. Ήταν ιδιωτικό και το είχαν πάρει με νοίκι. Το πάτωμα ήταν ξύλινο, μα τα σανίδια ήταν σπασμένα σε πολλά μέρη κι έπρεπε να προσέχει κανένας πολύ να μη χωθεί το πόδι του σε καμιά τρύπα. Εφτά μεγάλα θρανία, από εκείνα που είναι χωριστά το κάθισμα από τον πάγκο και το καθένα χρησιμοποιείται από 7-8 παιδιά, ήταν αραδιασμένα και γέμιζαν ασφυκτικά τον μικρό χώρο του μικρού εκείνου δωματίου. Για να περάσουν τα παιδιά έπρεπε να πλαγιάζουν το κορμάκι τους. Την πρώτη μέρα κοίταζα να κερδίσω την εμπιστοσύνη των παιδιών και προπάντων του συνομηλίκου μου. Τα έστειλα να φέρουν από τα σπίτια τους παλιοσάνιδα, πριόνια, σκεπάρνια, καρφιά και ότι άλλο χρειαζόμουν για να μπαλώσουμε το πάτωμα.
Την άλλη μέρα έφερα έναν μαραγκό να επιδιορθώσει τα παράθυρα, που ήταν έτοιμα να πέσουν σε πρώτη πνοή του ανέμου. Το «κοπελάκι» εφοδιασμένο από το διδασκαλείο του με τα εφόδια του επαγγέλματός του, τα κατάφερε πολύ καλά. Ούτε έδερνε, ούτε το έδειραν. Οι μαθητές μου, συνηθισμένοι φαίνεται να τρώνε ξύλο, δεν μπορούσαν ως έλεγαν στα σπίτια τους, να καταλάβουν πως μπορεί να είναι κανένας δάσκαλος χωρίς να δέρνει. Αυτός που με είχε χαρακτηρίσει για «κοπελάκι», ο πατέρας του μαντράχαλου, ακούστηκε να λέει μια μέρα στο καφενείο: «Το δασκαλάκι μας είναι μιτσό, μα φωτερό. Ο γιος μου όλο γράφει και διαβάζει. Πρωτύτερα μούδε χαρτί έπιανε μούδε τετράδιο. Και να θέλω να τονε μπέψω ποθές, δεν πάει, παρά μου λέει πως έχει να διαβάσει και να γράψει».
Πέρασαν οι πρώτοι μήνες και η δουλειά πήγαινε ρολόι. Το Μάρτιο, τον καιρό που εμφανίζονται στις αμυγδαλιές τα τρυφερά αμυγδαλάκια, είχα μια δυσάρεστη περιπέτεια. Μου κατήγγειλε κάποιος πως οι μαθητές μου όταν σχολούν βγαίνουν στις αμυγδαλιές του και του τρώνε τ’ αμύγδαλα. Διαπιστώθηκε το πράγμα από σχετικές…ανακρίσεις. Δόθηκε αφορμή να γίνει ιδιαίτερο μάθημα και να εξαρθεί ο ηθικός νόμος πως πρέπει να σεβόμαστε την περιουσία των άλλων. Ζήτησα και πήρα την υπόσχεση των…δραστών πώς δεν θα πειράξουν πια τις αμυγδαλιές ως και κάθε άλλο πράγμα που δεν είναι δικό των. Για κάθε ενδεχόμενο όμως, και για να δώσω περισσότερη έμφαση, απείλησα πως θα τιμωρήσω αυστηρά κάθε παραβάτη. Σε λίγες μέρες έρχεται στο σχολείο ο ίδιος παραπονούμενος πως και πάλι «τα δασκαλάκια» - έτσι συνήθιζαν να λένε τότε τα παιδιά του σχολείου – πήγαν πάλι στις αμυγδαλιές κι έκλεψαν αμύγδαλα. Μου έδειξε μάλιστα δύο απ’ αυτούς που έτυχε να δει. Σαν έφυγε ο