Του Δρ. Γεωργίου Αναστασόπουλου
Γενικού Διευθυντού της Δημοκρατικής Συμμαχίας
Οι πρόσφατες διαβουλεύσεις για την επέκταση του χρόνου αποπληρωμής του ελληνικού χρέους σε συνδυασμό με την ανάγκη για νέα πρόσθετα μέτρα και ουσιαστική επιμήκυνση του μνημονίου μέχρι το 2015 έχουν δώσει την αφορμή για μια..
έντονη πολιτική αντιπαράθεση στο εσωτερικό της χώρας. Έχει ανάψει ήδη για τα καλά η κουβέντα περί της αποτυχίας ή μη του μνημονίου. Το μέτωπο των αντιμνημονιακών συντρόφων (ΝΔ-ΚΚΕ-ΣΥΡΙΖΑ) βρίσκουν αφορμή να ξεσπαθώσουν, για άλλη μια φορά κατά του μνημονίου, επικαλούμενοι την δικαίωση των θέσεών τους. Η κυβέρνηση προσπαθεί άκομψα να μειώσει στο ελάχιστο το πολιτικό κόστος των νέων σκληρών μέτρων που σχεδιάζει, αδυνατώντας να αντλήσει έστω και την παραμικρή κατανόηση από μεγάλη μερίδα των δικών της στελεχών. Εξ’ άλλου δεν θα περίμενε κανείς τίποτα το διαφορετικό όταν ο ίδιος ο πρωθυπουργός δημοσίως δηλώνει πως εφαρμόζει μέτρα κατ’ ανάγκην, μέτρα που είναι αντίθετα με την ιδεολογία του, μέτρα κατά των οποίων θα κατέβαινε, ευχαρίστως, κι αυτός στους δρόμους για να διαμαρτυρηθεί!
Μέσα σε αυτό το σχιζοφρενές περιβάλλον, η ύφεση συνεχίζεται ακάθεκτη καθηλώνοντας την οποιαδήποτε αναπτυξιακή μας ελπίδα, το πετρέλαιο παίρνει την ανηφόρα εξ’ αιτίας της αναδιάταξης του πολιτικού σκηνικού, που λαμβάνει χώρα στη Μέση Ανατολή, επιδεινώνοντας το κόστος παραγωγής μας και η χώρα δέχεται ένα «τσουνάμι» λαθρομεταναστών, που αλλοιώνει την εθνική μας ομοιογένεια και δυναμιτίζει μέχρι κι ακόμη αυτή την εσωτερική μας ασφάλεια.
Απέτυχε, λοιπόν το μνημόνιο; Αδίκως η κυβέρνηση και οι πολίτες μέσω των θυσιών τους επένδυσαν σε αυτό; Και αν κάτι τέτοιο ισχύει, ποιες είναι οι επιλογές μας;
Μια επιπόλαιη ανάγνωση των γεγονότων θα συνέτεινε στο συμπέρασμα πως για να υπάρχει ανάγκη επέκτασης του μνημονίου, μάλλον τούτο απέτυχε. Αν όμως διερευνήσουμε, με περισσότερη προσοχή, τα γεγονότα, αν διαβάσουμε προσεκτικά τις απαιτήσεις του μνημονίου και τις αντιπαραβάλουμε με τα αντίστοιχα μέτρα που ελήφθησαν, τότε θα καταλήξουμε σε ένα διαφορετικό συμπέρασμα: Αυτός που απέτυχε δεν ήταν το μνημόνιο, αλλά η κυβέρνηση. Με απλά λόγια, η κυβέρνηση απέτυχε να εφαρμόσει τις επιταγές του μνημονίου.
Ας δούμε, βήμα προς βήμα, πως τεκμαίρεται αυτό το συμπέρασμα. Το μνημόνιο καλούσε εξ’ αρχής για μείωση των δαπανών του κράτους μέσω της μείωσης του μεγέθους του. Τι έπραξε η κυβέρνηση; Κράτησε το μέγεθος του κράτους ανέγγιχτο μειώνοντας τους μισθούς των δημοσίων υπαλλήλων. Γιατί έκαμε αυτή την επιλογή; Διότι η κυβέρνηση είναι μια κυβέρνηση σοσιαλ-κρατιστών πολιτικών εθισμένων στο μεγάλο κράτος, με συμφέροντα, εξαρτήσεις και «πλοκάμια» σε αυτό. Αδυνατούν να διανοηθούν, πόσο μάλλον να εφαρμόσουν, την πλήρη αποκρατικοποίηση των ΔΕΚΟ, το κλείσιμο δημοσίων φορέων, ινστιτούτων, οργανισμών και λοιπών κρατικών παραμάγαζων.
