του Ηλία Κουσκουβέλη |
(Μια σημαντική και επίκαιρη συνέντευξη που αξίζει να διαβάσουμε)
Οι Αλλαγές μετά τη Συμφωνία Κύπρου-Ισραήλ.
Συνέντευξη στην Εφημερίδα ο Φιλελεύθερος
Δημοσιεύτηκε στις 17 Ιανουαρίου του 2011. (ερωτήσεις: Κώστας Βενιζέλος)
- Η πρόσφατη συμφωνία Κύπρου-Ισραήλ για καθορισμό της ΑΟΖ μεταξύ των δυο χωρών ανατρέπει το σκηνικό στην περιοχή μας;
Είναι νωρίς ακόμη για να κρίνει κανείς. Οι αλλαγές στη συμπεριφορά των κρατών χρειάζονται χρόνο για να αποκρυσταλλωθούν. Όπως πάντα λέω και γράφω, ο χρόνος στη ζωή των κρατών είναι διαφορετικός, πολύ πιο αργός από το χρόνο στη ζωή των ανθρώπων. Ασφαλώς, σε συνδυασμό και με τα ορατά ανοίγματα του Ισραήλ προς την Ελλάδα, η συμφωνία θέτει σοβαρές βάσεις για αλλαγή κλίματος. Όχι όμως, επί του παρόντος, και για αλλαγή ισορροπιών ισχύος, δεδομένου ότι αυτές προσδιορίζονται κυρίως από συντελεστές στρατιωτικής φύσης και επικαθορίζονται από την ευρύτερη, συστημική ισορροπία. Σημασία, δηλαδή, έχει και το προς τα πού θα γείρουν και οι μεγάλες δυνάμεις, οι οποίες τη στιγμή αυτή, όντως γέρνουν προς την πλευρά του Ισραήλ και όχι της Τουρκίας.
- Εκτιμάτε ότι μπορεί Ελλάδα και Κύπρος σε συνεργασία με το Ισραήλ να διαδραματίσουν κάποιο ρόλο στην περιοχή μας; Τουλάχιστον να αξιοποιήσουν τη γεωστρατηγική τους θέση;
Ας μην ξεχνάμε ότι τα κράτη ανταγωνίζονται στο διεθνές σύστημα για απόλυτα και σχετικά οφέλη. Για το Ισραήλ, Κύπρο και Ελλάδα οι ενεργειακές πηγές συνιστούν καταρχάς απόλυτα οφέλη. Η άμεση ή έμμεση συμμετοχή τρίτων στα οφέλη ή υποβάθμιση ανταγωνιστών των τριών κρατών συνιστούν έμμεσα οφέλη. Ασφαλώς, λοιπόν, και μπορούν να αξιοποιήσουν τη στρατηγική τους θέση, παρέχοντας νέες ενεργειακές πηγές και οδούς και εμπλέκοντας υπέρ τους τρίτα κράτη που ενδιαφέρονται για ενεργειακή ασφάλεια. Σε αντίθεση με το Ισραήλ, που διαθέτει μία αξιοσέβαστη στρατιωτική μηχανή και είναι πιο κοντά στο Ιράκ, το Ιράν και την Κεντρική Ασία, η Ελλάδα και η Κύπρος μπορούν, υπό προϋποθέσεις που ίσως μπορούν πλέον να θέσουν, να παίξουν το ρόλο της ασφαλούς διόδου προς τις περιοχές ενδιαφέροντος, παρέχοντας μία εναλλακτική οδό σε σχέση με αυτήν της Τουρκίας. Όμως, την οδό αυτή θα θέλουν και άλλοι να προστατέψουν, γεγονός που θα μπορούσε να προκαλέσει και άλλα οφέλη. Επιπλέον, λόγω των παραπάνω, Κύπρος και Ελλάδα μπορούν να αξιοποιήσουν καλύτερα το πολιτικό κεφάλαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή, κυρίως για την Κύπρο, το επιχειρηματικό πλεονέκτημά τους. Η επίσκεψη της καγκελαρίου Μέρκελ στην Κύπρο (10.01.2011), ίσως να συνιστά ένα πρώτο δείγμα.