διαμαρτυρόμενος, γινήκανε…ανακρίσεις από τις οποίες διαπιστώθηκε πως οι αμυγδαλοφάγοι ήταν εφτά και πως μέσα σ’ αυτούς ήταν και ο μεγάλος. Είχα αποφασίσει προκαταβολικά να τους τιμωρήσω με ξυλιές στα χέρια. Μα σαν ανακάλυψα πως μέσα σ’ αυτούς ήταν κι ο μεγάλος βρέθηκα σε δύσκολη θέση. Σκέφτηκα: αν δε δεχτεί να τιμωρηθεί σαν τους άλλους και μου αυθαδιάσει; Να τον εξαιρέσω; Θα χαρακτηριζόμουν από τους άλλους ή μεροληπτικός ή φοβητσιάρης. Να αφήσω κατά μέρος την τιμωρία και να περιοριστώ πάλι σε νουθεσίες και απειλές; Μα και αυτό θα με εξέθετε στα μάτια των παιδιών ως άτολμο και ως αρεσκόμενο να απειλώ χωρίς να τιμωρώ. Έτσι αύριο θα έχομε πάλι τα ίδια, αν μη χειρότερα. Αποφάσισα να δώσω τις ξυλιές και ότι γίνει ας γίνει. Τους έβαλα στη σειρά. Τον μεγάλο τον τοποθέτησα τελευταίο. Θα έβλεπε - σκέφτηκα – πως οι άλλοι τις έφαγαν και θα τις έτρωγε κι αυτός. Πίστεψα πως και σε αυτόν θα φαινόταν δικαιολογημένη η τιμωρία. Θα φρόντιζα να είναι οι ξυλιές επιεικείς για όλους όσο θα ήταν τούτο αρκετό για να μη γελοιοποιηθεί η τιμωρία. Άνοιξα την παλάμη του πρώτου κι εσήκωσα τη βέργα να τον χτυπήσω. Μα τότε ήρθε ο από μηχανής Θεός, ο ίδιος ο μεγάλος. «Κύριε, φώναξε, μην τιμωρήσετε αυτούς, παρά μόνο εμένα. Εγώ τσοι πήρα και πήγαμε στ’ αμυγδαλιές. Εγώ ανέβηκα κι έκοψα τ’ αμύγδαλα και τους τα μοίρασα». Άφηκα το χέρι του μικρού ανοιχτό, κατέβασα τη βέργα και παίρνοντας ύφος σοφού δικαστή λέω: Μπράβο Μιχάλη. Άργησες λίγο να κάνεις αυτό που έπρεπε, μα το έκαμες. Η ομολογία σου με κάνει να σου συγχωρήσω το σφάλμα σου, με βεβαιότητα πως δε θα ξανακάνεις ούτε εσύ ούτε κανένας άλλος αυτό που γίνηκε και κατηγορήθηκε όλο το σχολείο μας…
Ο Μιχάλης γίνηκε από τότε και πέρα ένας πολύτιμος βοηθός μου. Στα διαλείμματα, στις εκδρομές, στον εκκλησιασμό και γενικά σε όλη τη σχολική μας ζωή, ο Μιχάλης ήταν το δεξί μου χέρι και όταν αποφοίτησε διατηρήσαμε για χρόνια αληθινή αδελφική φιλία…
Το κτίσιμο νέου διδακτηρίου
Είχα εργαστεί στο σχολείο Κεφαλίου 4 χρόνια και είχα αλλάξει τρία διδακτήρια, όλα ακατάλληλα. Δεν παράλειπα ευκαιρία που να μη συνιστώ την ανάγκη να χτιστεί διδακτήριο. Σκέφτηκα μάλιστα να ενώσω τις δύο περιφέρειες, για να γίνει ένα σχολείο διτάξιο ή τριτάξιο (με δυο ή τρεις δασκάλους), που θα εξυπηρετούσε καλά τις εκπαιδευτικές ανάγκες της μεγάλης αυτής περιφέρειας την οποία θα αποτελούσαν τα χωριά Αερινός, Κεφάλι, Παπαδιανά, Περβόλια, Κούνενι, Τζιτζιφιά, Πλοκαμιανά.