Ας δούμε, λοιπόν, τα αποτελέσματα των κυβερνητικών επιλογών αναφορικά με την εφαρμογή του επιταγών μνημονίου με ένα πρακτικό, κατανοητό, παράδειγμα. Πριν 3 χρόνια αποκρατικοποιήθηκε η Ολυμπιακή Αεροπορία. Όσο η ΟΑ παρέμενε υπό κρατική ιδιοκτησία δημιουργούσε δημόσιο έλλειμμα περίπου 1 εκ. ευρώ την ημέρα. Το 70% των δαπανών της κατευθυνόταν, όπως και στις περισσότερες ΔΕΚΟ, σε αμοιβές προσωπικού. Με την αποκρατικοποίηση της ΟΑ το κράτος είχε ετήσιο όφελος τα 365 εκ. του ελλείμματος συν τους όποιους φόρους από τη λειτουργία της νέας ιδιωτικής Ολυμπιακής. Αν η ΟΑ παρέμενε κρατική, με τον τρόπο που η κυβέρνηση εφάρμοσε το μνημόνιο, τι θα συνέβαινε; Θα μειώνονταν οι μισθοί των υπαλλήλων της κατά ένα 20%, δηλαδή το συνολικό της έλλειμμα θα ανήρχετο σε 313,9 εκ. ευρώ (=365-20%Χ70%Χ365). Άρα, ενώ με την πλήρη αποκρατικοποίηση το δημόσιο μηδένισε τα ελλείμματα (μείωση 100%) και έχει και έσοδα από φόρους, με την πολιτική ΠΑΣΟΚ το έλλειμμα θα παρέμενε στο ύψος των 313,9 εκ. ευρώ (μείωση 14%).
Το ίδιο συμβαίνει παντού. Σε όλες τις ΔΕΚΟ, δημόσιους φορείς, ινστιτούτα, οργανισμούς κλπ το ΠΑΣΟΚ επέλεξε την οδό της διατήρησης του κράτους άρα και των ελλειμμάτων του. Ακόμη κι εκεί που μείωσε την δραστηριότητα κάποιου οργανισμού (ΟΣΕ), μετάταξε το προσωπικό σε άλλες δημόσιες θέσεις, ουσιαστικά μεταφέροντας το χρέος από την μια τσέπη του κράτους στην άλλη!
Ας δούμε όμως τι έπραξε η κυβέρνηση και στα άλλα μέτωπα-απαιτήσεις του μνημονίου:
Στις συλλογικές συμβάσεις εργασίας ακολούθησε μια καθαρά αντι-μνημονιακή πολιτική, καθ’ υπαγόρευση των πράσινων συνδικάτων, κοροϊδεύοντας ουσιαστικά την τρόικα, τις επιχειρήσεις και τον ίδιο της τον εαυτό. Δεν υπήρξε καμία απελευθέρωση των συλλογικών συμβάσεων εργασίας, παρέμειναν τα εμπόδια στην αγορά εργασίας, καθώς κι οι κάθε φύσεως περιορισμοί σε κάθε μορφή εργασιακών σχέσεων π.χ παροχής υπηρεσιών (μπλοκάκια), μερικής απασχόλησης, ποσοστώσεις απολύσεων κλπ. Οι ασφαλιστικές εισφορές παραμένουν σε δυσθεώρητα ύψη υποθηκεύοντας την ανταγωνιστικότητα των ελληνικών επιχειρήσεων. Η κυβέρνηση, ως άλλος Πόντιος Πιλάτος, νίπτει τας χείρας της και προσπαθεί να μειώσει το κόστος εργασίας μειώνοντας τις απόλυτες αμοιβές των εργαζομένων και όχι τις υπέρογκες επιβαρύνσεις των υπερτροφικών (δημοσίων φυσικά) ταμείων. Όσο για τις τερατώδους εμπνεύσεως κρατήσεις υπερ τρίτων που κι αυτές επιβαρύνουν το κόστος παραγωγής των επιχειρήσεων, ούτε κουβέντα να γίνεται για την κατάργησή τους.
