
Συνέντευξη του Υπουργού Εθνικής Άμυνας κ. Ευάγγελου Βενιζέλου στον FLASH FM και στον δημοσιογράφο Θανάση Λάλα
Διαβάστε ολόκληρη την συνέντευξη:
Θ. Λάλας: Κυρίες και κύριοι, ο πρώτος φιλοξενούμενος αυτής της εκπομπής σήμερα είναι ένας αγαπημένος φίλος, ένας άνθρωπος τον οποίο εσείς έχετε τιμήσει με την ψήφο σας και τον έχετε στείλει πολλές φορές στην ελληνική Βουλή. Είναι ο Υπουργός Εθνικής Άμυνας, ο κ. Βενιζέλος. Πολλοί θεωρούν ότι είναι από τους πιο ευφυείς Έλληνες πολιτικούς που βγαίνουν δημόσια και ομιλούν και με την καλύτερη ίσως ελληνική γλώσσα στο ελληνικό Κοινοβούλιο, που με τα χρόνια όλο και μειώνεται το ποσοστό των ανθρώπων μέσα στο Κοινοβούλιο που μιλάνε καλά ελληνικά. Κύριε Βενιζέλο καλή σας μέρα.
Θ. Λάλας: Δεν είναι φιλικός, είναι αληθινός. Δηλαδή θέλω να πω ότι είσαστε από τους ανθρώπους οι οποίοι πραγματικά μιλάτε ελληνικά. Να σας πω, πως νιώθετε ότι με τα χρόνια το ελληνικό Κοινοβούλιο όλο και περισσότερο κατοικείται ή αν θέλετε φιλοξενεί ανθρώπους οι οποίοι μιλάνε όλο και λιγότερο καλά ελληνικά;
Θ. Λάλας: Άρα πιστεύετε ότι η κρίση δεν περιορίζεται στο οικονομικό επίπεδο, στους αριθμούς και είναι πιο βαθιά, δηλαδή πιστεύετε ότι υπάρχει μια κρίση αξιών;
Θ. Λάλας: Πως μπορεί σήμερα το πολιτικό σύστημα να αποκτήσει ξανά την εμπιστοσύνη που απαιτείται από το εκλογικό σώμα, δηλαδή από τους πολίτες; Τι είναι αυτό καταρχάς που διέρρηξε την εμπιστοσύνη και τι είναι αυτό το οποίο θα μπορούσε αν θέλετε να επαναφέρει την εμπιστοσύνη μεταξύ των πολιτών και των πολιτικών;
Άρα, οι πολίτες οι οποίοι στήριξαν ή ανέχθηκαν αυτό το πολιτικό σύστημα που τελικά αποδεικνύεται ανεπαρκές, αποδεικνύεται υπο-αντιπροσωπευτικό και μη νομιμοποιημένο, έχουν τώρα και οι ίδιοι την υποχρέωση να μετάσχουν στην κατανομή των ζημιών και των προβλημάτων. Είναι μια σχέση που λειτουργεί κυκλικά και φοβούμαι ότι από ένα σημείο και μετά κυνηγούμε την ουρά μας αν δεν μιλήσουμε με πολύ μεγάλη ειλικρίνεια και αν δεν σπάσουμε τον φαύλο κύκλο της υποκρισίας που πολλές φορές κυριαρχεί όχι στον πολιτικό λόγο μόνο αλλά στον δημόσιο λόγο γενικότερα.
Θ. Λάλας: Αν δεν κάνω λάθος με τα λεγόμενά σας τίθεται ένα θέμα το οποίο έχει να κάνει με τον εκλογικό νόμο, δηλαδή με λίγα λόγια ο τρόπος με τον οποίο εκλέγεται αυτή την στιγμή το αντιπροσωπευτικό σώμα είναι μια μέθοδος η οποία δεν μπορεί να καλύψει όλες τις κοινωνικές τάξεις και όλο το κοινωνικό μωσαϊκό.