Τη σκέψη μου ανακοίνωσα στον τότε Επιθεωρητή Νικ. Πιμπλή που τη βρήκε σωστή και εφαρμόσιμη. Βρέθηκε μάλιστα η κατάλληλη θέση στο ενδιάμεσο των χωριών Κεφάλι – Κούνενι. Έπρεπε τώρα να γίνουν οι κατάλληλες ενέργειες για να πεισθούν όλοι οι κάτοικοι των χωριών, ή τουλάχιστον οι περισσότεροι, πως το πολυτάξιο σχολείο θα εξυπηρετούσε καλύτερα τα παιδιά των και θα συνεισφέρουν όλοι προσωπική εργασία και χρήματα για να γίνει το σχολείο.
Οι κάτοικοι των χωριών Αερινού, Κεφαλίου, Παπαδιανών αποδέχτηκαν το σχέδιο χωρίς δυσκολία. Οι Περβολιανοί το απόκρουσαν, γιατί επρόσθετε 10 λεπτών δρόμο στα παιδιά και οι Κουνενιώτες - Πλοκαμιανοί, για τον ίδιο λόγο και γιατί είχαν δικό τους διδακτήριο. Τα πλεονεκτήματα του πολυτάξιου σχολείου δεν μπορούσαν να τα νιώσουν. Σχολείο και το ένα, σχολείο και το άλλο. Αλλά παρουσιάστηκε και άλλο εμπόδιο. Ο τοπικισμός. Η θέση που κρίθηκε πιο κατάλληλη φαινόταν πλησιέστερα προς το Κεφάλι και το σχολείο θα φαινόταν πως ανήκε σε Κεφάλι – Αερινό. Στο μέσον ακριβώς το έδαφος δεν ήταν κατάλληλο. Λίγο χαμηλότερα προς το Κούνενι ήταν άλλη θέση κατάλληλη, μα θα φαινόταν πως το σχολείο θα άνηκε στο Κούνενι και δεν το ήθελαν οι πάνω (Κεφαλιανοί – Παπαδιανοί – Αερινιώτες). Πώς να συμβιβαστούν τ’ ασυμβίβαστα; Κατέβαινα συχνά στο Κούνενι που είναι το πιο μεγάλο χωριό της λαγκάδας. Στα καφενεία του χωριού συγκεντρώνονταν κάθε Κυριακή και κάθε μεγάλη γιορτή πολλοί. Συναντούσα τον δάσκαλο του χωριού, τον φίλο μου Μανώλη Κουκουράκη, που ήταν κι αυτός σύμφωνος στη συγχώνευση των δύο σχολείων και ανοίγαμε σκόπιμα τη σχετική συζήτηση προσπαθώντας να πείσουμε τους αδιάλλακτους για το αληθινό συμφέρον των παιδιών τους. Δυστυχώς δεν καταφέραμε τίποτε.
Έπεισα τότε τους κατοίκους της περιφέρειάς μου να δεχτούν να χτίσομε ένα διδακτήριο με δυο αίθουσες στη θέση που είχε επιλεγεί, με την… υστεροβουλία να δημιουργήσουμε ένα τετελεσμένο γεγονός. Οι Περβολιανοί δεν δέχτηκαν με κανένα τρόπο μα κι αυτούς τους αγνόησαν οι άλλοι. Είπαν: «Αφού δεν θα ‘χουν σχολείο, θα αναγκαστούν να ‘ρθουν άμα θα τελειώσει το κτίριο και μπαίνοντας θα πληρώσουν το ανάλογό τους, που θα χρησιμοποιούνταν για τη συμπλήρωση του διδακτηρίου.
