JPOST 3.12.10Του Alon Ben-Meir *
Και οι δύο χώρες έχουν κάνει λάθη, υιοθετώντας μια στάση μηδενικού αθροίσματος (zero-sum) που δεν θα εξυπηρετήσει τα εθνικά συμφέροντα καμιάς.
Και οι δύο χώρες έχουν κάνει λάθη, υιοθετώντας μια στάση μηδενικού αθροίσματος (zero-sum) που δεν θα εξυπηρετήσει τα εθνικά συμφέροντα καμιάς.
Η ανοδική πορεία της Τουρκίας στη διεθνή σκηνή, ιδίως κατά την τελευταία δεκαετία, είναι εντυπωσιακή. Η Άγκυρα υιοθέτησε εσωτερικές και εξωτερικές πολιτικές πρωτοβουλίες σύμφωνα με το μέγεθος του
πληθυσμού της, τη γεωστρατηγική της θέση, το Δυτικό της προσανατολισμό και τις δυνατότητες ανάπτυξής της. Ένας από τους παράγοντες που βρίσκονται πίσω από την πρόσφατη θυελλώδη συμπεριφορά της είναι η ανοδική της θέση στον μετά την 11η Σεπτεμβρίου κόσμο. Η Τουρκία έχει ωφεληθεί πολύ από τη θέση της ως μέλος του ΝΑΤΟ διαθέτοντας το μεγαλύτερο μόνιμο στρατό και μία από τις 20 μεγαλύτερες οικονομίες σε παγκόσμιο επίπεδο.Σ’ ένα σχετικά σύντομο χρονικό διάστημα, η Τουρκία έχει διευρύνει σημαντικά τις εμπορικές της συναλλαγές με τα γειτονικά κράτη. Επιπλέον, η θέση της ως χώρας που συνορεύει με την Ευρώπη, το Ιράκ και το Ιράν καθώς και το κύρος της ως η μόνη σημαντική δημοκρατία στην περιοχή πέραν του Ισραήλ της επέτρεψαν ν’ ακολουθήσει με ιδιαίτερη επιτυχία μια φιλόδοξη εξωτερική πολιτική.
Από το 2002, η Τουρκία δείχνει αποφασισμένη να υιοθετήσει μια ανεξάρτητη εξωτερική πολιτική και να χαράξει τη δική της σφαίρα επιρροής ακόμη και με κίνδυνο ν’ αψηφήσει τις ΗΠΑ, γεγονός που εξηγεί την άρνηση της το 2003 να μεταφέρει Αμερικανικά στρατεύματα και εφόδια με προορισμό το Ιράκ, τις φιλικές σχέσεις της με τις Hamas και Hezbollah και τη δημόσια καταδίκη της εισβολής του Ισραήλ στη Γάζα. Επιπλέον, η Τουρκία αντιτάχθηκε δυναμικά στην απόφαση του Συμβουλίου Ασφαλείας για επιβολή μιας τέταρτης δέσμης κυρώσεων στο Ιράν επιδιώκοντας πολιτικές και εμπορικές σχέσεις με την Τεχεράνη.
Επιπλέον, η φωνή του κυβερνώντος κόμματος AKP ηχεί ιδιαίτερα καλά στον Αραβικό χώρο. Η πολιτική των “μηδενικών προβλημάτων με τους γείτονες”, ένα δόγμα που αναπτύχθηκε από τον Υπουργό Εξωτερικών Αχμέτ Νταβούτογλου, έχει συστηματικά εφαρμοστεί με αποφασιστικότητα και μεγάλη επιδεξιότητα. Η Άγκυρα έχει μετατρέψει εχθρούς, όπως η Συρία, σε φίλους, έχει επιλύσει τις διαφορές της με το Ιράκ κι έχει σφυρηλατήσει μια στενότερη συμμαχία με το Λίβανο. Έχει επίσης απλώσει το χέρι στην πλειοψηφία των Αραβικών κρατών καθώς και αυτών των Βαλκανίων και του Καυκάσου προσπαθώντας παράλληλα να ενισχύσει τις Ευρωπαϊκές της προοπτικές.