- Η οικονομική κρίση στην Ελλάδα, πόσο επηρεάζει αυτούς τους σχεδιασμούς;
Η οικονομική κρίση στην Ελλάδα ασφαλώς και επηρεάζει και το δίδυμο Ελλάδας – Κύπρου. Όμως και σε περίοδο ισχνών αγελάδων είναι θέμα προτεραιοτήτων, σε ποιον τομέα, δηλαδή, θα επιλέξεις να μειώσεις δαπάνες. Η στάση, δηλαδή της Ελλάδας στα διεθνή, θεωρώ ότι, ακόμη και σήμερα, είναι θέμα πολιτικών επιλογών. Αυτήν τη στιγμή, εγώ προσωπικά δεν έχω τα στοιχεία ή δεν μπορώ να διακρίνω ποια είναι η κεντρική στόχευση της πολιτικής της έναντι της Τουρκίας. Είναι πολιτική επίλυσης διαφορών από θέση ίσης ισχύος, είναι πολιτική σύμπλευσης (“bandwagoning”), είναι πολιτική κατευνασμού (“appeasement”); Δεν είναι ξεκάθαρο. Σε κάθε περίπτωση, με βάση αυτά που είναι γνωστά, εκτιμώ ότι η οριοθέτηση της Ελληνικής ΑΟΖ μπορεί και υπό τις παρούσες συνθήκες να προχωρήσει.
- Στη διαχείριση των κρίσεων υπάρχει πάντα ένας ολοκληρωμένος μηχανισμός, ο οποίος λαμβάνει υπόψη και τα δεδομένα που διαμορφώνονται στο ευρύτερο γεωπολιτικό περιβάλλον. Θεωρείτε ότι η Ελλάδα σήμερα έχει διαμορφώσει ένα τέτοιο μηχανισμό;
Δυστυχώς, όχι∙ άλλωστε, η ανάπτυξη τέτοιων μηχανισμών δεν είναι κάτι που χαρακτήρισε ποτέ το Ελληνικό κράτος. Μία «ολική εξωτερική πολιτική», όπως την έχω ονομάσει και προτείνει, χρειάζεται αυτό που υπονοεί η ερώτησή σας: προετοιμασία και συνέργεια των συντελεστών ισχύος, εκμετάλλευση των συγκριτικών πλεονεκτημάτων και αυτοματισμούς κατά την πρόσληψη των ερεθισμάτων, την εκπόνησή της και, κυρίως, συντονισμό και αποτελεσματικότητα κατά την εκτέλεσή της.
- Υποστηρίζετε πάντα ότι η Τουρκία δεν είναι αναβαθμισμένη και πως δεν έχει κέρδη στη διεθνή σκακιέρα. Πώς εξηγείτε αυτή τη θέση σας;
Ναι, την υποστηρίζω πάντα. Καταρχάς, εκ του αντιθέτου, δεν υπάρχει κανείς που να μου υποδείξει ποιες είναι οι επιτυχίες τής Τουρκίας. Για να είμαι ακριβής. Ναι, η Τουρκία ξεπέρασε την οικονομική της κρίση και το εθνικό της προϊόν αυξάνεται. Ναι, η Τουρκία βελτίωσε τις σχέσεις της με τη Συρία και έχει αναπτύξει πολιτικο-οικονομικές σχέσεις με κάποιες Βαλκανικές χώρες – σχέσεις που δεν αλλάζουν όμως το γενικότερο συσχετισμό. Από την άλλη πλευρά, η Τουρκία δεν έχει πετύχει στην πολιτική της με τον Αραβικό κόσμο, δεν έχει αποκομίσει κάτι από το Ιράκ, δεν κέρδισε κάτι από τα ανοίγματά της στο Ιράν. Αντίθετα, έσπασε, έστω και επί του παρόντος, τη σχέση της με το Ισραήλ, έχει ενοχλήσει τις μεγάλες δυνάμεις και βρίσκεται μπροστά σε μία νέα ενεργειακή πραγματικότητα στη Μεσόγειο. Ακόμη και αν η συγκεκριμένη, νέα κατάσταση δεν αξιοποιηθεί πλήρως από Κύπρο και Ελλάδα, μπορεί, όπως ανέφερα, να αλλάξει το κλίμα. Περαιτέρω, στο εσωτερικό τής Τουρκίας το εθνικό προϊόν δεν κατανέμεται, ως συνήθως, ομοιόμορφα, οι Κεμαλιστές πάντα καραδοκούν και το Κουρδικό παραμένει ανοικτό. Με βάση όλα τα παραπάνω – ίσως βέβαια να ξεχνάω κάτι – εξηγώ την άποψή μου.