Αποφασίστηκε λοιπόν οριστικά να χτιστεί το νέο σχολείο στη θέση «Άγιος Αθανάσης», δίπλα στο ερημοκλήσι που έφερε αυτό το όνομα. Μα η μια αναβολή διαδεχόταν την άλλη κι εκινδύνευε το ωραίο σχέδιο να ναυαγήσει. Χρειαζόταν σπρώξιμο και το σπρώξιμο αυτό νόμισα πως θα ‘πρεπε να το κάμω εγώ. Έτσι μια μέρα παίρνω τον πρακτικό μηχανικό του χωριού, που είχε ειδικευτεί στο κτίσιμο εκκλησιών, μετρήσαμε, βάλαμε τα σημάδια και την άλλη μέρα, πληρώνοντας από την τσέπη μου, έβαλα δυο εργάτες ν’ ανοίξουν τα θεμέλια. Σε τρεις ημέρες τα θεμέλια ήταν έτοιμα. Με τους μαθητές ειδοποίησα τους κατοίκους να μαζευτούν την ερχόμενη Κυριακή να κουβαλήσουμε πέτρες. Μαζεύτηκαν άντρες, γυναίκες, παιδιά κι εκουβάλησαν αρκετές. Ειδοποίησα τον μηχανικό και τους χτίστες της περιφέρειας να ‘ρθουν τη Δευτέρα ν’ αρχίσει το χτίσιμο. Ήρθε και ο παπάς κι έκαμε τον Αγιασμό. Ταυτόχρονα γίνεται κι ένας κατάλογος προσωπικής εργασίας, για να ‘ρχονται κάθε μέρα όσοι εργάτες χρειαζόταν. Γίνηκε και ο ερανικός κατάλογος. Αρχίσαμε αρχάς Απριλίου και τον Σεπτέμβριο το κτίριο ήταν έτοιμο με δύο ευρύχωρες αίθουσες. Είχε βέβαια πολλές ελλείψεις, μα η στέγαση και η λειτουργία του σχολείου ήταν δυνατή.
Για να βρεθούν χρήματα, αφού το κράτος (η Κρητική Πολιτεία) δεν βοηθούσε τότε, βρέθηκα στην ανάγκη να διενεργήσω έρανο στα γειτονικά χωριά. Με τον πρόεδρο της Κοινότητας και τον παπά της ενορίας γυρίσαμε τα γειτονικά χωριά Αμυγδαλοκεφάλι, Κεραμωτή, Κάμπο μαζεύοντας λάδι. Είναι απερίγραπτες οι δυσκολίες που συνάντησα και οι στενοχώριες που δοκίμασα. Πολλές φορές μάλωνα τον εαυτό μου για την πρωτοβουλία μου. Μα όταν είδα τον Σεπτέμβριο έτοιμο το κτίριο να με δεχτεί τα ξέχασα όλα.
Στο μεταξύ είχα συνεννοηθεί με τον κ. Πιμπλή που ήταν, όπως το γράφω και παραπάνω, Επιθεωρητής και είχε γίνει συγχώνευση των σχολείων γίνηκε τριτάξιο δηλαδή με τρεις δασκάλους. Η πρώτη και η δευτέρα τάξη θα στεγαζόταν στο σχολείο του Κούνενι και οι δύο άλλες στο νέο κτίριο.
Οι Κουνενιώτες, Τζιτζιφιανοί, Πλοκαμιανοί δεν θα πλήρωναν τίποτε για το νέο κτίριο. Οι Περβολιανοί όμως υποχρεώθηκαν να καταβάλει καθένας που θα στείλει το παιδί του στο ένα ή στο άλλο διδακτήριο εφάπαξ ένα χρυσό εικοσάφραγκο προκαταβολικά. Χωρίς την προκαταβολή, δεν θα γινόταν κανένας δεκτός.
Συνέχεια πεισμάτων
Τον Σεπτέμβριο του 1909 οι τρεις δάσκαλοι αρχίσαμε τις εγγραφές. Εγώ, ως διευθυντής, έστειλα ειδοποιήσεις σε όλα τα χωριά της μεγάλης πια περιφέρειας καλώντας να φέρουν τα παιδιά στο σχολείο. Κανένας από τους αντιτιθέμενους δεν ήρθε. Διακήρυτταν πως «καλιά θα τα έσφαζαν να τα φάνε παρά να τα στείλουν στο νέο διδακτήριο». Κατέβαινα στο Κούνενι στα καφενεία κάθε Κυριακή μόνος ή με άλλους προσπαθώντας να πείσω τους λογικούς και πιο μετριοπαθείς. Μα αυτοί είχαν τρομοκρατηθεί από τους αδιάλλακτους και δεν αποφάσιζαν να τα στείλουν. Κάποτε ήρθε ένας φίλος στο καφενείο που καθόμουν, με καλεί έξω και μου λέει εμπιστευτικά να μη φύγω το βράδυ μόνος μου, γιατί μερικοί έχουν αποφασίσει να μου στήσουν ενέδρα και να με χτυπήσουν. Με θεωρούσαν, όχι άδικα, υπαίτιο των γενομένων πάνω στα σχολικά των πράγματα κι έπρεπε να με τιμωρήσουν. Μαζί μου ήταν τότε και ο γιατρός Ι. Γεωργιλάς, στον οποίο ανακοίνωσα την πληροφορία. Αυτός ήταν από το Κεφάλι και τον είχα συμπράκτορα και βοηθό σ’ όλες τις ενέργειές μου. Είχε όμως πολλούς συγγενείς στο Κούνενι και είχε το θάρρος των.
