Δεν είναι αναμφισβήτητα αγαθή η παράδοση, άρα και αναμφισβήτητα συνεχιστέα, όπως θέλουν να πιστεύουν όσοι την εξιδανικεύουν. Απόδειξη όσα ακούγονται και γράφονται τούτες τις ημέρες για τους «βαψομαλλιάδες» και τους «ντιντήδες» που υποτίθεται ότι μαγαρίζουν τον ιερό χώρο της πολιτικής και τα οποία έρχονται σαν φυσική συνέχεια διακηρύξεων του είδους «εγώ φοράω παντελόνια ρε», που τις ακούμε όχι μόνο από τα τηλεοπτικά παράθυρα, αλλά και στο Κοινοβούλιο, όταν διαρρηγνύεται η σοβαροφάνειά του.
Τμήμα της παράδοσής μας είναι τα «πιστεύω» που αποκαλύπτει η φρασεολογία αυτή, μιας παράδοσης φαλλοκρατικής ή αρρενοκεντρικής, όπως την ετοίμασαν χιλιετίες πολιτισμού, παγκοσμίως, με το αρσενικό φύλο σε θέση δεσποτική.
Με τόση ιστορία πίσω της και με απειράριθμες τις εκδηλώσεις της σε όλες τις πτυχές του βίου και της καθημερινότητας, η παράδοση αυτή απαιτεί να θεωρείται η μόνη νοητή, επειδή υποτίθεται ότι αφενός συμφωνεί με τους νόμους της Φύσης, αφετέρου αποτελεί θεϊκή εντολή («η δε γυνή ίνα φοβήται τον άνδρα»). Και δεν απειλείται βέβαια ούτε από τη θεσμοθέτηση της «Ημέρας της Γυναίκας», ούτε από το τέχνασμα της ποσόστωσης, με το οποίο εξασφαλίζεται η παρουσία γυναικών στα κομματικά ψηφοδέλτια, στη Βουλή, στη διοίκηση κ.τ.λ., σαν ένα δωράκι προς τους αδυνάτους από την πλευρά αυτών που έτσι κι αλλιώς εξακολουθούν να ηγεμονεύουν.
Επειδή όμως η ιστορία εκτός από τον μεγάλο δρόμο της έχει και τα μονοπατάκια της δίπλα στην «κανονική παράδοση», αυτήν που διακονούν οι αυτοθαυμαζόμενοι παντελονοφόροι και παντελονολόγοι, υπάρχει και η σωστική παράδοση της ειρωνείας, του καγχασμού, του ψιλού γαζιού. Αίφνης, αυτοί που θεωρούν τον ανδρισμό (και όλα τα θετικά που απορρέουν αυτομάτως εξ αυτού) ταυτόσημο του παντελονιού, και οι οποίοι συνήθως δηλώνουν φανατικοί Ελληνες, συνειδητοποιούν ότι αμφισβητούν την αρρενωπότητα και την «ερωτική ορθότητα» του μεγαλύτερου τμήματος της ελληνικής ιστορίας;
Θα αποδεχόταν ας πούμε ο κ. Παναγιώτης Ψωμιάδης, ο κ. Φαήλος Κρανιδιώτης και οι λοιποί της ελληνοαρρενοπρέπειας πως όσοι φορούσαν φουστανέλα ή χλαμύδα δεν ήταν και τόσο μάτσο; Είναι σίγουροι ότι ο Καραϊσκάκης θα χαιρόταν αν μάθαινε μεταθανατίως ότι λόγω της λερής φουστανέλας του, η τεστοστερόνη του δεν βρισκόταν σε ιδιαιτέρως υψηλά επίπεδα; Είναι σίγουροι ότι δεν πρέπει να δημιουργήσουν κίνημα ολόκληρο, ξεκινώντας από τα τηλεοπτικά τους μετερίζια, ώστε το μνημείο του Αγνωστου Στρατιώτη να μη φυλάσσεται από μη παντελονοφόρους; Και, τέλος πάντων, πέρασαν χρόνια και καιροί από τότε που οι Βαλεντίνες δεν φορούσαν παντελόνια. Μήπως λοιπόν πρέπει να προσαρμοστεί στην τρέχουσα πραγματικότητα το δόγμα που εξισώνει τον ανδρισμό, την μπέσα, τη λεβεντιά κι όλες τις αρετές με το παντελόνι;
Αναδημοσίευση από την «Καθημερινή», της 6ης Ιανουαρίου 2011.