Νέο πακέτο βοήθειας προσανατολίζεται να χορηγήσει η κυβέρνηση στις τράπεζες....
Σύμφωνα με πληροφορίες έχουν ξεκινήσει οι σχετικές διαπραγματεύσεις με το ΔΝΤ και την Ε.Ε. προκειμένου να εξασφαλιστεί η συναίνεσή τους. Το ΔΝΤ δεν φαίνεται να εγείρει αντιρρήσεις στην προοπτική να αυξήσει το Δημόσιο το πακέτο των εγγυήσεων προς τις ελληνικές τράπεζες, ενόψει της επερχόμενης καταιγίδας υποβαθμίσεων από τους διεθνείς οίκους αξιολόγησης.
Σε κάθε περίπτωση το άνοιγμα της συζήτησης για παροχή νέου πακέτου βοήθειας λίγες ημέρες μετά την έγκριση του πακέτου των εγγυήσεων ύψους 20 δισ. ευρώ καταδεικνύει ότι οι εξελίξεις στο διεθνές περιβάλλον είναι απρόβλεπτες.
Σε αυτό το ρευστό περιβάλλον λοιπόν αποδεικνύεται ακόμη ότι τα προληπτικά μέτρα που επιβάλλονται από την τρόικα στην κυβέρνηση βρίσκονται ένα βήμα πίσω από τις εξελίξεις. Έτσι ενώ η συζήτηση για το πακέτο των πρόσθετων εγγυήσεων προς τις τράπεζες (σ.σ.: το συνολικό πρόγραμμα εγγυήσεων το οποίο ξεκίνησε από τη Νέα Δημοκρατία έχει φτάσει αισίως τα 55 δισ. ευρώ) ξεκίνησε τον περασμένο Αύγουστο προκειμένου να καλυφθούν οι ανάγκες ρευστότητας, όταν έφτασε η στιγμή να κατανεμηθεί μεταξύ των τραπεζών ήταν πλέον ανεπαρκές.
Η προοπτική νέας υποβάθμισης της πιστοληπτικής ικανότητας της χώρας από τους οίκους Moody’s, Standard & Poors και Fitch απαξιώνει τα ελληνικά ομόλογα που διακρατεί ως ενέχυρο η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα σε αντάλλαγμα της ρευστότητας που έχει χορηγήσει στις ελληνικές τράπεζες. Η εξάρτηση των ελληνικών τραπεζών από τη ρευστότητα της ΕΚΤ εκτιμάται ότι υπερβαίνει τα 95 δισ. ευρώ. Επομένως, για να κρατήσουν τη θέση αυτή οι ελληνικές τράπεζες, μετά την πιθανολογούμενη υποβάθμιση, θα είναι υποχρεωμένες να προσκομίζουν στην Κεντρική Τράπεζα ολοένα και μεγαλύτερες ποσότητες ομολόγων (κρατικών ή εγγυημένων από το ελληνικό δημόσιο). Τούτο δεν είναι η πρώτη φορά που συμβαίνει καθώς και στο παρελθόν η ΕΚΤ, μετά την υποβάθμιση της χώρας στην κατηγορία των «σκουπιδιών» (junk bonds), είχε καλέσει μέσω της Τράπεζας της Ελλάδος τα πιστωτικά ιδρύματα της χώρας να καλύψουν με νέα ομόλογα το «κούρεμα» το οποίο είχε υποστεί το πακέτο των τίτλων που είχαν καταθέσει ως ενέχυρο.
Από την πλευρά της η ΕΚΤ από τον περασμένο Μάιο έχει δεσμευτεί ότι θα συνεχίσει να δέχεται τα ομόλογα των χωρών της Ευρωζώνης όσο χαμηλά και αν πέσουν αυτά στην αξιολογική κλίμακα των διεθνών οίκων. Όμως τούτο δεν σημαίνει ότι η αποδοχή αυτή δεν συνεπάγεται πρόσθετο κόστος κάθε φορά που οι περιώνυμοι οίκοι εξαντλούν την αυστηρότητά τους.
Οι εξελίξεις αυτές στο μέτωπο των ελληνικών ομολόγων αναμένεται να προκαλέσουν νέες πιέσεις στη ρευστότητα του συστήματος. Ήδη οι προσδοκίες τόσο της ΤτΕ όσο και των τραπεζιτών για το ρυθμό της πιστωτικής επέκτασης το 2011 ήταν εμφανώς χαμηλές. Με τις εγγυήσεις των 20 δισ. ευρώ οι τραπεζίτες επιδιώκουν το 2011 να αναχρηματοδοτήσουν κυρίως προβληματικά δάνεια αποτρέποντας έτσι μια ανεξέλεγκτη έκρηξη των «κόκκινων δανείων». Συνακόλουθα η καθαρή αύξηση των χορηγήσεων την επόμενη χρονιά στην καλύτερη περίπτωση θα ισορροπήσει στα επίπεδα του 2% με 3%. Μετά το κούρεμα των ομολόγων από τους διεθνείς οίκους και ο στόχος αυτός φαντάζει πλέον φιλόδοξος.
