22 Δεκ 2010
Το οικονομικό άρθρο της ημέρας
Από τον Βασίλη Βιλιάρδο*
ΚΡΑΤΙΚΟΠΟΙΗΣΗ ΤΩΝ ΑΓΟΡΩΝ: Βιώνουμε έναν παγκόσμιο οικονομικό πόλεμο, με υπαίτιο τις χρηματοπιστωτικές αγορές, οι οποίες επιδιώκουν, μαζί με το Καρτέλ, την απολυταρχική εγκατάσταση τους στην παγκόσμια διακυβέρνηση, με την πλήρη ιδιωτικοποίηση της εξουσίας
“Στις σκανδιναβικές χώρες, τη Γερμανία, την Ολλανδία και τη Γαλλία, προτιμήθηκε μετά τα μέσα του 20ου αιώνα ένα διαφορετικό οικονομικό «μίγμα». Το όραμα που αντιπροσώπευε θα μπορούσε ίσως να συνοψισθεί στην αντίληψη ότι, ο καπιταλισμός είναι το μοναδικό διαθέσιμο σύστημα που μπορεί να λειτουργήσει - αλλά δεν μπορεί να λειτουργήσει ικανοποιητικά, χωρίς την ισχυρή παρουσία της κυβέρνησης”(R.Heilbroner).
Μήπως όμως στην πραγματικότητα... ο καπιταλισμός, αναρωτιέται κανείς, παρά τις υποσχέσεις του να παράγει πλούτο για όλους, οδηγεί τελικά στο να γίνονται οι πλούσιοι πλουσιότεροι και οι φτωχοί, φτωχότεροι; Μπορεί να επιτευχθεί ανάπτυξη, χωρίς να προϋποθέτει την ανισότητα – τη διεύρυνση δηλαδή των εισοδηματικών διαφορών, μεταξύ των ανωτέρων και κατωτέρων «κοινωνικών «στρωμάτων», είτε αυτά είναι ιδιώτες, είτε ολόκληρα κράτη; Απλούστερα, μπορεί οι πλούσιοι να γίνονται πλουσιότεροι, χωρίς οι φτωχοί να γίνονται φτωχότεροι – χωρίς να «αναπτύσσονται» δηλαδή οι μεν, εις βάρος των δε;
Περαιτέρω, η συντριπτική πλειοψηφία των Πολιτών χρειάζεται πραγματικά «μικρότερο Κράτος», είναι προς όφελος της δηλαδή, όπως όλοι οι φιλελεύθεροι οικονομολόγοι ισχυρίζονται, «θεοποιώντας» ουσιαστικά τις ικανότητες/εντιμότητα του ιδιωτικού τομέα, ή ίσως ποιοτικότερο, λιγότερο δαπανηρό ή διεφθαρμένο, «επαρκές», διάφανο και περισσότερο αποτελεσματικό κράτος, ανεξαρτήτως μεγέθους; (πόσο μάλλον όταν η πολιτική εξουσία, είναι η μοναδική μας προστασία απέναντι στην οικονομική;).
Σε τελική ανάλυση, είναι οι οικονομικές κρίσεις, η συχνότητα των οποίων έχει αυξηθεί πλέον επικίνδυνα, απαραίτητος «συνοδός» της καπιταλιστικής διαδικασίας, όπως επίσης η «δημιουργική καταστροφή» (Schumpeter), ή μήπως είναι δυνατόν να αποφευχθεί, δια μέσου της κατάλληλης ρύθμισης του συστήματος της ελεύθερης αγοράς; Για πόσον καιρό θα μπορεί να αντέχει η ανθρωπότητα τις «μανιοκαταθλιπτικές» συμπεριφορές των αγορών, τις συνεχείς ανόδους και πτώσεις δηλαδή, οι «ταλαντώσεις» των οποίων διευρύνονται όλο και περισσότερο, από το κατώτατο άκρο (υφεσιακή αποχρέωση) στο ανώτατο; (αναπτυξιακή υπερχρέωση).
Τέλος, είναι αντικειμενική η διαπίστωση ότι, το «αόρατο χέρι της αγοράς», όπως το είχε ονομάσει ο Adam Smith, δημιουργεί πλούτο στην πραγματική οικονομία (Main Street), ενώ φέρνει την καταστροφή στις χρηματαγορές (Wall Street), εάν αφεθεί ελεύθερο;
Είναι προφανές ότι, δεν είναι τόσο απλές οι υπεύθυνες απαντήσεις στα παραπάνω ερωτηματικά, στις απορίες καλύτερα, εάν βέβαια παραμένει κανείς οπαδός της ελεύθερης αγοράς – τόσο της μη κεντρικά κατευθυνόμενης, όσο και της μη μονοπωλιακής. Πολύ περισσότερο όταν γνωρίζει ότι, το κυκλοφοριακό σύστημα της οικονομίας, το χρήμα δηλαδή, δημιουργείται από την πίστωση - από τα χρέη κατ’ επέκταση, με όλα όσα προβλήματα κάτι τέτοιο συνεπάγεται.