- Η τακτική μας, ως Ελλάδα και Κύπρος, έναντι της Τουρκίας είναι η σωστή; Έχει αποδώσει;
Πάντα από τη σωστή, υπάρχει πιο σωστή: η «ολική εξωτερική πολιτική», την οποία διαχρονικά εισηγούμαι, και η οποία θέτει μεσο-μακροπρόθεσμους στόχους και στηρίζεται στη συνέργεια και αξιοποίηση κάθε μορφής συντελεστών ισχύος και συγκριτικών πλεονεκτημάτων, με έξυπνο τρόπο. Ως προς το αν έχει αποδώσει, θα απαντούσα όχι και ναι, σε ένα βαθμό. Όχι, διότι η Τουρκία δεν εγκατέλειψε την επιθετικότητά της και δεν αποχώρησε από την Κύπρο – πράγμα, βέβαια, δύσκολο να επιτευχθεί με πολιτικά μέσα σε βραχύ πολιτικό χρόνο. Ναι, κυρίως λόγω των συνθηκών στο εσωτερικό των κρατών μελών τής Ένωσης και λόγω και της παρουσίας τής Κύπρου σε αυτήν. Σε τι συνίσταται η διαπίστωση ότι εν μέρει έχει αποδώσει; Στο ότι η Τουρκία, παρά τα οράματα «Νταβούτογλου» και την πολιτική του Ερντογάν, βρίσκεται εγκλωβισμένη στα διλήμματα που η ίδια έχει θέσει. Στην πορεία της προς την Ευρώπη δυσκολεύεται να προχωρήσει, διότι δεν μπορεί να αλλάξει όσο και τόσο γρήγορα που πρέπει. Στην Ανατολή, δεν έχει πού να πάει… Αν πολιτικά πάει πιο ανατολικά, τότε οι σχέσεις με τους Κεμαλικούς θα οξυνθούν, το Κουρδικό θα πάρει άλλη τροπή και δεν θα μπορεί πλέον να προβάλει προς Ανατολάς τις προνομιακές της σχέσεις με τη Δύση. Έτσι, οι δηλώσεις Ερντογάν, του τύπου θα δούμε τι θα κάνουμε αφού η Ευρώπη δεν μας θέλει…, εκφράζουν μάλλον το αδιέξοδο του ιδίου και της χώρας του, παρά οτιδήποτε άλλο. Αν η ανάλυσή μου στην παρούσα ερώτησή σας ισχύει, τότε ενισχύεται και η άποψή μου στην προηγούμενη ερώτηση.
- Κυπριακή προεδρία της Ε.Ε.: πώς μπορεί μια μικρή χώρα να ανταπεξέλθει; Τι πρέπει να προτάξει;
Πέρα από την ερευνητική μου δουλειά στις σχέσεις των υπερδυνάμεων, της Ευρωπαϊκής ενοποίησης και της διαχείρισης κρίσεων, τα τελευταία χρόνια ασχολούμαι με τη στρατηγική των «μικρών» λεγομένων κρατών. Συνέπεια τούτου είναι ότι πιστεύω πως όσο μικρό και να είναι ένα κράτος, μπορεί να έχει στρατηγική και να πετύχει. Φυσικά, κάθε Προεδρία είναι ένα βαρύ φορτίο. Αλλά το 2012 είναι μία τεράστια ευκαιρία για να αποδείξει η Κυπριακή Δημοκρατία την ικανότητα των στελεχών της, που ήδη, απ’όσο μπορώ να γνωρίζω, προετοιμάζονται συστηματικά. Ασφαλώς εντός και εκτός ΕΕ υπάρχουν αυτοί που, ανομολόγητα, θα εύχονταν να μην πετύχει η Κυπριακή Προεδρία της ΕΕ. Κάποιοι μπορεί ακόμη να σκέπτονται και τη δημιουργία προβλημάτων, ώστε η εσωστρέφεια του Κυπριακού να απορροφήσει ενέργεια από την Προεδρία. Με την προσήκουσα όμως προετοιμασία, εκτιμώ πως όλα μπορούν να αντιμετωπιστούν. Από την άλλη πλευρά, υπάρχουν και αυτοί που θέλουν να πετύχει η Προεδρία. Δεν είναι μικρό πράγμα να έχεις με την πλευρά σου, απ’ότι φαίνεται αυτή τη στιγμή, τη Γαλλία και τη Γερμανία, και, πιθανώς, και όλα τα μικρά κράτη που αναμένουν με τη σειρά τους να ασκήσουν και αυτά την Προεδρία της ΕΕ.