Έπραξε όμως η κυβέρνηση κάτι καλύτερο στα θέματα απελευθέρωσης επαγγελμάτων; Όλη η φασαρία για το τίποτα! Τα επαγγέλματα παραμένουν κατ’ ουσίαν κλειστά σε πλήρη αντίθεση με το πνεύμα και το γράμμα του μνημονίου. Απελευθερώθηκαν μήπως τα κλειστά περιθώρια κέρδους; Δόθηκε πραγματική ελευθερία δημιουργίας φαρμακείων, δικηγορικών γραφείων ή συμβολαιογραφείων ανεξαρτήτως ποσόστωσης, μετόχων ή χωροταξίας; Η απάντηση είναι αρνητική. Τα κλειστά επαγγέλματα ζουν και βασιλεύουν! Και τούτη η κυβέρνηση εισήγαγε και νέα! Π.χ. αυτό του ενεργειακού επιθεωρητή που έρχεται να επιβάλλει δια νόμου ελάχιστο πλαφόν αμοιβών!
Να μην αναφερθούμε στην «μαϊμού» άρση του καμποτάζ, στην ανύπαρκτη απελευθέρωση των ωραρίων λειτουργίας των καταστημάτων, στην ανύπαρκτη αποδέσμευση από την υποχρέωση τήρησης συντεχνιακών ή επιμελητηριακών, σοσιαλιστικής εμπνεύσεως, ρυθμίσεων των αγορών (π.χ. περίοδος εκπτώσεων, ωράρια κλπ). Η αγορά εξακολουθεί να στενάζει υπό το απόλυτο καθεστώς της αυστηρής κρατικής ρύθμισης σ’ ενός σοβιετικού τύπου οικονομικό μοντέλο.
Ποιο μνημόνιο, λοιπόν και σαχλαμάρες;
Ποιος εφάρμοσε το μνημόνιο και δεν το πήραμε χαμπάρι;
Αυτό που εφάρμοσε η κυβέρνηση ήταν μια φορομπηχτική λαίλαπα, ένα εκρηκτικό κοκτέιλ νέων και παλιών φόρων, περαιώσεων, εκτάκτων εισφορών, τακτικών εισφορών σε συνδυασμό με μια ισοπεδωτική μείωση των εισοδημάτων μισθωτών και συνταξιούχων. Αυτό που εφάρμοσε η κυβέρνηση ήταν η λογική του «ό,τι βρούμε κι ό,τι αρπάξουμε» αδιαφορώντας για τις όποιες συνέπειες έχουν οι ενέργειές της σε κοινωνικό και αναπτυξιακό επίπεδο. Εμπνεύσεις αδίστακτων σοσιαλιστών, ανίκανων πολιτικών, ανθρώπων χωρίς οίκτο και αγάπη για τους πολίτες των οποίων την τύχη ανέλαβαν να διαχειριστούν.
Αυτά είναι τα αποτελέσματα μια ανερμάτιστης πολιτικής, που ουδεμία σχέση έχει, τελικά, με αυτό που ονομάζουμε μνημόνιο. Η κυβέρνηση επέτυχε μια διεστραμμένη εφαρμογή ενός εργαλείου (μνημόνιο), που σκοπό είχε την ανατροπή κατεστημένων λογικών, κρατικιστικών πρακτικών και συντεχνιακών δοβλετιών.
Πρακτικά, χάσαμε άλλα δύο χρόνια, αυξήσαμε το χρέος μας, ταλαιπωρήσαμε το λαό μας και δεν πετύχαμε καμία ουσιαστική μεταρρύθμιση. Η κυβέρνηση ΠΑΣΟΚ απέτυχε να αναγνώσει το μνημόνιο που η ίδια υπέγραψε, απέτυχε να το εφαρμόσει έστω στοιχειωδώς και τέλος απέτυχε να οδηγήσει την χώρα ένα βήμα πλησιέστερα προς την ανάκαμψη. Το πρόβλημα δεν είναι το μνημόνιο, το πρόβλημα είναι η αδυναμία μιας κυβέρνησης σοσιαλ-κρατιστών να κατανοήσουν το πνεύμα του μνημονίου και να πράξουν αναλόγως. Η χώρα δεν έχει άλλο χρόνο για πειραματισμούς. Οι εναλλακτικές λύσεις μειώνονται συνεχώς. Το αυτό και οι κοινωνικές αντοχές και ανοχές.