Εν τούτοις, οφείλει έστω να προσπαθήσει, ακόμη και αν δεν καταφέρει τελικά να τεκμηριώσει σωστά ή να ολοκληρώσει τις όποιες απαντήσεις του. Ιδιαίτερα, όταν είναι πλέον απολύτως βέβαιος ότι, βιώνουμε έναν καταστροφικό παγκόσμιο οικονομικό πόλεμο, άνευ προηγουμένου - με κύριο υπαίτιο τις χρηματοπιστωτικές αγορές, οι οποίες επιδιώκουν, προφανώς μαζί με το Καρτέλ, την απολυταρχική εγκατάσταση τους στην παγκόσμια διακυβέρνηση, με την πλήρη αποκρατικοποίηση της εξουσίας.
ΤΟ ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΟ ΚΡΑΤΟΣ
Πριν από το οικονομικό κραχ και τη Μεγάλη Ύφεση του 1930, το ύψος του εθνικού εισοδήματος στις Η.Π.Α. ήταν, χωρίς καμία αμφιβολία, εντυπωσιακό στο συνολικό όγκο του. Εάν παρακολουθούσε όμως κανείς την πορεία του και τα εκατομμύρια μικρούς «παραποτάμους» του, θα συνειδητοποιούσε ότι, η χώρα ωφελούταν με πολύ άνισο τρόπο από τη ροή του. Περίπου 24.000 οικογένειες στην κορυφή της κοινωνικής πυραμίδας αποκόμιζαν τριπλάσιο εισόδημα από τα 6.000.00 οικογένειες στη βάση της πυραμίδας – ενώ το μέσο εισόδημα των ευκατάστατων οικογενειών στην κορυφή ήταν 630 φορές μεγαλύτερο, από το εισόδημα των οικογενειών στη βάση (πηγή: R.Heilbroner).
Δυστυχώς, αυτό δεν ήταν το μοναδικό πρόβλημα της εποχής. Ξεχασμένοι στο περιθώριο του ενθουσιασμού για την απεριόριστη ευημερία που θεωρούταν τότε ότι θα προσέφερε ο καπιταλισμός («Όλοι θα πρέπει να γίνουν πλούσιοι», είχε πει ο τότε πρόεδρος των Δημοκρατικών), βρίσκονταν δύο εκατομμύρια άνεργοι Πολίτες ενώ, κρυμμένες πίσω από την κλασσική, μαρμάρινη τους πρόσοψη, οι τράπεζες χρεοκοπούσαν με ρυθμό δύο την ημέρα – επί έξι ολόκληρα έτη πριν από το οικονομικό κραχ.
Ο μέσος Αμερικανός τότε, χρησιμοποιούσε την ευημερία του με αυτοκαταστροφικό τρόπο. Είχε συνάψει πάρα πολλά δάνεια, είχε εκτεθεί επικίνδυνα στις «σειρήνες» των αγορών, αγοράζοντας προϊόντα με δόσεις και είχε σφραγίσει τη μοίρα του με την αγορά μετοχών - τις οποίες αποκτούσε όχι με δικά του χρήματα, αλλά με δανεικά από τις τράπεζες. Η τραγική εξέλιξη μπορεί να ήταν αναπόφευκτη, αλλά όχι και προβλέψιμη, αφού σπάνια περνούσε ημέρα, χωρίς κάποια προσωπικότητα των ημερών, να διαβεβαιώνει το έθνος για την ευρωστία του - μεταξύ των οποίων διαπρεπείς οικονομολόγοι, πανεπιστημιακοί, επιχειρηματίες και πολιτικοί.
Μεταξύ των ετών 1930 και 1970, μετά δηλαδή τη Μεγάλη Ύφεση (η οποία κατέληξε δυστυχώς στο 2ο παγκόσμιο πόλεμο), οι εισοδηματικές ανισότητες στις «δυτικές» οικονομίες περιορίσθηκαν σημαντικά – σε πλήρη αντίθεση με τις τελευταίες (μετά το 1970) δεκαετίες. Το 1928, οι υπερβολικά πλούσιοι των Η.Π.Α. απολάμβαναν το 5% των συνολικών εισοδημάτων της χώρας – σαράντα χρόνια αργότερα, το 1970, οι απολαβές τους δεν ξεπερνούσαν το 1% των συνολικών (σήμερα έχουν αυξηθεί ξανά, σαν αποτέλεσμα της «αντιστροφής» της πολιτικής των τελευταίων δεκαετιών).
