Ο Ο Θόρυβος σχετικά με την γενοκτονία των ΠοντίωνΘόρυβος σχετικά με την γενοκτονία των Ποντίων
Ιατρός – Συγγραφέας
Τα τελευταία χρόνια ακούγονται εκκωφαντικοί θόρυβοι αναφορικά με την υποτιθέμενη Γενοκτονία που υπέστησαν το 1922 οι Έλληνες της Ιωνίας και του Πόντου από τους Τούρκους.
Σχετικά με την Γενοκτονία των Ελλήνων της Ιωνίας ευτύχημα αποτέλεσε το γεγονός ότι, έστω και την τελευταία στιγμή, ο Πρωθυπουργός της χώρας κύριος Σημίτης απέσυρε από το εθνικό τυπογραφείο το διάταγμα, που είχε ήδη υπογραφεί από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, σύμφωνα με το οποίο θα καθιερώνονταν μια συγκεκριμένη ημερομηνία ως επέτειος της λεγόμενης Γενοκτονίας.
Όσον αφορά την Γενοκτονία των Ποντίων ο εκκωφαντικός αυτός θόρυβος εξακολουθεί να συνεχίζεται προερχόμενος από εκείνη την μερίδα των Ποντίων, οι οποίοι στην πλειοψηφία τους αποτελούνται από άκρως εθνικιστικά στοιχεία και οι οποίοι σε ένα σημαντικό ποσοστό είναι επαγγελματίες πατριώτες.
Δυστυχώς μέχρι σήμερα ουδείς ειδήμων ασχολήθηκε αντικειμενικά με την ιστορική ανάλυση της άλλης πλευράς της αλήθειας, στο θέμα του ελληνισμού του Πόντου.
Η επιχειρηματολογία των εθνικιστών Ποντίων, σε σχέση με αυτά που υπέφερε ο Ποντιακός λαός από το 1915 έως το 1924, αναφέρεται πράγματι σε πολλές αλήθειες, ταυτόχρονα όμως δεν διστάζει να χρησιμοποιεί μισές αλήθειες, να αποκρύπτει άλλες αλήθειες, και να διαδίδει πολλά ψεύδη.
Από κοινωνικής και πολιτικής σκοπιάς το πιο αναληθές κατασκεύασμα είναι η θεωρία του λεγόμενου επαναστατικού αγώνα προς απελευθέρωση του Πόντου από τον τουρκικό ζυγό και την εγκαθίδρυση μιας ελληνικής Ποντιακής Δημοκρατίας.
Θεωρητικά ο ορισμός απελευθέρωση έχει ρεαλιστικό περιεχόμενο μόνο όταν αφορά σε μια σχετικά μεγάλη εδαφική περιοχή όπου η φίλια εθνική ομάδα αποτελεί την πληθυσμιακή πλειοψηφία. Στην προκειμένη περίπτωση ο ελληνικός πληθυσμός των τριών νομών ή Βιλαετίων του Πόντου αποτελούσε μια σημαντική, μια μικρή ή μια εντελώς ασήμαντη μειοψηφία.
Τα στατιστικά στοιχεία, που αφορούν στο έτος 1912, προέρχονται από τον καθηγητή του Πανεπιστημίου Αθηνών Σωτηριάδη. Τα στοιχεία αυτά υιοθέτησε και χρησιμοποίησε η κυβέρνηση του Ελευθερίου Βενιζέλου στις διάφορες διεθνείς συνδιασκέψεις, προς υποστήριξη των εθνικών επιδιώξεων, (5).
Λεπτομερώς στο νομό δηλαδή στο Βιλαέτι της Τραπεζούντας οι Έλληνες ανέρχονταν στο 25.9% του συνολικού πληθυσμού, συγκεκριμένα οι Τούρκοι αριθμούσαν 957.866 άτομα ενώ οι Έλληνες ανέρχονταν μόνο σε 353.533.
Στον νομό ή Βιλαέτι της Κασταμονής ο ελληνικός πληθυσμός ανερχόμενος στο 2,5% του πληθυσμού αποτελούσε στατιστικά μια αριθμητικά ασήμαντη εθνική ομάδα και τέλος στο νομό ή Βιλαέτι της Σεβάστειας (Σίβας) οι Έλληνες ανέρχονταν στο 8.9% του πληθυσμού.