Δεν μπορούμε να μιλάμε για κατάργηση του σταυρού προτίμησης και για μονοεδρικές περιφέρειες για παράδειγμα, ή έστω για περιφέρειες μεγάλες στο επίπεδο των 13 νέων περιφερειακών αυτοδιοικήσεων, εάν δεν έχουμε μια εσωκομματική δημοκρατία, νομικά, θεσμικά οργανωμένη και ελεγχόμενη, με διαφάνεια, που να επιτρέπει στους πολίτες να εκφραστούν μέσα από τα κόμματα. Για παράδειγμα, δεν είναι δυνατόν σε κάθε σωματείο εργατικό να απαιτείται παρουσία δικαστή για να γίνουν οι εκλογές και να μην υπάρχει καμία εγγύηση στις εσωκομματικές διαδικασίες.
Άρα, ο τρόπος λειτουργίας της Βουλής, ο τρόπος λειτουργίας της Κυβέρνησης, ο τρόπος λειτουργίας των συνδικάτων, ο τρόπος λειτουργίας των συνεταιρισμών, ο τρόπος λειτουργίας των πανεπιστημίων που είναι πάρα πολύ σημαντικό, εξαρτάται σε πάρα πολύ μεγάλο βαθμό από το πώς οργανώνονται και λειτουργούν τα κόμματα. Από τα δημοκρατικά, σύγχρονα, ανοιχτά κόμματα, που δεν είναι κόμματα-μηχανισμοί, αλλά είναι κόμματα που επιτρέπουν στον πολίτη και στις κοινωνικές ομάδες να εκφραστούν δημιουργικά και ελεύθερα.
Θ. Λάλας: Είναι πολύ ανοιχτή αυτή η προσέγγιση. Αυτό το οποίο αναρωτιέται κάποιος που μας ακούει είναι ότι τα λόγια αυτά για να γίνουν πράξη πρέπει να μεσολαβήσουν κάποια πράγματα. Πιστεύετε ειλικρινά ότι αποτελεί μια ουτοπία ο λόγος σας ή είναι μια πραγματικότητα; Πώς δηλαδή μπορούμε να δημιουργήσουμε ένα μιας νέας μορφής κόμμα;
Θ. Λάλας: Τον τελευταίο καιρό εντοπίζουμε ένα πολύ σοβαρό πρόβλημα, από τον τρόπο με τον οποίον λειτουργεί η Δικαιοσύνη. Βλέπω δηλαδή εδώ και δύο-τρεις μέρες την τοποθέτηση του κ. Αθανασίου, ο οποίος «εκπροσωπεί» -μέσα σε εισαγωγικά γιατί δεν θέλω του ανθρώπου να του προσάψω κάτι άλλο- αλλά ως Πρόεδρος της Ένωσης Δικαστικών..
Θ. Λάλας: Ακριβώς, βλέπω λοιπόν τις δηλώσεις του που λέει ότι οι δικαστές σήμερα δεν έχουν το νομοθετικό πλαίσιο από το Σύνταγμα και απέναντι στο νόμο Περί Ευθύνης Υπουργών, να ασχοληθούν με αδικήματα των πολιτικών προσώπων, των Υπουργών και των Υφυπουργών. Αυτό είναι λέει αρμοδιότητα της Βουλής.
Από την άλλη μεριά, βγαίνει η Βουλή και λέει ότι στις εξεταστικές δεν έχουμε καμία δυνατότητα να ψάξουμε τα πολιτικά κομμάτια μιας πράξης πολιτικής, αλλά αυτό που μας ενδιαφέρει είναι να επιδώσουμε την πολιτική ευθύνη, αν υπάρχει σε ένα πρόσωπο που έχει βρεθεί στη διοίκηση του κράτους.