«Θα βγούμε στο Κεφάλι», είπε μεγαλόφωνα μέσα στο καφενείο για να γίνει ακουστός, «όταν θέλουμε κι απ’ όπου θέλομε κι όποιος είναι άντρας, ας έρθει να μας μιλήσει».
Κανένας δεν είπε τίποτε, ούτε ζήτησε κανένας εξηγήσεις για ποιον ή για ποιους ειπώθηκαν τα λόγια αυτά του Ι.Γ. Πράγματι φύγαμε το βραδάκι, αλλά κανένας δεν μας ενόχλησε.
Κατά τον Νοέμβριο, ο σύντεκνός μου Κοσμάς Γεωργιλάς και ο κουνιάδος του Αντ. Παπαδάκης έφεραν κι ενέγραψαν τα παιδιά τους. Αλλά επειδή υπήρχε φόβος να ‘ρθουν σε σύγκρουση τα χωριά αυτά και πιθανόν θα εχύνετο και αίμα, αποφασίστηκε από τον Επιθεωρητή να κλειστούν τα σχολεία Κούνενι και Κεφάλι επ’ αόριστον, με την πρόβλεψη πως το κλείσιμο αυτό θα δημιουργούσε μια σοβαρή αντίδραση των συνετών και μετριοπαθών εναντίον των ζωηρών και απειλητικών νέων, οι οποίοι παρουσιάζονταν σαν υπερασπιστές του φιλότιμου του χωριού των.
Αποσπάστηκα τότε στο τετρατάξιο σχολείο Καστελλίου Κισάμου, όπου υπηρέτησα επί 4 μήνες. Κατόπιν ενεργειών συμβιβαστικών της υπηρεσίας αποφασίστηκε ν’ ανοιχτούν και τα δύο σχολεία. Στο διδακτήριο Κούνενι θα φοιτούσαν οι τέσσερις πρώτες τάξεις με παιδιά της περιφέρειας Κούνενι με δάσκαλο τον Γιάννη Μεσαρχάκη από τη Σπηλιά και στο νέο διδακτήριο οι τέσσερις πάλι τάξεις με παιδιά της περιφέρειας Κεφάλι με δύο δασκάλους, εμένα και τον Ε. Παπασηφάκη από τα Παλιά Ρούματα. Το άνοιγμα των σχολείων γίνηκε αρχάς Μαΐου του 1910.
Φεύγοντας τότε από το Καστέλλι την 1η Μαΐου για την επάνοδό μου στο σχολείο μου, με έπιασε στο δρόμο τόσο δυνατή βροχή που δεν έμεινε πάνω μου στεγνή κλωστή. Διερχόμενος δε κάποιο ξερόρυακο παρ’ ολίγο να παρασυρθώ από τα θολά ορμητικά βρόχινα νερά.