Εάν ο αγώνας για την απελευθέρωση του Πόντου, όπως τον ονομάζουν οι εθνικιστές, είχε τυχόν επιτυχία αυτό θα μπορούσε να επιτευχθεί μόνο με την στρατιωτική κυριαρχία της ελληνικής μειοψηφίας πάνω στην γιγαντιαία τουρκική πλειοψηφία, βέβαια η κυριαρχία αυτή αναγκαστικά θα συνοδεύονταν από την εγκαθίδρυση μιας στυγνής δικτατορίας, όπως την δοκιμάσαμε στην Ελλάδα, με τον καταδικασθέντα για εσχάτη προδοσία Παπαδόπουλο.
Η εθνικιστική αγωγή του ελληνικού πληθυσμού του Πόντου, η οποία τελικά απέβη και η αιτία της καταστροφής του, πραγματοποιήθηκε σταδιακά μέσω του μειονοτικού ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος της Τραπεζούντας.
Η εθνικιστική λοιπόν αυτή προπαγάνδα άρχισε το 1870, με κλασσικό παράδειγμα την εργασία του Σ. Ιωαννίδη, δάσκαλου στο Φροντιστήριο της Τραπεζούντας, οπότε ο εν λόγω δάσκαλος δημοσίευσε το βιβλίο του με τον τίτλο «Ιστορία και Στατιστική της Τραπεζούντας και της Γύρω περιοχής».
Στο έργο αυτό αναφέρονται ιστορικά ψεύδη με κλασικό παράδειγμα το εξής κείμενο του :
Κατά την εποχή του φιλέλληνα Μιθριδάτη ΣΤ! (63 π.Χ) εκατομμύρια κατοίκων της Ελλάδας πλημμύρισαν τη Μικρά Ασία, φέρνοντας την ελληνική φυλή στον Πόντο.
Σε άλλο σημείο ο ίδιος συγγραφέας αναφέρει:
Γιατί, ο Μιθριδάτης αυτός, που έγινε ο έκτος κατά σειρά βασιλιάς του Πόντου μετά τον πρώτο Μιθριδάτη, ο οποίος όμως ήταν μεν Πέρσης στην καταγωγή αλλά στρατηγός και φίλος του Μ.Αλεξάνδρου,
(3, σελ 20).
(3, σελ 20).
Η μετανάστευση εκατομμυρίων Ελλήνων στον Πόντο το 63 π.χ είναι αποκύημα της φαντασίας του συγγραφέα, με σκοπό να παρουσιάσει την μη ελληνική ασιατική καταγωγή των Ποντίων ως αρχαιοελληνική, το δε γελοιωδέστερο είναι η αναφορά στον Μ. Αλέξανδρο ο οποίος είχε πεθάνει 50 χρόνια πριν από την ανακήρυξη του Μιθριδάτη Α! σαν βασιλιά του Πόντου.
Ακόμη και σήμερα οι Πόντιοι εθνικιστές παρουσιάζουν κατά έναν ανεπίτρεπτο τρόπο το έργο του Ιωαννίδη ως μια σοβαρή βιβλιογραφική πηγή, η οποία μεταλαμπαδεύεται στα παιδιά, τα οποία βέβαια παιδιά δεν είναι σε θέση να ασκήσουν μια οποιαδήποτε κριτική.
Όσον αφορά τις πράξεις που αναφέρονται σε αυτήν την εργασία, σχετικά με το λεγόμενο Απελευθερωτικό Αντάρτικο του Πόντου, αυτές προέρχονται από συγγράμματα Ποντίων εθνικιστών και από δημοσιεύσεις της βιβλιοθήκης της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών Θεσσαλονίκης, μια Εταιρεία η οποία άνετα μπορεί να χαρακτηρισθεί ως το προπύργιο του ελληνικού εθνικισμού στην Βόρεια Ελλάδα.
Στρατιωτική δράση του ποντιακού αντάρτικου έλαβε χώρα σε δύο περιοχές του Πόντου και μάλιστα στη Μπάφρα της Σαμψούντας, και στη Σάντα της ορεινής Τραπεζούντας.