Αυτό είναι οξύμωρο, καταλαβαίνετε, είναι μία διάσταση που μας οδηγεί στο ότι δεν πρόκειται ποτέ να αποδοθεί Δικαιοσύνη σε ανθρώπους οι οποίοι έχουν αναλάβει μεγάλες θέσεις στη διακυβέρνηση της χώρας. Πώς μπορεί να ξεπεραστεί αυτό, που έχει κολλήσει, τι φταίει με την ελληνική Δικαιοσύνη;
Τι εννοώ πάρα πολύ απλά; Δύο πράγματα: Δεν έχουμε διαμορφώσει μηχανισμούς στο επίπεδο της Δικαιοσύνης πρωτίστως για τη διερεύνηση πολύπλοκων οικονομικών εγκλημάτων. Δεν είναι δυνατόν πολύπλοκα εγκλήματα, όπως είναι, για παράδειγμα, το σκάνδαλο της SIEMENS -δηλαδή μία διεθνής «επιχείρηση» δωροδοκιών προκειμένου να προωθούνται κατά παράβαση των κανόνων του ελεύθερου ανταγωνισμού τα προϊόντα μιας μεγάλης πολυεθνικής εταιρείας- δεν είναι δυνατόν να διερευνηθούν με έναν εισαγγελέα που με έναν γραμματέα διενεργεί προκαταρκτική εξέταση επί μήνες ή με έναν τακτικό Ανακριτή ή με έναν Εφέτη ειδικό ανακριτή, που με έναν συνάδελφό του και με δύο γραμματείς προσπαθούν να αντιληφθούν ζητήματα με τα οποία ασχολούνται ελεγκτικές εταιρείες, εταιρείες χρηματοοικονομικές, τράπεζες… Υπάρχει διεθνής ροή κεφαλαίων, πληρωμών, υπάρχουν πολύπλοκα φαινόμενα τα οποία θέλουν εξειδικευμένες γνώσεις, εμπειρογνώμονες, διεθνή συνεργασία και τα λοιπά.
Άρα αυτό που θα έπρεπε να ζητήσει το Δικαστικό Σώμα είναι να εξοπλιστεί με νέους μηχανισμούς ερευνητικούς, δικονομικούς, οι οποίοι να αρμόζουν στην πολυπλοκότητα και τον διεθνή χαρακτήρα τέτοιου είδους εγκλημάτων και τέτοιου είδους σκανδάλων. Το ένα είναι αυτό.
Η δεύτερη παρατήρησή μου είναι ότι όταν μιλάμε για ευθύνη ενός πολιτικού προσώπου, πρέπει να ξεκινάμε από το απλό ερώτημα αν υπήρξε χρηματισμός, αν υπήρξε δωροδοκία, αν υπάρχει μαύρο χρήμα. Διότι εάν δεν υπάρχει αυτό το στοιχείο, είναι πολύ δύσκολο να προσδιορίσεις βαθμούς ευθύνης, γιατί υπάρχουν πολιτικές αποφάσεις, υπάρχουν νόμοι, υπάρχουν αμφισβητήσεις περί του τι ήταν σωστό ή ήταν λάθος τη στιγμή που ελήφθη μία απόφαση. Γιατί εκ των υστέρων πολλοί είναι σοφοί, αλλά τη στιγμή που λαμβάνεται μία απόφαση επικρατούν συγκεκριμένες συνθήκες. Δεν είναι δυνατόν να μιλάμε αόριστα για ευθύνες, εάν δεν υπάρχει το υλικό αντικείμενο, εάν δεν υπάρχει το χέρι μέσα στο μέλι.
Θ. Λάλας: Θα ήθελα συνεχίζοντας την κουβέντα μας να σας ρωτήσω, πόσο κατά την άποψή σας -μιας και στο παρελθόν έχετε ασχοληθεί και με το Σύνταγμα- πόσο βαθιά πρέπει να φθάσει η αλλαγή στο νόμο Περί Ευθύνης Υπουργών;
Θ. Λάλας: Παρακαλώ.
