Tης Τζένης Κ.
Εντάξει. Τον Καραμανλή τον τυλίξαμε ηθικό κοκορέτσι, τον κρεμάσαμε απ’ το τσιγκέλι, σαλαγήσαμε τα σκυλιά (ό,τι σκυλιά διαθέτει ο καθένας, στην αυλή του ή μέσα του), για να πηδήξουνε και να τον δαγκάσουνε, τον καταραστήκαμε, τον παλουκώσαμε στη λεωφόρο της αμφιλεγόμενης υστεροφημίας, τον βάλαμε να πιει το ρετσινόλαδο της ντροπής, αρνηθήκαμε τριάντα τρεις φορές τους...
πάλαι ποτέ καναλικούς χαρακτηρισμούς «καταλληλότερος», «έντιμος», «χαμηλών τόνων», «αδιάφθορος» κλπ κλπ κλπ, του κόψαμε και την ταβέρνα (αναγκάζεται και παραγγέλνει στο σπίτÎ! ¹ ο άνθρωπος) και πήραμε, ας πούμε, έναν α΄ βαθμό ικανοποίησης. (Το βαθμό ικανοποίησης που μπορεί να λάβει κανείς, όταν το αντικείμενο του πολιτικού του μίσους βγαίνει επισήμως λάδι και τους βγαίνει ανεπισήμως το λάδι… )
Ανάμεσα σε πολλές χιλιάδες Έλληνες τον δείξαμε κι εμείς με το δάχτυλο ως γενικό υπεύθυνο για τα όσα διαμείφθηκαν επί των ημερών του και βάλαμε βέτο αξιοπρέπειας σε όλα τα ενδεχόμενα επιστροφής του στο δημόσιο βίο. Και ο ίδιος έλαβε πιθανότατα το μήνυμα και ξεκαθάρισε από το υπερπέραν ότι δεν σκοπεύει να επαναπολιτευτεί… Πιθανότατα, καθαρίσαμε απ’ αυτόν…
Ενώ όμως αδειάσαμε όλο το μεταχρονολογημένο μένος μας μπρος στο κενό πια κάδρο του πρώην πρωθυπουργού, μετατρέποντας την ανάμνηση των πεντέμισι χρόνων της θητείας του σε λαϊκό ΧΥΤΑ, είμαστε έτοιμοι να ανοίξουμε τη μεγάλη αγκαλιά της Δημοκρατίας και να υποδεχτούμε την αδιάφθορη Ντόρα. Την ακούμε να δηλώνει ότι το κόμμα της θα γεννηθεί πριν τον προϋπολογισμό και δεν ιδρώνει το αυτί μας. Λες και η συλλογικότητα της ευθύνης αφορά μόνο στους λαούς και όχι στις κυβερνήσεις.
Πρωτοκλασάτο στέλεχος της κυβέρνησης Καραμανλή η Θεοδώρα Μπακογιάννη, διαθέτον ποικίλα ερείσματα και υπόγειους μηχανισμούς, εντός του κόμματος, εκτός του κόμματος και επί τα αυτά ολάκερου του συστήματος, φρόντιζε να κρατάει πάντα μία καταβολάδα του εαυτού της χλωρή και έτοιμη για νέες περιπέτειες. Όσο αποτελούσε καλομαθημένο δενδρύλλιο μες στο εύφλεκτο, γέρικο δάσος, έσκαβε γύρω της αντιπυρική ζώνη. Συμμετείχε και δε συμμετείχε. Ήθελε και δεν ήθελε. Μπορούσε και δεν μπορούσε. Την τραβάγανε κι ας έκλαιγε.
Ήταν τόσο φευγάτη ώστε να μπορεί να επιστρέψει, τόσο τιμωρημένη ώστε να την ξανακανακέψουν στα γόνατά τους οι κηδεμόνες της, τόσο αμαρτωλή ώστε να κατορθώσει ν’ αγιάσει. Κομίζει τώρα τη νέα της πρόταση και κανείς δε δείχνει διατεθειμένος να κάνει τη σύνδεση με τα προηγούμενα.
Φαίνεται ότι για κάποιο λόγο, η καταβολάδα Ντόρα θα φανεί χρήσιμη στις μελλοντικές αναδασώσεις, τότε που οι πλαγιές, χλωρές και ξερές, θα λιάζονται στο πουθενά αποψιλωμένες …
Από το σημερινό ηλεκτρονικό "Ποντίκι"