Συγκεκριμένα στη Μπάφρα μετά το 1914, έτος έναρξης του πρώτου παγκοσμίου πολέμου, εμφανίστηκαν χριστιανοί λιποτάκτες του τουρκικού στρατού ή ανυπότακτοι, οι οποίοι επιβίωναν με ληστείες ζώων και τροφίμων, προσβάλλοντας κυρίως τουρκικά χωριά.
Στα εθνικιστικά βιβλία περιγράφεται απαγχονισμός ορθοδόξων λιποτακτών ως μια συστηματική προσπάθεια εξόντωσης του ελληνικού στοιχείου, γεγονός ψευδές.
Στο άκρως εθνικιστικό σύγγραμμα του Βαλαβάνη αναφέρεται επί λέξει το εξής κείμενο:
Τούρκοι λιποτακτήσαντες τριακοντάκις απηγχονίζοντο ομού με Χριστιανούς αδήλωτους, (2 σελ 63).
Δηλαδή η τιμωρία για το παράπτωμα της λιποταξίας ή ανυποταξίας αφορούσε τόσο τους Τούρκους λιποτάκτες όσο και τους Έλληνες, σε περίοδο δε πολέμου εφαρμόζονταν σε όλα τα κράτη της Ευρώπης.
Το πραγματικό αντάρτικο άρχισε μόλις το 1916, όταν οι Ρώσοι κατέλαβαν την πόλη της Τραπεζούντας μεταφέροντας το ρωσο-τουρκικό πολεμικό μέτωπο στην περιοχή της Τραπεζούντας.
Οργανωτής του ελληνικού αντάρτικου ήταν ο «στρατηγός» Γερμανός Καραβαγγέλης ο οποίος ήρθε στην Σαμψούντα το 1908 ως μητροπολίτης.
Τα κατορθώματά του αυτά τα περιγράφει στα απομνημονεύματά του ο αιμοσταγής ιερωμένος με το εξής κείμενο :
«Αυτές τις μικρές και άτακτες στην αρχή ομάδες άρχισα να οργανώνω σε τακτικά και αξιόμαχα ανταρτικά σώματα με την μακρά πείρα που είχα αποκτήσει απ΄ τον αγώνα μας στην Μακεδονία. Τα σώματα αυτά πολλαπλασιάστηκαν. Κι αφού απέκτησαν άξιους κι εμπειροπόλεμους αρχηγούς που ο ίδιος τους έδινα το χρίσμα, εξελίχθηκαν σε πραγματικά στρατιωτικά σώματα που είχε το καθένα υπό την προστασία του και την απόλυτη δικαιοδοσία του, ένα τμήμα της επαρχίας.» (1 σελ 227).
Μετά την δημιουργία των ανταρτικών σωμάτων με χρήματα και πολεμοφόδια που πήρε ο μητροπολίτης από τους Ρώσους, τα εξαπέλυσε να προσβάλουν τον τουρκικό στρατό στα μετόπισθέν του, την στιγμή κατά την οποίαν οι Τούρκοι πολεμούσαν τον ρωσικό στρατό στο μέτωπο της Τραπεζούντας.
Οι ταλαίπωροι Μπαφραλήδες αντάρτες, το πλείστον τουρκόφωνοι και αναλφάβητοι, έπεσαν στην παγίδα του αιμοσταγούς αυτού παπά χωρίς να αναλογιστούν τις συνέπειες του λεγόμενου απελευθερωτικού αγώνα, δηλαδή δεν συνειδητοποίησαν καν το τι θα απογίνονταν αυτοί μετά το τέλος του πολέμου, όταν ο μεν παπάς θα εξαφανιζόταν για να σωθεί, όπως και έγινε , αυτοί όμως θα παρέμεναν.
Το ότι δεν έμειναν στον Πόντο οι Μπαφραλήδες το χρωστούν στην κυβέρνηση του Ελευθερίου Βενιζέλου η οποία τους ανάγκασε μαζί με τους άλλους πρόσφυγες να έρθουν στην Ελλάδα βάσει της συνθήκης της Λοζάννης, σύμφωνα με την οποία η ανταλλαγή των πληθυσμών ήταν υποχρεωτική, πράγμα το οποίο, σύμφωνα με την βιβλιογραφία, επεδίωκε ο Βενιζέλος από το 1915.
