Γράφει ο Δημήτρης Τσάμης,
Αντιπρόεδρος Ιατρικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης
Η κυβέρνηση προωθεί ένα επιπόλαιο και προκλητικά αόριστο νομοσχέδιο για την υγεία. Το προβάλλει πομπωδώς ο υπουργός, μιμούμενος τον ακόμη πομπωδέστερο νεοδημοκράτη προκάτοχό του. Τα εντυπωσιακά νέα σταματούν εδώ. Στη συνέχεια αρχίζουν οι θλιβερές διαπιστώσεις. Το νομοσχέδιο είναι βέβαιο ότι...
οδηγεί σε δυσλειτουργία τα ιατρεία του ΙΚΑ, στην ταλαιπωρία τους ασφαλισμένους και σε επιδείνωση των συνθηκών εργασίας των ιατρών.
Η στενόμυαλη μνημονιακή πολιτική των ισοπεδωτικών περικοπών και των περιορισμών χωρίς αποτέλεσμα, επεκτείνεται και στην υγεία.
Την ώρα που οι δογματικές ψευδαισθήσεις καταρρέουν και τα δημόσια συστήματα υγείας αδυνατούν να ανταπεξέλθουν στις σύγχρονες ανάγκες, επιχειρείται ακόμη μια Ελληνική ευρεσιτεχνία.
Η ρίζα των σημερινών προβλημάτων είναι οι σπατάλες και η αδυναμία τεκμηριωμένου επιστημονικού ελέγχου.
Για το πρώτο, τις αστρονομικές σπατάλες, οι πολιτικοί φέρουν ακέραιη την ευθύνη. Αντί να προσαρμοσθούν στην σαφή Ευρωπαϊκή νομοθεσία για τις προμήθειες, εφαρμόζουν απίθανες φαεινές ιδέες οι οποίες μας έχουν οδηγήσει στο να πληρώνουμε πανάκριβα υλικά και συγχρόνως πολύ βαριά πρόστιμα στην Ε.Ε.
Για τον επιστημονικό έλεγχο, οι κυβερνώντες επίσης αδιαφορούν και δεν επιδιώκουν να συνεργαστούν με τους ιατρικούς συλλόγους και τις επιστημονικές εταιρείες ώστε να οδηγηθούμε σε άμεσα και ουσιαστικά αποτελέσματα με θέσπιση κανόνων και αξιόπιστων μηχανισμών παρακολούθησης.
Το μέγεθος των προβλημάτων δεν αφήνει πλέον περιθώρια αυτοσχεδιασμών ούτε καθυστερήσεων.
Οι μεγαλοστομίες και οι μελοδραματισμοί δεν δίνουν λύσεις.
Λύσεις κι ελπίδα δίνουν οι συγκεκριμένες και συγκροτημένες προτάσεις, η σοβαρότητα και η μεθοδικότητα.
Το πολυνομοσχέδιο για την Υγεία προκαλεί νέα χειρότερα δεδομένα στα νοσοκομεία και στην πρωτοβάθμια υγεία.
Η πρωτοβάθμια υγεία απασχόλησε - θεωρητικά και μόνο - πολλούς υπουργούς Υγείας μέχρι σήμερα. Τους απασχόλησε χωρίς συνέχεια ούτε συγκεκριμένο αποτέλεσμα.
Στη συζήτηση που ανοίγει το σχέδιο νόμου απαιτούνται συγκεκριμένες θέσεις. Η βάση της συζήτησης αυτής είναι τα αναγκαία όσο και αυτονόητα:
Αξιοπρεπείς συνθήκες εργασίας και αξιοπρεπής αμοιβή των ιατρών.
Ελεύθερη επιλογή ιατρού από τους ασφαλισμένους.
Ελεύθερη πρόσβαση στο σύστημα για όλους τους ασφαλισμένους.
Ελεύθερη συμμετοχή των ιατρών χωρίς αποκλεισμούς
Υψηλή ποιότητα υπηρεσιών και ενιαίες προδιαγραφές δημόσιου και ιδιωτικού τομέα
Αποκεντρωμένη διοίκηση και έλεγχος.
Ενιαία μηχανοργάνωση
Διεύθυνση, εποπτεία και διαχείριση των ιατρικών υπηρεσιών μόνο από επιστήμονες της υγείας κι όχι από προμηθευτές κι εμπόρους.
Στο λυκόφως των δογματικών ψευδαισθήσεων των κρατιστών και μετά την παταγώδη αποτυχία των φανατικών φιλελευθεριστών, η ανάγκη επανεκκίνησης της σκέψης μας είναι απολύτως αναγκαία. Δεν είναι λογικό ούτε ρεαλιστικό να συζητάμε για μια οργανωμένη διαδικασία παροχής πρωτοβάθμιας υγείας ενταγμένης σ ένα ασφυκτικό κρατικό πλαίσιο. Ούτε για ένα δήθεν σύστημα, άναρχο και απολύτως ανεξέλεγκτο με πρόταγμα την επιχειρηματικότητα και όχι την υγεία.
Η επιδίωξη του άριστου δυνατού αποτελέσματος με τη σύγχρονη φιλελεύθερη και κοινωνικά ώριμη πολιτική αντίληψη, προϋποθέτει σεβασμό και αυτονομία στους ιατρούς ως επιστημονικές οντότητες αλλά και στους πολίτες ως πρόσωπα.
Αντιθέτως, όσα δημοσιοποιούνται και αρχίζουν να συζητούνται, δείχνουν ότι – με κεντρικό επιχείρημα την οικονομία – η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ επιχειρεί να περιορίσει τους γιατρούς και να επιβαρύνει τις υπάρχουσες δομές ( ΙΚΑ, Κέντρα Υγείας), αδιαφορώντας για το ουσιαστικό αποτέλεσμα. Επιδιώκει μόνο να προκαλέσει εφήμερες εντυπώσεις. Αντιγράφει δηλαδή το ήδη αποτυχημένο μνημονιακό πρότυπο που ακολουθεί μέχρι σήμερα με τους ισοπεδωτικούς περιορισμούς και τις επιπόλαιες παρεμβάσεις. Αλλαγές χωρίς αρχές οδηγούν με σιγουριά στην αποτυχία.
Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας δεν είναι μόνο η ιατρική επίσκεψη, οι εξετάσεις, η διάγνωση και η συνταγογράφηση.
Είναι μια συνολική λειτουργία. Το μέσο για την επίτευξη του στόχου «Υγεία για όλους».
Περιλαμβάνει και την πρόληψη, τη νοσηλεία στο σπίτι, την αποκατάσταση και την αγωγή υγείας.
Όλα αυτά απαιτούν ενότητα αντιλήψεων, κοινή λογική, κίνητρα και λογική χρηματοδότηση.
Αυτό είναι και όπως φαίνεται θα παραμείνει για πολύ ακόμη το ζητούμενο. Ξεκάθαρες αρχές, συνέπεια, ειλικρίνεια και κοινή λογική.