Θ. Λάλας: Είναι τέτοια περίπτωση η SIEMENS;
Θ. Λάλας: Είναι;
Θ. Λάλας: Άρα πάει να πει, κατά την άποψη τη δική σας...
Θ. Λάλας: Βεβαίως, βεβαίως. Άρα κατά τη γνώμη σας δεν παραγράφεται τίποτα στην περίπτωση της SIEMENS, από τη στιγμή που υπάρχει έτσι κι αλλιώς η ένδειξη ότι έχει κινηθεί μαύρο χρήμα.
Θ. Λάλας: Και η απόδειξη βεβαίως.
Θ. Λάλας: Ναι.
Θ. Λάλας: Ακριβώς.
Τώρα να σας πω επίσης κάτι άλλο το οποίο ειπώθηκε χθες στη Βουλή, αλλά δυστυχώς αργά κι έτσι δεν πέρασε στα φύλλα, δηλαδή στα μέσα ενημέρωσης, στα έντυπα κυρίως. Είχε την ευκαιρία να πει ο Πρωθυπουργός, απαντώντας σε σχετικές παρατηρήσεις της αριστερής Αντιπολίτευσης, ότι τον ισχύοντα νόμο Περί Ευθύνης Υπουργών του 2003 που τον εισηγήθηκε ως Υπουργός Δικαιοσύνης ο σημερινός Πρόεδρος της Βουλής ο κ. Πετσάλνικος, τον ψήφισε το ΠΑΣΟΚ, η Νέα Δημοκρατία, το ΚΚΕ και ο ΣΥΡΙΖΑ. Έχει σημασία αυτό να ακουστεί, γιατί με ευκολία όλοι λένε διάφορα πράγματα.
Θ. Λάλας: Μάλιστα, βεβαίως.
Άρα να ξέρουμε, όταν μιλάμε για τα θέματα αυτά, ότι αυτά ισχύουν στη χώρα μας 180 χρόνια, δεν έγιναν το 2001 ή το 2003 ή το 2010. Έγιναν από της συστάσεως του ελληνικού κράτους και σε όλες τις χώρες του κόσμου η Βουλή είναι αυτή που ελέγχει τη διαδικασία της ευθύνης των πολιτικών προσώπων. Γιατί συμβαίνει αυτό; Γιατί αλλιώς όποιος διαφωνεί με οποιαδήποτε πράξη, της Κυβέρνησης ή κάποιου Υπουργού, θα έκανε πολύ απλά μία μήνυση για παράβαση καθήκοντος ή για απιστία και δε θα μπορούσε να ληφθεί καμία απόφαση για κανένα θέμα.
Άρα λοιπόν το κράτος πρέπει να λειτουργεί, αποφάσεις πρέπει να λαμβάνονται κι έτσι πρέπει να προστατεύεται η λειτουργία του δημοκρατικού συστήματος της χώρας. Αλλά από την άλλη μεριά όταν υπάρχει βλάβη του δημοσίου χρήματος με τη μορφή δωροδοκίας, με τη μορφή διακίνησης μαύρου χρήματος, με τη μορφή παράνομου πλουτισμού, εκεί πρέπει να είμαστε αμείλικτοι και χωρίς κανέναν χρονικό περιορισμό.
Όμως, αυτά έχουν εμπεδωθεί ως αντιλήψεις τώρα, μετά και από την εμπειρία της SIEMENS, του Βατοπεδίου, των δομημένων ομολόγων. Μέχρι το 2001-2002-2003 ήμασταν ακόμη στον απόηχο της περιόδου 1989-1993, δηλαδή στον απόηχο μιας περιόδου που μας είχε διδάξει ότι δεν πρέπει κάθε νέα Κυβέρνηση που έρχεται στην εξουσία να κατηγορεί την προηγούμενη, με βάση το νόμο Περί Ευθύνης Υπουργών.