Τέτοιες φιλόδοξες πρωτοβουλίες εξωτερικής πολιτικής είναι βέβαιο ότι θα συναντούσαν κάποιες αναποδιές. Η Άγκυρα έχει αποτύχει να επιλύσει μια διαμάχη με την Αρμενία που κρατά έναν αιώνα, να βρει κάποια λύση για την κατάσταση στην Κύπρο, ν’ αντιμετωπίσει ρεαλιστικά το Κουρδικό ζήτημα ενώ έχει οδηγήσει σε ένταση τις σχέσεις της με τις ΗΠΑ. Κανένα, ωστόσο, απ’ αυτά τα προβλήματα δεν είναι εντονότερο από την επιδείνωση των σχέσεών της με το Ισραήλ. Το δόγμα των “μηδενικών προβλημάτων με τους γείτονες” εγκαταλείφθηκε στην περίπτωση του Ισραήλ με το οποίο η Τουρκία διατηρούσε μια σημαντική στρατηγική σχέση για περισσότερες από έξι δεκαετίες.
Το Ισραήλ έχει κι αυτό υποστεί σημαντικές εξελίξεις αλλά η εθνική ασφάλεια παραμένει κεντρικό σημείο στους στρατηγικούς του υπολογισμούς. Έχει γίνει μια από τις πιο αναπτυγμένες χώρες με ανθηρή οικονομία, αξεπέραστη τεχνολογική πρόοδο κι επιχειρηματικό πνεύμα.
Επιπλέον, η δυσκολία να ηττηθεί πηγάζει από τη στρατιωτική του ισχύ. Φέρεται να διαθέτει το τέταρτο μεγαλύτερο απόθεμα πυρηνικών όπλων το οποίο, σύμφωνα με εκτιμήσεις, υπολογίζεται σε 150 με 200 πυρηνικές κεφαλές.
Η Τουρκία ήταν ένας εξαιρετικά σημαντικός σύμμαχος για το Ισραήλ, με τη σχέση να θεωρείται η δεύτερη σε σημασία μετά από αυτήν της χώρας με τις ΗΠΑ. Αυτό εξηγεί γιατί οι Ισραηλινοί αισθάνθηκαν τόσο βαθιά ενοχλημένοι από την τροπή των γεγονότων. Για τους περισσότερους Ισραηλινούς, το περιστατικό με το στολίσκο αποτέλεσε την αφετηρία για να συγκαταλεχθεί η Τουρκία ανάμεσα στους εχθρούς του κράτους. Επιπλέον, έκανε το Ισραήλ το στόχο των λεκτικών επιθέσεων της, ιδιαίτερα από τον Πρωθυπουργό Recep TayyipErdogan, του οποίου οι πολιτικές επιθέσεις είχαν σχεδιαστεί με τρόπο που ν’ αυξάνουν τη δημοτικότητα της χώρας του στον Αραβικό κόσμο. Ειδικότερα, το Ισραήλ θορυβήθηκε όταν αποκαλύφθηκε ότι το Εθνικό Συμβούλιο Ασφαλείας της Τουρκίας τροποποίησε την εξωτερική και εσωτερική πολιτική της χώρας για τα επόμενα πέντε χρόνια χαρακτηρίζοντας το Ισραήλ ως μια κεντρική απειλή και αποσύροντας παράλληλα από τη λίστα το Ιράν, τη Ρωσία, τη Συρία και το Ιράκ. Ισραηλινοί αξιωματούχοι επιμένουν ότι η Επιχείρηση Συμπαγές Μολύβι και το περιστατικό με το στολίσκο παράσχουν δικαιολογίες – και δεν αποτελούν τις πραγματικές αιτίες - για την επιδείνωση της σχέσης.
Απορροφημένοι πιθανώς από τις τρομερές επιτυχίες τους, το Ισραήλ και η Τουρκία απέτυχαν ν’ ανταποκριθούν στις ευθύνες της στρατηγικής συμμαχίας τους η οποία, από την ίδια τη φύση της, καλύπτει ολόκληρη τη Μέση Ανατολή. Δεν αρκεί να έχει κανείς εμπορικές σχέσεις και στρατιωτική συνεργασία χωρίς μια πραγματική κατανόηση των εθνικών ανησυχιών του άλλου.
