να πετάω στον αέρα τα κοχύλια που μάζευα
χωρίς να περιμένω κανένας
-ούτε εσύ-
να τα πιάσει πριν πέσουν κάτω και θρυμματιστούν.
Γελούσα δυνατά
και άνοιγα τα... χέρια στον ουρανό,
να πιάσω μια σταγόνα απ΄τη δροσιά σου.
Τα κοχύλια μου έπεσαν,
έγιναν κομμάτια,
μα δε σάλεψα.
Τους έριξα μια αδιάφορη ματιά,
κλώτσησα ένα πεσμένο κομμάτι,
απομακρύνθηκα.
Να περπατήσω.
Περπάτησες για λίγο ξοπίσω μου,
σου είπα είμαι εντάξει εδώ,
μη μένεις.
Και δεν έμεινες.
Δε θα μάθεις. Αυτό:
Γύρισα πίσω.
Μάζεψα τα κοχύλια μου.
Προσπάθησα να ενώσω τα κομμάτια τους.
Έλειπε ένα.
Αυτό που είχα κλωτσήσει.
Δε φταις. Δε σου λογαριάζω τίποτε.
Θα 'θελα, όμως, να είχες ακούσει που ούρλιαζα:
Μη τ'αφήσεις να πέσουν κάτω.