Ένα κάποιο ελαφρυντικό των Μπαφραλίδων ανταρτών για τις πράξεις τους ήταν ότι δεν είχαν επικοινωνία με τον έξω κόσμο, όντας έρμαιοι των πληροφοριών που τους έδινε ο αιμοσταγής μητροπολίτης. Οι αντάρτες, ή τουλάχιστον οι ηγέτες των ανταρτών, δεν θα μπορούσαν καν να φαντασθούν ότι μετά το πόλεμο θα πάθαιναν αυτά που έπαθαν το 1945-46 στην Ελλάδα εκείνοι οι σλαβόφωνοι Μακεδόνες ή λατινόφωνοι Βλάχοι, οι οποίοι κατηγορήθηκαν από την ελληνική κυβέρνηση για εσχάτη προδοσία και εκτελέσθηκαν.
Ο λόγος που το ελληνικό κράτος κατηγόρησε για εσχάτη προδοσία την προαναφερ-θείσα μερίδα των υπηκόων του, δηλαδή τους σλαβόφωνες Μακεδόνες και Βλάχους, ήταν ο ίδιος λόγος για τον οποίον και η τουρκική κυβέρνηση κατηγόρησε για εσχάτη προδοσία τους χριστιανούς αντάρτες της Μπάφρας και της Σάντας, οι οποίοι ήταν τούρκοι υπήκοοι.
Οι αντάρτες του Πόντου συντάχθηκαν κατά την διάρκεια του πολέμου με τα εχθρικά κατοχικά στρατεύματα της Ρωσίας, καταπολέμησαν τον στρατό του κράτους του οποίου ήταν υπήκοοι, καταπιέζοντας και σκοτώνοντας αλλόθρησκους συμπολίτες τους.
Σε αντίθεση με την εγκληματική δράση του Καραβαγγέλη οι Έλληνες της περιοχής της Τραπεζούντας δεν υπέφεραν σχεδόν τίποτε κατά την δύσκολη αυτή περίοδο. Το ότι στην Τραπεζούντα δεν μάτωσε ούτε μύτη την εποχή αυτή οφείλονταν σε δύο παράγοντες.
Ο πρώτος παράγοντας ήταν ότι οι Τραπεζούντιοι είχαν την τύχη να έχουν ως ποιμενάρχη τον Χρύσανθο Φιλιππίδη, ένα ποιμενάρχη που ήταν λαμπρό παράδειγμα ανθρωπισμού, ο οποίος αργότερα έγινε Αρχιεπίσκοπος πάσης Ελλάδος.
Ο δεύτερος και σπουδαιότερος παράγοντας ήταν ότι το πολιτιστικό επίπεδο των κατοίκων της Τραπεζούντας το οποίο ήταν υψηλό.
Ο άκρως εθνικιστής Βαλαβάνης περιγράφει στο σύγγραμμα του τους Τραπεζούντιους με το εξής κείμενο :
Οι Έλληνες της Τραπεζούντας, άνθρωποι του εμπορίου και της επιστήμης, δεν έχουν τόσον ανεπτυγμένον το αίσθημα του ακράτου ενθουσιασμού, ο οποίος χαρακτηρίζει τους λοιπούς Έλληνες Ποντίους ….. Υπό την πίεσιν της αναμνήσεως τόσων φρικιαστικών γεγονότων των Αρμενίων και περισσότερον χαλιναγωγημένοι εις τας εθνικάς εκδηλώσεις, δέχονται τον Ελληνικόν Ερυθρόν Σταυρόν, χωρίς συγκλονιστικούς θορύβους, και προκαλούν με την τοιαύτην σώφρονα στάσιν των, την ευλαβή των Τούρκων προς την Ανατολήν πολιτείαν, ευθύς εξ αρχής. (2 σελ 76).
Ο μητροπολίτης Τραπεζούντας Χρύσανθος δεν μιμήθηκε τον Καραβαγγέλη ούτε δημιούργησε αντάρτικα σώματα στην περιοχή του, αντιθέτως το 1916, κατά την διάρκεια της ρωσικής κατοχής της Τραπεζούντας, προστάτεψε τους Τούρκους από την εκδικητική μανία των Αρμενίων και τις υπερβάσεις των Ελλήνων.