Γιατί αυτό έγινε με τον Ανδρέα Παπανδρέου και την Κυβέρνησή του, αυτό βοήθησε τον Ανδρέα Παπανδρέου να νικήσει το 1993 και να επανέλθει, η δική μας πλειοψηφία το 1993 κίνησε ξανά ποινικές διαδικασίες σε βάρος του κ. Μητσοτάκη και Υπουργών του για τις υποκλοπές, για την ΑΓΕΤ και λοιπά. Και κάποια στιγμή το 1995, είπε ο Ανδρέας Παπανδρέου: ας τραβήξουμε μια γραμμή και ας πάμε σε μία Αναθεώρηση του Συντάγματος.
Αλλά τότε η εμπειρία ήταν αυτή. Δηλαδή να μην ποινικοποιείται η σύγκρουση μεταξύ της νέας Κυβέρνησης και της προηγούμενης που τώρα είναι Αντιπολίτευση. Τώρα όμως, βλέπουμε ότι τα πράγματα έχουν λάβει άλλες διαστάσεις, ότι μια Κυβέρνηση εν ενεργεία προσπαθεί να συγκαλύψει ευθύνες μελών της. Αυτό έγινε με το Βατοπέδι, αυτό έγινε με τα δομημένα ομόλογα, έφευγε η πλειοψηφία από τη Βουλή και την άφηνε στα χέρια της Αντιπολίτευσης, προκειμένου να παραγραφούν τα αδικήματα αυτά.
Γι΄αυτό έχω πει εδώ και καιρό ότι πρέπει ο χρόνος στον οποίον αναλαμβάνει η Δικαιοσύνη τα θέματα αυτά να έρθει πολύ νωρίτερα. Πρέπει δηλαδή το Δικαστικό Συμβούλιο να μην επιλαμβάνεται στο τέλος μετά τη λεγόμενη προκαταρκτική εξέταση και την παραπομπή, αλλά το ίδιο να αναλαμβάνει στην αρχή με απόφαση της Βουλής να διενεργήσει την προανάκριση και να καταλήξει σε μία απόφαση αν πρέπει ή όχι να ασκηθεί δίωξη.
Θ. Λάλας: Υπουργέ, θα ήθελα να σας ρωτήσω, από τη στιγμή που βλέπετε και εντοπίζετε όλα αυτά τα πράγματα, πιστεύετε ότι σήμερα, κάτω από αυτές τις συνθήκες που λειτουργεί το πολιτικό σύστημα, θα έπρεπε να υπάρχει μία συμφωνία μεταξύ των πολιτικών -γιατί έχει απαξιωθεί σε μεγάλο βαθμό.
Να υπάρξει μια συμφωνία μεταξύ των πολιτικών έτσι ώστε να γίνουν κάποιες ενέργειες, που να δείξουν ότι το πολιτικό σύστημα τιμωρεί με κάποιον τρόπο τους γύρω, όλους αυτούς που συμμετείχαν σε αυτό, για να ξανα-ανακτήσει την εμπιστοσύνη, γιατί και μετά από το τελευταίο αυτό με τη SIEMENS η εμπιστοσύνη δεν έχει ανακτηθεί.
Εκεί όμως που ευτυχώς υπάρχει πραγματική ηθική απαξία, διότι έχει αποδειχθεί ότι υπάρχει δωροδοκία, παράνομος πλουτισμός και ξέπλυμα, εκεί δεν υπάρχουν τέτοιου είδους προβλήματα. Εκεί μπορούν να κινηθούν οι δικαστικοί μηχανισμοί και να επιβληθούν κυρώσεις χωρίς χρονικό όριο, πάντως χωρίς σύντομο χρονικό όριο.