Σύμφωνα με την Τουρκική πλευρά, το Ισραήλ δεν την προσέγγισε μ’ έναν ολοκληρωμένο τρόπο στο θέμα του Ιράν, όχι μόνο όσον αφορά στην ανταλλαγή πληροφοριών αλλά και στον συνυπολογισμό του έννομου συμφέροντος που έχει η Τουρκία για εμπλοκή - ειδικά στην εισαγωγή πετρελαίου - και όχι για αντιπαράθεση. Ενώ διακήρυσσε τη στρατηγική συμμαχία τους, το Ισραήλ κατέβαλε ελάχιστη προσπάθεια να καθησυχάσει τις Τουρκικές ανησυχίες για τη στασιμότητα της ειρηνευτικής διαδικασίας και έδωσε μικρή προσοχή στην επιθυμία της Άγκυρας να διαδραματίσει έναν εποικοδομητικό ρόλο. Το Ισραήλ προσέβαλε επίσης την Άγκυρα σ’ αυτήν που είναι γνωστή ως η “υπόθεση του χαμηλού καναπέ”. Επιπλέον, η Τουρκία θεωρεί ότι το Ισραήλ την παραπλάνησε εσκεμμένα, ειδικά όσον αφορά στις διαπραγματεύσεις με τη Συρία παραλείποντας να μοιραστεί μαζί της τα σχέδια για την εξαπόλυση της Επιχείρησης Συμπαγές Μολύβι. Το περιστατικό του στολίσκου ήταν απερίσκεπτο και δεν έλαβε υπόψη την Τουρκική ευαισθησία ή τις γνήσια ανθρωπιστικές της ανησυχίες.
Από την πλευρά του Ισραήλ, η εμπειρία του με τ’ Αραβικά κράτη είναι πολύ πιο σύνθετη από αυτήν που η Άγκυρα είναι πρόθυμη ν’ αναγνωρίσει. Το Ισραήλ υποστηρίζει ότι η απόσυρση από το Λίβανο και τη Γάζα και οι επακόλουθες πυραυλικές επιθέσεις και πόλεμοι αποδεικνύουν ότι η αντίληψη της “γης για ειρήνη” δεν ισχύει πλέον. Το Ισραήλ πείθεται όλο και περισσότερο ότι η Τουρκία προέβη σε μια υπολογισμένη στρατηγική αλλαγή προκειμένου ν’ αποκτήσει επιρροή στην περιοχή σε βάρος του. Υποστηρίζει ότι η Τουρκία μπορεί να έχει εγκαταλείψει την ιδέα της ένταξής της στην ΕΕ υπέρ της άποψης να δοκιμάσει την τύχη της στην Ανατολή κι επιμένει ότι η Άγκυρα πρέπει να συνειδητοποιήσει την πραγματική απειλή που πηγάζει από το Ιράν καθώς και το γεγονός ότι η πρόσφατη βελτίωση στη σχέση της με την Τεχεράνη θα είναι βραχύβια.
Οι τωρινές προσπάθειες βελτίωσης της σχέσης πιθανότατα δεν θ’ αποδώσουν αν η Τουρκία έχει κάνει όντως μια στρατηγική στροφή προς την Ανατολή. Αυτό, ωστόσο, δεν αποτελεί ένα πιθανό σενάριο καθώς η Άγκυρα γνωρίζει ότι, χωρίς τη συνεργασία του Ισραήλ, η περιφερειακή ειρήνη και σταθερότητα θα παραμείνουν άπιαστο όνειρο. Η Τουρκία δεν πρέπει να εγκαταλείψει τις διμερείς της σχέσεις με το Ισραήλ αν θέλει να παίξει κάποιο ρόλο σε περιφερειακό επίπεδο. Το αντίθετο ισχύει. Οι Αραβικές χώρες έχουν αποδεχθεί την πραγματικότητα του Ισραήλ και κατανοούν ότι η Τουρκία μπορεί να διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στην προώθηση της ειρήνης, γεγονός που μπορεί μόνο να ενισχύσει περαιτέρω την περιφερειακή ηγετική της θέση.
Η Τουρκία και το Ισραήλ έχουν κάνει λάθη, υιοθετώντας μια στάση μηδενικού αθροίσματος (zero-sum) που δεν θα εξυπηρετήσει τα εθνικά συμφέροντα καμιάς. Πρέπει και οι δύο να δείξουν ξεκάθαρα ότι η δεδηλωμένη επιθυμία τους για αποκατάσταση των μεταξύ τους φιλικών σχέσεων μεταφράζεται σε πράξη. Ο Erdogan δεν θα μπορέσει να υποχωρήσει τελείως από τις απαιτήσεις του για μια Ισραηλινή συγγνώμη για το περιστατικό του στολίσκου και την αποζημίωση των τεθλιμμένων οικογενειών. Αν το κάνει, θα δεχτεί έντονη κριτική από τα κόμματα της αντιπολίτευσης στις εθνικές εκλογές του επόμενου χρόνου. Είναι όμως σε θέση να επιδείξει αρχηγικές ικανότητες δεχόμενος αυτά που μπορεί να προσφέρει το Ισραήλ.
