Ο υπεύθυνος Τομέα Πολιτικής Ευθύνης Ανάπτυξης και Ανταγωνιστικότητας της Νέας Δημοκρατίας, βουλευτής Β’ Αθηνών κ. Κωστής Χατζηδάκης, έκανε την ακόλουθη δήλωση, σχετικά με τη ρευστότητα και τη μείωση της δραστηριότητας του ΤΕΜΠΜΕ:
«Παρά τις επαναλαμβανόμενες διακηρύξεις της κυβέρνησης για την αντιμετώπιση του προβλήματος της ρευστότητας στην αγορά, αυτό όχι μόνο παραμένει, αλλά και εντείνεται. Πέρα από τις δυσκολίες που δημιουργεί η οικονομική κρίση, άστοχοι κυβερνητικοί χειρισμοί κάνουν τα πράγματα χειρότερα.
- Οι περσινές επιβαρυντικές φορολογικές ρυθμίσεις,
- η μη καταβολή οφειλών του Δημοσίου, η καθυστέρηση στην επιστροφή του ΦΠΑ και η απουσία ξεκάθαρου σχεδίου για συμψηφισμό οφειλών μεταξύ δημοσίου και ιδιωτών,
- οι καθυστερήσεις στην εκτέλεση των προγραμμάτων του ΕΣΠΑ, όπου η χώρα μας έχει υποχωρήσει στον ευρωπαϊκό πίνακα κατάταξης σε σχέση με τον Οκτώβριο του 2009,
- η περικοπή του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων,
έχουν σωρευτικά δημιουργήσει ένα ασφυκτικό κλίμα στην αγορά.
Πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτυχίας είναι η πολιτική της κυβέρνησης σχετικά με το ΤΕΜΠΜΕ.
Ενώ η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ υποσχέθηκε ότι, με νέες δράσεις, το ΤΕΜΠΜΕ θα υποστήριζε περισσότερες μικρές επιχειρήσεις, ο απολογισμός του 2010 για τη δράση του Ταμείου είναι απογοητευτικός.
Η δε προσπάθεια της σημερινής πολιτικής ηγεσίας του Υπουργείου Ανάπτυξης να αντιμετωπίσει το πρόβλημα με τη μετονομασία του ΤΕΜΠΜΕ σε ΕΤΕΑΝ και την προσθήκη στο πεδίο ευθύνης του, μερικών Ταμείων Χαρτοφυλακίου από το ΕΣΠΑ, για να αυξήσει τεχνητά τις απορροφήσεις των κοινοτικών κονδυλίων, δεν δίνει καμιά βιώσιμη λύση στο σημαντικό αυτό ζήτημα.
Οι αριθμοί δείχνουν την πραγματική εικόνα: Το 2009 είχαν δοθεί εγγυήσεις για περισσότερα από 54.000 δάνεια, ύψους πάνω από 5 δισεκ. ευρώ. Αντίθετα, το 2010 το ΤΕΜΠΜΕ έδωσε εγγυήσεις για μόνο 4.200 δάνεια, συνολικά ύψους 253 εκατ. ευρώ! Δηλαδή, η δραστηριότητα του ΤΕΜΠΜΕ το 2010 βρέθηκε 13 φορές κάτω σε σχέση με το 2009. ‘Η αλλιώς, η δραστηριότητα του Ταμείου πέρσι αντιστοιχούσε μόλις με το 7,8% της συνολικής δραστηριότητάς του το 2009.
Το συμπέρασμα είναι πως καμιά επικοινωνιακή πολιτική δεν μπορεί να συγκαλύψει το πρόβλημα της ρευστότητας.
Οι δε επικοινωνιακοί χειρισμοί, αν δεν συνοδεύονται από δράσεις ουσίας, επιτείνουν απλώς την απογοήτευση.»