3 Ιαν 2011
Οι παγκόσμιοι κίνδυνοι από την επιστροφή του προστατευτισμού
ΠΑΓΙΔΕΣ, ΔΙΛΗΜΜΑΤΑ ΚΑΙ ΕΛΠΙΔΕΣ: Οι παγκόσμιοι κίνδυνοι από την επιστροφή του προστατευτισμού, τα αδιέξοδα του μηχανισμού στήριξης, η πλάνη των ευρωομολόγων, η διαγραφή χρεών από τις τράπεζες, ο Ελληνικός δρόμος και οι λύσεις μίας ενωμένης Ευρώπης
του Βασίλη Βιλιάρδου
«Η οικονομική επιστήμη δεν μας παρέχει τη δυνατότητα ελέγχου του μέλλοντος μας, όπως άλλωστε η φυσική επιστήμη δεν μας επιτρέπει να ελέγξουμε την πορεία της βαρύτητας……
Εν τούτοις, τα μακροοικονομικά δεν μπορούν να συγκριθούν με τις θετικές, φυσικές επιστήμες, οι οποίες μελετούν σταθερά φαινόμενα, επειδή πραγματεύονται τις συνεχώς μεταβαλλόμενες, λεπτές δυνάμεις της ανθρώπινης φύσης» (Μάρσαλ)
Έχουμε την πεποίθηση πως, παρά το ότι η τελική, αντίστροφη μέτρηση διεθνώς έχει ήδη ξεκινήσει και ο οικονομικός πόλεμος «μαίνεται», οι ηγέτιδες δυνάμεις της ζώνης του Ευρώ δεν φαίνεται να έχουν καταλάβει το πρόβλημα, συνεχίζοντας να αντιδρούν «σπασμωδικά» - αντί να δρουν ορθολογικά, ασχολούμενες επιτέλους με τη ριζική επίλυση των «συλλογικών» προβλημάτων μας.
Με την Ευρώπη να αντιμετωπίζει τη διάλυση και τον πλανήτη να απειλείται σοβαρά πλέον από την ασθένεια της «Μεγάλης Ύφεσης», τον προστατευτισμό, οι «ηγέτες» της ΕΕ αφενός μεν συνεχίζουν να επιτρέπουν την επέλαση του ΔΝΤ και της Κίνας στις ελλειμματικές χώρες, συμμετέχοντας σε έναν μηχανισμό στήριξης που δεν οδηγεί πουθενά, αφετέρου «διαπληκτίζονται» μεταξύ τους, για την εισαγωγή ή μη ενός κοινού ευρωομολόγου, το οποίο εξυπηρετεί αποκλειστικά και μόνο το χρηματοπιστωτικό σύστημα – την BIS και τους «πραιτοριανούς» της, είτε αυτοί λέγονται Trichet, είτε Ackermann και Bernanke.
Ειδικά όσον αφορά τον προστατευτισμό, στον οποίο «αφιερώνουμε» τον πρόλογο μας, θεωρούμε ότι, αυτά που συμβαίνουν μοιάζουν αρκετά με όλα όσα συνέβησαν τη δεκαετία του 1930. Υπενθυμίζουμε ότι οι Η.Π.Α. ήταν αυτές που τον προκάλεσαν τότε – με τη ψήφιση των δασμών Smoot-Hawley. Οι Βρετανοί αντέδρασαν με τον περιορισμό των εισαγωγών το 1932, τον οποίο ακολούθησε η προνομιακή αντιμετώπιση του «εσωτερικού εμπορίου» εκ μέρους τους - εντός των συνόρων της τότε αυτοκρατορίας τους.
Στο συναλλαγματικό πόλεμο που ακολούθησε αμέσως μετά, οι Βρετανοί ήταν ξανά αυτοί που «πυροβόλησαν» πρώτοι - δια μέσου της εγκατάλειψης του κανόνα του χρυσού. Η βρετανική λίρα υποτιμήθηκε απέναντι στο δολάριο ενώ, αμέσως μετά, το δολάριο υποτιμήθηκε απέναντι στη λίρα. Ενώ λοιπόν τα τότε κυρίαρχα νομίσματα ήταν απασχολημένα στο μεταξύ τους πόλεμο, η Γαλλία ανέλαβε την ηγεσία του ευρωπαϊκού «μπλοκ» των χωρών του χρυσού (όπως η Γερμανία σήμερα), τα νομίσματα των οποίων ανατιμιόνταν συνεχώς, σε σχέση τόσο με το δολάριο, όσο και με τη λίρα – μέχρι το 1936, όπου το «μπλοκ» κατέρρευσε (ο κίνδυνος για την Ευρωζώνη είναι πλέον εξαιρετικά πιθανός), «προλογίζοντας» το 2ο παγκόσμιο πόλεμο.