Υπολογίζεται ότι η επερχόμενη υποβάθμιση θα προκαλέσει μια μαύρη τρύπα τουλάχιστον 15 δισ. ευρώ, την οποία θα πρέπει να κλείσει η κυβέρνηση προσφέροντας ένα νέο ισόποσο πακέτο εγγυήσεων. Στην αντίθετη περίπτωση (που δεν δοθεί το πακέτο βοήθειας) από το σύστημα θα διαρρεύσει ρευστότητα περίπου 7 έως 8 δισ. ευρώ καθώς η ΕΚΤ δανείζει σήμερα στις τράπεζες το 70% με 75% της ονομαστικής αξίας των ομολόγων που καταθέτουν ως ενέχυρο.
Όμως όλος αυτός ο μηχανισμός που είχε θέσει σε λειτουργία η ΕΚΤ από τον περασμένο Μάιο επρόκειτο να αλλάξει εντός του 2011 με στόχο να περιοριστεί η εξάρτηση των τραπεζών από τη ρευστότητα που προσφέρεται από αυτή. Με άλλα λόγια η ΕΚΤ σχεδιάζει -χωρίς την άδεια του ξενοδόχου, εν προκειμένω των οίκων αξιολόγησης- να εφαρμόσει ένα πιο αυστηρό πλαίσιο επιβάλλοντας μεγαλύτερο κούρεμα στα ομόλογα που έχει σωρεύσει στο χαρτοφυλάκιό της. Όμως μετά το νέο γαϊτανάκι των υποβαθμίσεων που έχει ξεκινήσει σε ευρωπαϊκό επίπεδο (την περασμένη Τρίτη στο στόχαστρο της Moody’s μπήκε και η Πορτογαλία, η οποία πλέον αντιμετωπίζει το φάσμα της υποβάθμισης), οι τραπεζίτες στη Φρανκφούρτη είναι πλέον πολύ πιθανό ότι θα αναβάλουν για μία ακόμη φορά την εφαρμογή του περίφημου «σχεδίου εξόδου». Τη σταδιακή κατάργηση, δηλαδή, όλων εκείνων των έκτακτων μέτρων που εφαρμόζει η Κεντρική Τράπεζα για να αντιμετωπίσει την κρίση χρέους των χωρών της Ευρωζώνης.
Ανοίγει νέος γύρος υποβαθμίσεων για την Ελλάδα
Αντιμέτωπη με νέο γύρο υποβαθμίσεων της πιστοληπτικής της ικανότητας βρίσκεται η Ελλάδα, με το πρώτο χτύπημα μάλιστα να αναμένεται τις επόμενες εβδομάδες και πριν από τα τέλη του Ιανουαρίου 2011.
Η Fitch, ο τελευταίος από τους τρεις μεγάλους οίκους που έως τώρα πίστευε ότι τα ελληνικά ομόλογα ανήκουν στην επενδυτική κατηγορία και όχι στη λεγόμενη κατηγορία «junk», σχεδόν προανήγγειλε το βράδυ της Τρίτης την υποβάθμιση.
Ο αναλυτής που παρακολουθεί την εγχώρια οικονομία, Chris Pryce, έθεσε υπό αναθεώρηση την αξιολόγηση του ΒΒΒ-, μιλώντας για «αυξημένη πιθανότητα» υποβάθμισής της. Ο αναλυτής σκοπεύει να ανακοινώσει την απόφασή του κατά τη διάρκεια του Ιανουαρίου.
Αν και η προειδοποίηση της Fitch προκάλεσε νέες εντάσεις στα ομόλογα και τα credit default swaps, εντούτοις παράγοντες της αγοράς επισημαίνουν ότι η υποβάθμιση στην κατηγορία junk και από τον τρίτο οίκο δεν θα είναι έκπληξη, αλλά μια κίνηση που πλέον έχει προεξοφληθεί. Μεγαλύτερη ίσως έκπληξη προκαλεί η απόφαση της Moody’s, στις 16 Δεκεμβρίου, να προειδοποιήσει την Αθήνα και με νέα υποβάθμιση, την ώρα που ο οίκος ήδη αξιολογεί τη χώρα με Ba1. Αν και αναγνώρισε τη σημαντική πρόοδο που κάνει η Ελλάδα, η αναλύτρια της Moody’s Sarah Carlson επικαλέστηκε την αυξημένη αβεβαιότητα γύρω από την ικανότητα της κυβέρνησης να ρίξει το χρέος σε διατηρήσιμα επίπεδα, την υστέρηση των εσόδων έναντι των στόχων και τις επιπτώσεις που θα είχε η ένταξη της Ελλάδας στο μόνιμο μηχανισμό διάσωσης της Ε.Ε. και του ΔΝΤ, μετά το 2013.