Ομοίως, ο Binyamin Netanyahu δεν μπορεί να ζητήσει συγνώμη - όχι μόνο γιατί αυτό θα ισοδυναμούσε με παραδοχή ενοχής - αλλά κι επειδή δέχεται κι εκείνος πολιτικές πιέσεις για επίδειξη αποφασιστικότητας. Από την πλευρά του, το περιστατικό με το στολίσκο ήταν μια απερίφραστη Τουρκική πρόκληση που δεν χρίζει απολογίας.
Για να υπάρξει πρόοδος, θα πρέπει και οι δύο πλευρές να συμφωνήσουν ν’ αντιμετωπίσουν εποικοδομητικά την ερευνητική επιτροπή των Ηνωμένων Εθνών και ν’ αποφύγουν οξείες αλληλοκατηγορίες μετά τη δημοσιοποίηση του πορίσματός της. Εν τω μεταξύ, θα πρέπει να δεσμευτούν σε εποικοδομητικό διάλογο για τη μείωση της έντασης μέσω ενός συνδυασμού ιδιωτικών και επίσημων δίαυλων. Για να ξεκινήσει η διαδικασία συμφιλίωσης, το Ισραήλ θα πρέπει να συμφωνήσει να καταβάλει αποζημιώσεις ως μια ανθρωπιστική χειρονομία προς τις οικογένειες αυτών που σκοτώθηκαν στο Mavi Marmara. Αυτό θα ικανοποιήσει μέρος των Τουρκικών αιτημάτων χωρίς την παραδοχή κάποιας άδικης πράξης από την πλευρά του.
Η Τουρκία, σε αντάλλαγμα, θα πρέπει να επιτρέψει στους αξιωματούχους της στις μεγάλες Δυτικές πρωτεύουσες να μιλήσουν ανεπίσημα με τους Ισραηλινούς ομολόγους τους. Τέτοιες συνομιλίες θα έχουν σημαντικό αντίκτυπο στην εξάλειψη της αυξανόμενης παρεξήγησης σχετικά με τις προθέσεις του άλλου. Το Ισραήλ θα πρέπει να εγκαταλείψει την άποψη ότι η Ισλαμική τάση του ΑΚΡ είναι η μόνη κινητήρια δύναμη πίσω από τις Τουρκικές πολιτικές και η Τουρκία θα πρέπει να καταλάβει ότι το Ισραήλ έχει νόμιμες ανησυχίες για την ασφάλειά του που δεν μπορούν ν’ αγνοηθούν.
Επιπλέον, από τη στιγμή που η Αμερική είναι σύμμαχος και των δυο κι έχει ένα έννομο συμφέρον για βελτίωση των μεταξύ τους σχέσεων, ένας ενεργότερος ρόλος της θα μπορούσε ν’ αποδειχθεί εξαιρετικά επωφελής.
Η Άγκυρα και η Ιερουσαλήμ πρέπει να συνειδητοποιήσουν ότι οι σχέσεις τους είχαν υπαγορευτεί από τις γεωστρατηγικές συνθήκες που δεν έχουν αλλάξει ουσιαστικά. Η ανάδειξη του Ιράν ως περιφερειακής δύναμης, πιθανώς εξοπλισμένης με πυρηνικά, αποτελεί απειλή για τα μακροπρόθεσμα στρατηγικά συμφέροντα και των δύο χωρών. Θα ήταν αυταπάτη να σκεφτεί ο ένας ότι μπορεί να φθάσει τους εθνικούς του στόχους χωρίς την πλήρη συνεργασία του άλλου.
*Ο συγγραφέας είναι καθηγητής διεθνών σχέσεων στο Κέντρο Διεθνών Υποθέσεων του Πανεπιστημίου της Νέας Υόρκης. Διδάσκει διεθνείς διαπραγματεύσεις και Μεσανατολικές σπουδές.