Εάν λοιπόν αντικαταστήσει κανείς την τότε Μ. Βρετανία με τις σημερινές Η.Π.Α., καθώς επίσης το μπλοκ των τότε χωρών του χρυσού, με τη σημερινή Ευρωζώνη, νοιώθει, σε σύγκριση με τις πρόσφατες εξελίξεις (μη επίτευξη συμφωνίας των G20 στη Σεούλ κλπ), ένα παρόμοιο «σκοτεινό», ένα ανατριχιαστικό καλύτερα συναίσθημα.
Η Fed, με στόχο την ανάπτυξη της αμερικανικής οικονομίας, έχει δρομολογήσει ένα δεύτερο πακέτο στήριξης (quantitative easing 2) - έχει «τυπώσει» δηλαδή νέα χρήματα, ύψους 600 δις $. Το 1933, ο τότε πρόεδρος των Η.Π.Α. (F.Roosevelt), είχε προσπαθήσει να κάνει κάτι ανάλογο - με αποτελέσματα που τελικά δεν τον δικαίωσαν.
Το σφάλμα στην πολιτική της Fed η οποία, όπως και σήμερα, είχε προσπαθήσει να αυξήσει την ποσότητα χρήματος για να «αναθερμάνει» την αμερικανική οικονομία, «κρυβόταν» στην ποσοτική θεωρία του χρήματος, στην οποία βασιζόταν. Σύμφωνα με αυτήν, το επίπεδο των τιμών είναι σε άμεση εξάρτηση με την προσφερόμενη ποσότητα χρήματος, σε σχέση με την ποσότητα των πωλουμένων προϊόντων και υπηρεσιών. Για παράδειγμα, όταν σε μία αγορά είναι διαθέσιμες μεγαλύτερες ποσότητες χρήματος από προϊόντα, τότε η ζήτηση είναι μεγαλύτερη από την προσφορά - οπότε οι τιμές των προϊόντων αυξάνονται (πληθωρισμός).
Στην έννοια όμως «χρήματα» συμπεριλαμβάνονται και οι τραπεζικές καταθέσεις, οι οποίες εξαρτώνται από την εμπιστοσύνη ή μη των πελατών τους – ιδιωτών και επιχειρηματιών. Εάν λοιπόν η εμπιστοσύνη αυτή δεν υφίσταται (όπως σήμερα και τότε), αφενός μεν οι άνθρωποι «αποχρεώνονται», εξοφλώντας τα δάνεια τους και «καταστρέφοντας» χρήματα (άρθρο μας), ενώ δεν δανείζονται εκ νέου, αφετέρου οι αποταμιεύσεις παραμένουν «ανενεργές» στις τράπεζες.
Επομένως, είναι σαν να μην υπάρχουν - με αποτέλεσμα η προσφερόμενη ποσότητα χρήματος να είναι λιγότερη από τα πωλούμενα προϊόντα και υπηρεσίες (η ζήτηση μικρότερη από την προσφορά). Αυτή λοιπόν είναι η αιτία, λόγω της οποίας δεν μπορεί ένα κράτος να αντιμετωπίσει τον αποπληθωρισμό, απλά και μόνο «τυπώνοντας» νέα χρήματα - τα οποία καταλήγουν ξανά στις τράπεζες, συνεχίζοντας να μην διοχετεύονται στην πραγματική οικονομία (όπως συμβαίνει από πολλά χρόνια τώρα στην Ιαπωνία).