Εκτός αυτού ο Χρύσανθος δημιούργησε συσσίτια για τους άπορους Τούρκους
Πρόσφυγες και αργότερα όταν οι σουλτανικές αρχές επέστρεψαν στην Τραπεζούντα αναγνώρισαν τις υπηρεσίες του και τον παρασημοφόρησαν.
Όσον αφορά τις αναμνήσεις των Τραπεζούντιων σχετικά με τα φρικιαστικά γεγονότα των Αρμενίων αυτές αναφέρονται στα τρομερά συμβάντα του Βαν. Συγκεκριμένα κατά την διάρκεια του πρώτου παγκοσμίου πολέμου και διαρκούντων των μαχών ανάμεσα στο τουρκικό και στο ρωσικό στρατό στον Καύκασο, στην περιοχή της λίμνης του Βαν, που βρίσκονταν πίσω από τις γραμμές του τουρκικού στρατού, εξερράγη τον Φεβρουάριο του 1915 αρμενική επανάσταση.
Στις 17 Μαΐου 1915 οι Αρμένιοι επαναστάτες υποχρέωσαν την μικρή τουρκική φρουρά να εγκαταλείψει την πόλη, και αφού ανακήρυξαν την Αρμενική Δημοκρατία του Βαν, έβαλαν φωτιά στον τουρκικό τομέα της πόλης φονεύοντας σε τρεις μέρες 30.000 αμάχους Τούρκους. Στις 22 Ιουλίου 1915 ο τουρκικός στρατός ανακατέλαβε την πόλη φονεύοντας για εκδίκηση 20-25.000 Αρμενίους. (2, σελ 81).
Παρόμοια εγκλήματα Γενοκτονίας που διέπραξαν οι Έλληνες αντάρτες στον Πόντο, αφορούσαν κυρίως στην Σάντα και στην Πάφρα.
Ο πληθυσμός των επτά χωριών της Σάντας αποτελούνταν από σκληροτράχηλους ορεσίβιους και ταυτόχρονα ιδιαίτερα φιλοπόλεμους χριστιανούς, οι οποίοι ήταν εγκαταστημένοι σε ένα οροπέδιο ύψους 2.500 μέτρων όντας ανέκαθεν οπλισμένοι. Όταν το 1916 η περιοχή της Σάντας περιήλθε προσωρινά στην κυριαρχία του ρωσικού στρατού οι Σανταίοι εκδηλώθηκαν με ενθουσιασμό υπέρ των κατοχικών ρωσικών στρατευμάτων, επιτιθέμενοι σε γειτονικά τουρκικά χωριά.
Το 1920 το τουρκικό κράτος προσέφερε αμνηστία στους Σανταίους, τους όρους της οποίας, όπως αναφέρεται, παραβίασαν οι ίδιοι οι Σανταίοι, αρνούμενοι κάθε συμβιβασμό (1, σελ 373).
Εκεί που χύθηκαν ποταμοί αίματος ήταν η περιοχή ης Μπάφρας και αυτό κάτω από την πατρική καθοδήγηση του Γερμανού Καραβαγγέλη, κύριο συντελεστή της εξαχρείωσης των ηθών του τοπικού πληθυσμού, τόσο ελληνικού όσο και του τουρκικού.
Χαρακτηριστικά θα αναφερθούν ορισμένα μόνο από τα επεισόδια, τα οποία χαρακτήριζαν την συμπεριφορά των χριστιανών Μπαφραλήδων απέναντι στους μουσουλμά- νους συντοπίτες τους, με τους οποίους ζούσαν για αιώνες ειρηνικά.
Κάτω από την εγκληματική καθοδήγηση του Καραβαγγέλη οι χριστιανοί άρχισαν να πυκνώνουν τις τάξεις των ανταρτών χτυπώντας πισώπλατα τον τουρκικό στρατό και ληστεύοντας κυρίως τουρκικά χωριά, για να μπορέσουν να επιβιώσουν.