Τη χρονική αυτή περίοδο, η δύναμη των εργατικών συνδικάτων αυξανόταν συνεχώς, με αποτέλεσμα την επίτευξη διαρκώς υψηλότερων μισθών για τους εργαζομένους - οι οποίοι έτσι συμμετείχαν στα επί πλέον έσοδα, στα κέρδη των επιχειρήσεων δηλαδή, τόσο από το ρυθμό ανάπτυξης, όσο και από την αύξηση της παραγωγικότητας τους. Σε μεγάλο βαθμό βέβαια «φρόντιζε» και το κράτος, το οποίο συμμετείχε ενεργητικά τόσο στην αναδιανομή των εισοδημάτων, όσο και στην καταπολέμηση της ανεργίας - δια μέσου κυρίως των δημοσίων επενδύσεων (Keynes) και της φορολογικής νομοθεσίας.
Οι κυβερνήσεις παρείχαν στους Πολίτες «γενναιόδωρα» αυξημένες κοινωνικές υπηρεσίες, αποσπώντας ένα μεγάλο μέρος των εσόδων από τους πλουσίους. Στη Μ. Βρετανία, ο ανώτερος φορολογικός συντελεστής εισοδημάτων είχε πλησιάσει το 83% - ένα υπερδιπλάσιο ποσοστό από το σημερινό, εντελώς ακατανόητο και υπερβολικό. Το κράτος πραγματοποιούσε μεγάλες επενδύσεις στην κοινωνική περίθαλψη και στην Παιδεία, ενώ χρηματοδοτούσε εξ ολοκλήρου τις πανεπιστημιακές σπουδές των παιδιών των εργαζομένων.
Αντίθετα, όσον αφορά τις χρηματαγορές, η κατάσταση ήταν εντελώς υποτονική – με μηδαμινές έως ανύπαρκτες ευκαιρίες κερδοφορίας. Η διεθνής ροή των Κεφαλαίων ήταν αυστηρά ελεγχόμενη, τα χρηματοπιστωτικά «προϊόντα» περιορισμένα, ενώ οι τραπεζικοί (τα σημερινά Golden Boys), σπάνια κέρδιζαν περισσότερα, από τα στελέχη που απασχολούνταν σε άλλες επιχειρήσεις. Παράλληλα, ούτε οι Πολίτες, αλλά ούτε και τα κράτη επιδίωκαν το δανεισμό - αφού δεν δαπανούσαν περισσότερα από όσα εισέπρατταν.
Δυστυχώς όμως, κάποια στιγμή η λογική χάθηκε εντελώς, οδηγώντας το τότε σύστημα στα όρια του. Η φορολογία αυξήθηκε υπερβολικά, ενώ τα συνδικάτα έχασαν το «μέτρο», απαιτώντας συνεχώς υψηλότερες αμοιβές, οι οποίες τελικά έθεσαν σε λειτουργία έναν σπειροειδή πληθωριστικό κύκλο - ενώ οι απεργίες εξουδετέρωσαν εντελώς την ομαλή οικονομική λειτουργία, «μονοδρομώντας» την Οικονομία σε τεράστια αδιέξοδα.
Από την άλλη πλευρά, οι κοινωνικές παροχές ξεπέρασαν τα όρια, σε σημείο που ήταν ασύμφορο πλέον να εργασθεί κανείς - αφού τα επιδόματα ανεργίας ξεπερνούσαν κάποιες φορές ακόμη και τους μισθούς. Το διεθνές συναλλαγματικό σύστημα κατέρρευσε τελικά, με αποτέλεσμα να «εκκολαφθεί» η σχολή του Σικάγο - με το νομπελίστα οικονομολόγο Robert Lucas, ο οποίος «απαίτησε» την πλήρη αλλαγή του τότε συστήματος.
«Η αναδιανομή των εισοδημάτων, οι αυστηροί κανόνες για τις αγορές και οι υψηλοί φορολογικοί συντελεστές, είναι θάνατος για την ελεύθερη οικονομία», τεκμηρίωσε τη θέση του ο Robert Lucas, συνεχίζοντας: «Όποιος υποχρεώνεται σε φορολόγηση ενός μεγάλου μέρους των εισοδημάτων του, καθώς επίσης όποιος μπορεί να στηριχθεί στη βοήθεια του κράτους, έχει ελάχιστα κίνητρα να εργασθεί, να επενδύσει ή να χρηματοδοτήσει τις σπουδές του…..Η ανισότητα είναι η βασική προϋπόθεση της ανάπτυξης και της δημιουργίας πλούτου, ενώ από μία δυναμικά αυξανόμενη οικονομία, κερδίζουν στο τέλος και οι φτωχοί….Η παλίρροια ανυψώνει όλες τα βάρκες».