Ξέρετε, τα λόγια καμιά φορά είναι εύκολο να μας παρασύρουν. Δηλαδή, το “βάλε κάποιον στη φυλακή ή σκότωσε κάποιον στην πλατεία Συντάγματος ή κρέμασέ τον ή διαπόμπευσέ τον ή τύλιξέ τον με πίσσα και πούπουλα ή φτύστον”, ξεκινάει ως οργή, ως μια δίκαιη αντίδραση, αλλά μπορεί να καταλήξει σε μία φασίζουσα συμπεριφορά, έτσι δεν είναι;
Θ. Λάλας: Τώρα, τελειώνοντας αυτή τη σύντομη συνομιλία που έχουμε μεταξύ μας, θα ήθελα να έρθω λιγάκι στις αρμοδιότητές σας, δηλαδή ως Υπουργού Εθνικής Άμυνας και θέλω να σας πω ότι εγώ ο ίδιος είπα ότι μιλάτε πάρα πολύ καλά ελληνικά, αλλά μου δίνετε την εντύπωση μερικές φορές -που φαντάζομαι ότι έχετε έναν λόγο- ότι στραβός είναι ο γιαλός και όχι τα υποβρύχια αρμενίζουν στραβά.
Ποιες είναι οι πιέσεις και γιατί δε λέμε σε κανέναν όχι και γιατί δε ζητάμε δηλαδή από κανέναν τα δισ. από τους Γερμανούς για κατασκευές υποβρυχίων οι οποίες είναι κάκιστες; Εδώ ο Υφυπουργός σας ήρθε κι είπε μάλιστα ότι όλα αυτά γίνονται, γιατί τα τελευταία χρόνια γύρω από το Υπουργείο έχουν αναπτυχθεί 4-5 πολύ μεγάλες περιουσίες ιδιωτών, οι οποίες εκμεταλλεύονται βεβαίως ή καθορίζουν αν θέλετε τις επιλογές της άμυνας στην Ελλάδα.
Επί δεκαπέντε μήνες, λοιπόν, εκκαθαρίζουμε δύσκολες εκκρεμότητες του παρελθόντος. Στην πραγματικότητα δεν έχουμε συνάψει καμία νέα σύμβαση, ακόμη και το παράδειγμα που αναφέρατε των υποβρυχίων, είναι μία σύμβαση του 2000 για την οποία είχε πληρώσει το κράτος 2 δισ. Ευρώ χωρίς να έχει πάρει τίποτα και έπρεπε εμείς να διασφαλίσουμε τα χρήματα που είχαν δοθεί και να πάρουμε κάτι.
Δεν πρέπει, όμως, να επαναλαμβάνουμε κάτι το οποίο είναι απόλυτο σφάλμα, πως το υποβρύχιο που παραλάβαμε είναι κακής ποιότητος. Το υποβρύχιο είναι εξαιρετικής ποιότητος και είχε την ευκαιρία το Πολεμικό μας Ναυτικό να το δοκιμάσει επί δύο μήνες στις πιο δύσκολες θάλασσες, από τη Βόρειο Θάλασσα και τον Ατλαντικό μέχρι τη Μεσόγειο, υπό πάρα πολύ δύσκολες καιρικές συνθήκες.
Και δεν είναι τυχαίο ότι έρχονται στη χώρα μας το τελευταίο διάστημα συνεχώς Αρχηγοί ξένων Πολεμικών Ναυτικών ειδικά για να επισκεφθούν το υποβρύχιο αυτό.
Θ. Λάλας: Θα μιλήσετε για όλα αυτά τα οποία θα διαπιστώσετε μετά;
Θ. Λάλας: Οι ιδιώτες μεσολαβητές αυτών των συμφερόντων επηρεάζουν;
Θ. Λάλας: Χαίρομαι που το αποδέχεστε αυτό τουλάχιστον. Κύριε Υπουργέ, σας ευχαριστώ πάρα πολύ που δεχθήκατε να μιλήσετε στην εκπομπή.
Θ. Λάλας: Να είστε καλά, καλό υπόλοιπο ημέρας.