Έτσι λειτούργησαν τα σχολεία αυτά και κατά την ερχόμενη σχολική χρονιά (1911-1912), αντικατασταθέντος του αιδ. Ι. Μεσαρχάκη με το δάσκαλο Γ. Μαραγκάκη από την Κάντανο. Την χρονιά όμως εκείνη ιδρύθηκαν από την Κρητική Πολιτεία τα ονομασθέντα «Ανώτερα Δημοτικά Σχολεία» και ως τέτοιο αναγνωρίστηκε και λειτουργούσε και το σχολείο μου, το οποίον μετονομάστηκε Σχολείο «Αγίου Αθανασίου» από το παρακείμενο αρχαίο βυζαντινό ερημοκλήσι. Κρίθηκε σκόπιμο να ονομαστεί έτσι για να μη φαίνεται σε ποια χωριά ανήκει. Οι Κουνενιώτες με κανέναν τρόπο δεν ήθελαν να λέγεται σχολείο Κεφαλίου και οι Κεφαλιανοί όμοια να λέγεται σχολείο Κούνενι. Έτσι δόθηκε η ονομασία αυτή που διατηρείται ακόμη (1950).
Ανώτερα Δημοτικά Σχολεία
Τα «Ανώτερα Δημοτικά Σχολεία» ήταν δημιούργημα και έμπνευση της Κρητικής Πολιτείας. Ανάμεσα σε 8-10 σχολεία μιας γεωγραφικής περιφέρειας το κεντρικότερο και μεγαλύτερο σχολείο ονομάστηκε «Ανώτερο». Είχε 6 τάξεις και διευθύνετο απαραίτητα από πτυχιούχο δάσκαλο, ο οποίος ήταν συγχρόνως και Επιθεωρητής των σχολείων της περιφέρειάς του. Οι Νομαρχιακοί Επιθεωρητές καταργήθηκαν και υπήρχε ένας Γενικός Επιθεωρητής Δημοτικής και Μέσης Εκπαίδευσης σε όλη την Κρήτη.
Το σύστημα αυτό έδωκε θαυμάσια αποτελέσματα στην Κρήτη. Τα παιδιά τω δύο ανωτέρων τάξεων όλων των σχολείων φοιτούσαν στο Ανώτερο, του οποίου το πλουσιότατο πρόγραμμα καθόριζε στην 6η τάξη τη διδασκαλία των Αρχαίων Ελληνικών και του Ξενοφώντα την «Κύρου Ανάβαση…» Χρησίμευαν τούτα και ως πρότυπα για τους δασκάλους της περιφέρειας, που τα 4/5 ήταν μη πτυχιούχοι (οριστικοί, προσωρινοί). Ως διευθυντής κι εγώ Ανωτέρου Δημοτικού Σχολείου και επομένως ως Επιθεωρητής, επιθεωρούσα δύο φορές το χρόνο τα σχολεία της περιφέρειας. Εννιά Χωριών (Βλάτους, Έλους, Αμυγδαλοκεφαλίου, Κάμπου, Σφηναρίου και Στροβλών).
Ήμουν ο μόνος πτυχιούχος δάσκαλος στην περιφέρεια αυτή πλην του μακαρίτη Εμμ. Παπασηφάκη, που εργαζόταν στο σχολείο μου και με αναπληρούσε όταν έβγαινα για επιθεώρηση.
Στο σχολείο αυτό υπηρέτησα μέχρι τον Οκτώβριο του 1912, οπότε πήγα εθελοντής στρατιώτης και υπηρέτησα 12 μήνες μέχρι λήξεως του πολέμου.
Η υπηρεσία μου στο Κεφάλι επί μια ολόκληρη εξαετία εσημείωσε σπουδαίο σταθμό στη ζωή μου. Ακριβής στα υπηρεσιακά μου καθήκοντα, πολύ προσεχτικός στις κοινωνικές μου σχέσεις, προσήλκυσα την αγάπη και την εκτίμηση των χωρικών, οι οποίοι έδειχναν τα αισθήματα αυτά κατά διάφορους τρόπους, που έκαναν την εκεί διαμονή εξόχως ευχάριστη. Και θα ‘μενα εκεί πολλά χρόνια, αν δεν συνέβαινε η οικογενειακή μας τραγωδία και για την οποία αναγκάστηκα, για ασφάλεια της ζωής μου, να ζητήσω μετάθεση, μετά την απόλυσή μου από το στρατό τον Οκτώβριο του 1913, στη Χώρα Σφακίων”.
Περισσότερες φωτογραφίες εδώ:http://www.yanniskakanos.gr/reportaz/koinonika/596.htm