ΤΟ ΜΙΚΡΟΤΕΡΟ ΚΡΑΤΟΣ
Στις θεωρίες αυτές βασίστηκαν τόσο ο R.Reagan, όσο και η M.Thatcher, στις προσπάθειες τους να μειώσουν το κράτος και να εξουδετερώσουν τα συνδικάτα. Όταν τελικά το κατάφεραν, ιδιωτικοποιώντας τις επιχειρήσεις και πουλώντας τη δημόσια περιουσία (στο βρετανικό δημόσιο ανήκει πλέον μία και μοναδική γέφυρα στον Τάμεση, αφού έχει ξεπουλήσει τα πάντα, ενώ το συνολικό χρέος της χώρας ξεπερνάει πια το 500% του ΑΕΠ), η ανισότητα εκτοξεύτηκε στα ύψη – επειδή η αγορά δεν φροντίζει μόνη της ποτέ για ισότητα.
Όπως αποδείχθηκε λοιπόν, οι αγορές ανταμείβουν δυσανάλογα τους εισοδηματικά ισχυρούς, βοηθώντας τους, μεταξύ άλλων, να χρεώνουν υψηλούς τόκους στα Κεφάλαια τους. Επίσης, αμείβουν υπερβολικά αυτούς που διαθέτουν ιδιαίτερες ικανότητες, κληρονομικές ή επίκτητες, όπως και όσους έχουν την τύχη να εργάζονται σε αναπτυσσόμενους κλάδους. Ουσιαστικά λοιπόν «τιμωρούν» όλους τους άλλους, οι οποίοι χαρακτηρίζονται από περιορισμένες ικανότητες, φτωχούς προγόνους ή έχουν ατυχώς εκπαιδευθεί στο, λάθος για την εποχή, επάγγελμα.
Αναλυτικότερα, η χρονική περίοδος μετά την κατάργηση του κανόνα του χρυσού, αυτή δηλαδή που ξεκίνησε το 1971, ήταν αναμφίβολα εξαιρετικά αποδοτική για τους ιδιοκτήτες του κεφαλαίου – για όλους αυτούς που θεωρούνται πλούσιοι ή ικανοί. Τόσο τα εισοδήματα, όσο και τα «χαρτοφυλάκια» τους αυξάνονταν διαρκώς - γεγονός που διαπιστώνεται από το ότι, εάν ένας αμερικανός είχε συνολική περιουσία, τη δεκαετία του ’70, ύψους 75 εκ. $, ανήκε στους 400 πλουσιότερους ανθρώπους της χώρας του, ενώ σήμερα απαιτούνται περισσότερα από 1 δις $.
Αντίθετα, η ίδια χρονική περίοδος ήταν μάλλον ουδέτερη για τους μισθωτούς, αφού το ετήσιο εισόδημα ενός μέσου αμερικανού εργαζομένου ήταν 45.879 $, παραμένοντας σχεδόν στάσιμο μέχρι σήμερα (45.113 $, με «αποπληθωρισμένα» στοιχεία). Στη Γερμανία, ακόμη και στην περίοδο της μεγάλης ανάπτυξης μεταξύ των ετών 2004 και 2008, όπου τα κέρδη των επιχειρήσεων είχαν στην κυριολεξία «εκτοξευθεί», οι μέσες αμοιβές των εργαζομένων όχι μόνο δεν παρουσίασαν άνοδο, αλλά περιορίσθηκαν σημαντικά (γεγονός που συνέβαλλε, μεταξύ άλλων, στην αύξηση της ανταγωνιστικότητας της χώρας, εις βάρος τόσο των Πολιτών της, όσο και των Ευρωπαίων-εταίρων της).
Στην Ελλάδα, οι αμοιβές διαφοροποιήθηκαν ελάχιστα μετά το 2000, παρά τον σχετικά μεγάλο ρυθμό ανάπτυξης της οικονομίας της – γεγονός που επεξηγεί την έντονη ύφεση που ακολούθησε την είσοδο του ΔΝΤ στη χώρα. Στη Μ. Βρετανία, οι ειδικές αμοιβές (Bonus) των στελεχών του χρηματοπιστωτικού κλάδου ξεπέρασαν κάθε προηγούμενο, ενώ οι μισθοί των υπολοίπων εργαζομένων παρέμειναν στα ίδια επίπεδα των προηγουμένων ετών.
