Αναγνώστης μας αφιερώνει ένα δικό του ποίημα στους Βόρειους γείτονές μας.
Διαβάστε το:
Κράτος καινούργιο φτιάξανε μα φρόνιμα δεν κάτσανε
θελαν και ιστορία,
όμως κανείς δεν γνώριζε πούθε κρατά ή σκούφια τους,
απ’τήν Κασπία ήρθανε ή απ’τήν Σιβηρία;
Τότε μια λύση βρήκανε κάπως να την βολέψουνε,
τούς γείτονες να κλέψουνε
και πάθαν κάτι σαν αμόκ και κάτι σαν μανία
και θέλουν Μεγαλέξανδρο και την Μακεδονία,
θέλουνε και τον Φίλιππο και τον Αριστοτέλη
κι ακόμα αυτό μάς είπανε,
“το Σκοπιανό το άνθρωπο και την Αθήνα τέλει”,
μα ξαφνικά ακούστηκε μια τρομερή αντάρα
και μια στεντόρεια φωνή πέταξε μια κατάρα.
Είναι ο Μεγαλέξανδρος, πού όλοι ξέρουμε πώς ζει,
με τούς στρατιώτες του μαζί.
ΜΕΓΑΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ
Άκουσε Σλαυογείτονα και Σκοπιανέ καρντάση,
το θράσος σου τα όρια τα έχει ξεπεράσει,
ετούτη ή απαίτησης εδώ δεν θα περάσει
και όλος ο Ελληνισμός να ξέρης θ’αντιδράσει,
δεν ζεις πια στην ανατολή στις στέπες και στα δάση,
μα είσαι στην Ευρώπη πια, αυτό να καταλάβεις
και πρέπει τις ευθύνες σου ευθύς να αναλάβεις,
πρέπει να εκπολιτιστείς να μάθεις τούς κανόνες,
κανόνες συμπεριφοράς απέναντι σ’όλους εμάς.
Οι Έλληνες σου μάθαμε Κυριλλικά να γράφεις
κι ακόμα σε φροντίζουμε, σαφώς και σε σιτίζουμε
κι αυτό για να μην πάθεις.
Το ξέρεις είμαι Έλληνας και όλοι οι Μακεδόνες,
όπως οι Κρήτες κι Λοκροί, οι Ίωνες κι Αχαιοί,
Λάκωνες, Μυρμιδόνες.
Μάταια αγωνίζεσαι να γίνεις συγγενής μας,
σε τούτο είμαστε σαφείς, είναι ή άποψης μας
και δεν το λέμε μόνο εμείς, το λένε τα ευρήματα, το λέει ή ιστορία
και σ’όλους είναι πια γνωστό, πώς όλοι οι Έλληνες μαζί
με μένα πάντα αρχηγό φτάσαμε στην Ινδία, σκορπίζοντας απλόχερα
τά Ελληνικά τά γράμματα και τον πολιτισμό. Είναι εκείνοι οι λαοί
πού ακόμα μέχρι σήμερα με μνημονεύουν σαν θεό.
Σ’αυτά περιορίζομαι δεν θέλω άλλη δόξα
και είναι ακατανόητη των Σκοπιανών ή λόξα,
το ξέρεις δεν μιλώ πολύ, μα άκου μία συμβουλή.
Φρόνιμα κάτσε Σκοπιανέ και μην απλώνεις χέρι,
μήπως μια μέρα ξαφνικά σου έρθει το χαμπέρι,
θέλω να πω μην βάλουμε στην γλώσσα σου πιπέρι
αν συνεχίσεις να μιλάς, Μακεδονία να ζητάς.