Ο Keynes, σε σχέση με το συγκεκριμένο θέμα, είχε γράψει τα εξής: «Μερικοί άνθρωποι φαίνεται να πιστεύουν ότι, η παραγωγή και το εισόδημα θα μπορούσαν να αυξηθούν, αρκεί κανείς να αύξανε την ποσότητα του χρήματος. Κάτι τέτοιο όμως θα έμοιαζε σαν να ήθελε κανείς να παχύνει, αγοράζοντας μία μεγαλύτερη ζώνη. Η ζώνη όμως είναι σήμερα στις Η.Π.Α. κάτι παραπάνω από μεγαλύτερη για την κοιλιά τους…..Επομένως, δεν είναι η ποσότητα των χρημάτων, αλλά η έκταση των δαπανών ο παράγοντας, από τον οποίο εξαρτάται η ανάπτυξη». Ο σημαντικότερος παράγοντας ανάπτυξης δηλαδή, είναι η διάθεση των ανθρώπων να καταναλώσουν και όχι τα χρήματα που κατέχουν.
Σήμερα, οι Η.Π.Α. βασίζουν την πολιτική χρήματος που ακολουθούν στην ίδια εσφαλμένη θεωρία – επαναλαμβάνονται δηλαδή. Δεν είναι λοιπόν παράλογο που η Κίνα κατηγορεί τις Η.Π.Α. ότι επιδιώκουν σκόπιμα την υποτίμηση του δολαρίου, με στόχο την αύξηση των εξαγωγών τους - εις βάρος των Κινέζων, των Ιαπώνων και των Ευρωπαίων παραγωγών.
Όμως, οι αποβιομηχανοποιημένες Η.Π.Α. σήμερα, όπως κάποτε η Μ Βρετανία, όσο και αν υποτιμηθεί το δολάριο, δεν έχουν τη δυνατότητα σημαντικής αύξησης των εξαγωγών τους - αφού δεν παράγουν πια έναν μεγάλο αριθμό προϊόντων (το ίδιο ουσιαστικά ισχύει και για την Ελλάδα, με αποτέλεσμα η εσωτερική υποτίμηση που επιχειρείται να προσφέρει, στην καλύτερη περίπτωση, μακροπρόθεσμα οφέλη – βραχυπρόθεσμα, οδηγεί σε μία καταστροφική ύφεση). Ενδεχομένως βέβαια να μπορούσαν να παράγουν για την εσωτερική αγορά τους, εάν «προστατεύονταν» οι επιχειρήσεις τους από τις φθηνές ασιατικές εισαγωγές – γεγονός που συνηγορεί υπέρ ενός «προστατευτισμού» τους, όπως συνέβη τη δεκαετία του ’30 με τη Μ. Βρετανία.
Περαιτέρω, επειδή η Ευρωζώνη δεν ακολουθεί τις Η.Π.Α., όπως το «μπλοκ» των χωρών του χρυσού το ’30, επιλέγοντας την πολιτική της δημοσιονομικής πειθαρχίας, η μοναδική μέθοδος διατήρησης του βιοτικού επιπέδου της (με εξαίρεση ίσως τη Γερμανία), είναι επίσης ο προστατευτισμός – λιγότερο σε σχέση με τις Η.Π.Α. και κυρίως απέναντι στην Κίνα. Πολύ περισσότερο αφού, με την είσοδο των χωρών της Ανατολικής Ευρώπης, οι δυνατότητες «εσωτερικής ανάπτυξης» της είναι πολύ μεγάλες.
Εάν όμως τόσο οι Η.Π.Α., όσο και οι χώρες της Ευρωζώνης (κατ’ επέκταση η Ε.Ε.), «αναγκασθούν» να επιλέξουν τον προστατευτισμό, τότε η Κίνα θα «καταδικασθεί» στην απομόνωση – όπως κάποτε η Γερμανία (εκτός εάν αναπτυχθεί η εσωτερική αγορά της, καθώς επίσης οι γειτονικές αγορές – κάτι που μάλλον δύσκολα θα επιτευχθεί βραχυπρόθεσμα, όπως συμπεραίνεται από τον Πίνακα Ι). Μία ανάλογη «ανταγωνιστική» κατάσταση όμως οδήγησε στο 2ο παγκόσμιο πόλεμο, από τον οποίο ελπίζουμε, αν μη τι άλλο, ότι έχουμε διδαχθεί πολλά πράγματα.
η συνέχεια εδώ