Στις αναπτυσσόμενες οικονομίες υποχώρησε βέβαια η φτώχεια σε απόλυτα μεγέθη, αλλά οι κοινωνικές διαφοροποιήσεις αυξήθηκαν δραματικά – ηττημένοι και εδώ οι απλοί εργαζόμενοι, «νικητές» όλοι όσοι στήριξαν τα εισοδήματα τους στις κεφαλαιακές «προμήθειες». Στην Κίνα, δέκα μόλις χρόνια πριν, το 50% του ΑΕΠ δαπανούνταν σε μισθούς και ημερομίσθια – πρόσφατα, είχε περιορισθεί στο 40%. Στην Ινδία κέρδισαν κυρίως οι ανώτερες εισοδηματικές τάξεις από τις οικονομικές μεταρρυθμίσεις της δεκαετίας του ’90 - ενώ στη Βραζιλία, μετά την επιδρομή του «Ταμείου», οι πλούσιοι ζουν σε οχυρωμένες περιοχές και προστατευμένα διαμερίσματα, για να προστατεύονται από τους πολυάριθμους φτωχούς. Σύμφωνα δε με πρόσφατη μελέτη του ΔΝΤ, «Οι ανισότητες αυξήθηκαν σε όλες τις χώρες, με εξαίρεση ίσως τα φτωχότερα κράτη του πλανήτη».
Κοινό «πολιτικό» χαρακτηριστικό αυτής της χρονικής περιόδου ήταν αναμφίβολα, όπως αναφέραμε στην αρχή, η επικράτηση του νεοφιλελεύθερου δόγματος της σχολής του Σικάγο, μέσα από τις μεταρρυθμίσεις του προέδρου R.Reagan στις Η.Π.Α. και της M.Thatcher στην («πάλαι ποτέ» Μεγάλη) Βρετανία.
Ολοκληρώνοντας, ο περιορισμός του κράτους και η αποκρατικοποίηση όλων των επιχειρήσεων του δημοσίου, καθώς επίσης η πώληση της κρατικής περιουσίας κυριάρχησαν - με τεκμηριωμένα (ιστορικά) αποτελέσματα, την υπερχρέωση κρατών και νοικοκυριών, την διατήρηση των μισθών σε σταθερά, χαμηλά επίπεδα, την εξουδετέρωση των συνδικαλιστικών κινημάτων, την αύξηση της κερδοφορίας των επιχειρήσεων, την άνοδο των μονοπωλίων (πολυεθνικές), τις επιθέσεις του «Ταμείου», καθώς επίσης την παντοδυναμία του αδρανούς, κερδοσκοπικού Κεφαλαίου – των πάσης φύσεως δηλαδή χρηματοπιστωτικών «αγορών».
Η ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ ΤΟΥ ΚΑΡΤΕΛ ΚΑΙ ΤΩΝ ΤΡΑΠΕΖΩΝ ΣΤΗΝ ΕΥΡΩΠΗ
Τα ελλείμματα των προϋπολογισμών των χωρών της Ευρώπης οχταπλασιάστηκαν το 2010, σε σχέση με το 2007, φτάνοντας στα -581 δις €, από -60 δις € προηγουμένως. Εξ αυτών, τα -360 δις € αφορούν τις πέντε πλέον επικίνδυνες «χώρες του Νότου», οι οποίες τετραπλασίασαν τα ελλείμματα τους μέσα σε τρία μόλις χρόνια. Σύμφωνα τώρα με την άποψη που επικρατεί στις κυβερνήσεις της Ευρωζώνης, υπεύθυνες είναι οι ίδιες οι χώρες, οι οποίες δεν αποδείχθηκαν πειθαρχικές, όσον αφορά τη διαχείριση των δημοσιονομικών τους προβλημάτων – παρά το ότι σε πολλές από αυτές, όπως για παράδειγμα στην Ελλάδα, οι ετήσιοι τόκοι πλησιάζουν πια το 30% των εσόδων του δημοσίου. Ο Πίνακας Ι που ακολουθεί, περιγράφει με σαφήνεια τη σημερινή θέση της Ευρωζώνης:
Διαβάστε την συνέχεια εδώ>>
*Ο κ. Β. Βιλιάρδος είναι οικονομολόγος, πτυχιούχος της ΑΣΟΕΕ Αθηνών, με μεταπτυχιακές σπουδές στο Πανεπιστήμιο του Αμβούργου