Η απειλή της Moody’s, πάντως, έρχεται σε μια περίοδο που ο οίκος επιδεικνύει ιδιαίτερο μένος απέναντι στις χώρες της ευρωπαϊκής περιφέρειας. Μία ημέρα πριν βάλει στο στόχαστρό της την Ελλάδα, είχε προχωρήσει στην υποβάθμιση-σοκ της Ιρλανδίας κατά πέντε βαθμίδες, ενώ στη συνέχεια προ- ειδοποίησε για την υποβάθμιση της Ισπανίας και της Πορτογαλίας.
Ακριβά πλήρωσε τη διάσωση των τραπεζών η Ιρλανδία, φτηνά τη γλίτωσαν Ισπανία – Πορτογαλία
Για πολλούς οικονομολόγους, η καθοριστική στιγμή που καταδίκασε την Ιρλανδία στην προσφυγή της στο μηχανισμό διάσωσης της Ε.Ε. και του ΔΝΤ θα πρέπει να αναζητηθεί στο Σεπτέμβριο του 2008. Τότε η ιρλανδική κυβέρνηση αποφάσισε ότι δεν επρόκειτο να αφήσει ούτε μία τράπεζα να χρεοκοπήσει.
Tην ώρα που το παγκόσμιο τραπεζικό σύστημα κλονιζόταν από τη χρεοκοπία της Lehman Brothers, η ιρλανδική κυβέρνηση ήταν η πρώτη που προχώρησε σε αύξηση του ορίου των εγγυημένων τραπεζικών καταθέσεων στις 200.000 ευρώ, ενώ προχώρησε και στο ανορθόδοξο μέτρο της εγγύησης των χρεών όλων των τραπεζών. Πρακτικά, ολόκληρο το τραπεζικό σύστημα απολάμβανε πλέον την εγγύηση του ιρλανδικού δημοσίου.
Το σκεπτικό του Δουβλίνου ήταν ότι εάν η κρατική εγγύηση έπειθε τις αγορές, τότε αυτή δεν θα κόστιζε το παραμικρό στο κράτος. Στην πορεία όμως χρειάστηκε να γίνει κρατικοποίηση των Anglo Irish Bank, Irish Nationwide και EBS, καθώς και κεφαλαιακή ενίσχυση των Allied Irish Bank και Bank of Ireland. Οι τραπεζικές διασώσεις κόστισαν 50 δισ. ευρώ, εκτοξεύοντας το έλλειμμα στο 32% του ΑΕΠ και αναγκάζοντας τη χώρα να ζητήσει το δάνειο των 85 δισ. ευρώ από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Από το πακέτο διάσωσης των 85 δισ. ευρώ τα 35 δισ. προορίζονται για τη στήριξη των ιρλανδικών τραπεζών. Από αυτά, τα 10 δισ. εκταμιεύτηκαν άμεσα προκειμένου να ενισχυθεί το tier 1 του κλάδου στο 12% και τα υπόλοιπα 25 δισ. ευρώ θα δοθούν εάν χρειαστεί περαιτέρω κεφαλαιακή ενίσχυση το πρώτο εξάμηνο του 2011.
Στην περίπτωση της Ισπανίας, βασική εστία ανησυχίας στο τραπεζικό σύστημα αποτελούν οι μικρές αποταμιευτικές τράπεζες, οι λεγόμενες cajas. Η χώρα έχει προχωρήσει στη σύσταση ενός fund για την αναδιάρθρωση του τραπεζικού της κλάδου, το οποίο μπορεί να διαθέσει έως και 99 δισ. ευρώ, αν και έως τώρα έχει χρησιμοποιηθεί το 11% των κεφαλαίων αυτών. Ήδη, πάντως, ο αριθμός των cajas μειώνεται σε 17 από 45.
Η Πορτογαλία μπορεί να έχει συστήσει ένα fund ύψους 4 δισ. ευρώ για την κεφαλαιακή ενίσχυση των τραπεζών της, όμως ο κλάδος δεν χρειάστηκε έως τώρα να το χρησιμοποιήσει. Η μοναδική παρέμβαση του κράτους στο τραπεζικό σύστημα πραγματοποιήθηκε το Νοέμβριο του 2008, όταν αποφασίστηκε η κρατικοποίηση μιας μικρής περιφερειακής τράπεζας, της Banco Portugues de Negocios, η οποία είχε συσσωρεύσει ζημιές 700 εκατ. ευρώ και αδυνατούσε να εξυπηρετήσει τις υποχρεώσεις της.
Όπως δημοσιεύτηκε στην Ισοτιμία της 23ης Δεκεμβρίου 2010.