Λόγω των πράξεων αυτών ο τουρκικός στρατός άρχισε στην περιοχή της Μπάφρας το κυνήγι εναντίον των ανταρτών, οι οποίοι τον Απρίλιο του 1917, για να γλιτώσουν την καταδίωξη των Τούρκων, κατέφυγαν σε μια σπηλιά, γνωστή ως σπηλιά της Παναγίας, κοντά στο χωριό Οτ Καγιά το οποίο βρίσκονταν στους πρόποδες του βουνού Νεπιέν Νταγ.
Οι αντάρτες αριθμούσαν 80 άτομα και είχαν μαζί τους περίπου 700 γυναικόπαιδα, τα τουρκικά στρατεύματα κυρίεψαν τη σπηλιά, σκότωσαν τους τραυματισμένους αντάρτες και κακοποίησαν τους άμαχους.
Δύο χρόνια αργότερα και συγκεκριμένα στις 15 Αυγούστου 1919 ανήμερα του πανηγυριού της Παναγίας του Οτ Καγιά 12.000 αντάρτες συνοδευόμενοι και αυτή την φορά από τα γυναικόπαιδα τους, για να παραπλανήσουν τους Τούρκους, επιτέθηκαν την νύχτα στην γειτονική τουρκική κωμόπολη Τσασούρ όπου διέπραξαν σοβαρές εγκληματικές πράξεις με θύματα όχι μόνο ένοπλους Τούρκους αλλά και άοπλους συμπατριώτες τους. Συγκεκριμένα οι χριστιανοί σκότωσαν 1000 στρατιώτες, 400 γυναικόπαιδα και έκαψαν 400 σπίτια, εκτός αυτού τραυμάτισαν 800 στρατιώτες, χωροφύλακας και αμάχους (1 σελ 410).
Επικεφαλής αυτού του εγκλήματος Γενοκτονίας εναντίον του τουρκικού πληθυσμού ήταν ο Επίσκοπος Μπάφρας Ζήνωνας Αγριτέλης, δεξή χέρι του Καραβαγγέλη.
Λόγω της τρομερής καταστροφής η κωμόπολη έμεινε ακατοίκητη για πολλά χρόνια.
Επειδή γίνεται συνεχής αναφορά στις πράξεις Γενοκτονίας που διέπραξαν οι Τούρκοι εναντίον των Ελλήνων στον Πόντο, παρασιωπώντας συστηματικά τις εγκληματικές πράξεις των Ελλήνων ανταρτών, θα αναφερθούμε μόνο σε ένα τμήμα αυτών των εγκλημάτων, όπως τα παρουσιάζει στην εργασία του ο εθνικιστής Πόντιος συγγραφέας Ανθεμίδης.
Ο εν λόγω συγγραφέας στο κεφάλαιο του βιβλίου του με τον τίτλο Επαναστατική τρομοκρατία – Αντίποινα των Ελλήνων κατά του τουρκικού πληθυσμού αναφέρεται συν τοις άλλοις και στα εξής :
Το Δεκέμβριο του 1922, οι Έλληνες αντάρτες επιτέθηκαν κατά των Τούρκων ατάκτων τσετέδων και πυρπόλησαν σε μια μόνο επιχείρηση οκτώ τουρκοχώρια. […] Στο πέρασμα λοιπόν των ελληνικών ανταρτικών συγκροτημάτων, ερημώνονταν στην κυριολεξία τα τουρκικά χωριά. Τα αντίποινα των ανταρτών εναντίον των αμάχων τουρκικών πληθυσμών, ήταν σύμφωνα με το δίκαιο του πολέμου και μάλιστα με το δίκαιο του ανταρτοπολέμου της εποχής εκείνης.
Σε άλλο σημείο ο ίδιος συγγραφέας αναφέρεται επίσης στα εξής :
Οι κύριες πηγές για την επιμελητεία τους ήταν πλέον τα τουρκοχώρια. […] Το Σεπτέμβριο 200 περίπου αντάρτες κυρίεψαν το τουρκικό χωριό Σιβασλή, το οποίο είχε 150 οικογένειες και το έκαψαν ολοκληρωτικά, αφού πήραν 200 ζώα και τρόφιμα, μετά πέντε μέρες κυρίεψαν το χωριό Κουτετί με 70 οικογένειες , στη συνέχεια το χωριό Ταϊπλί με 50 οικογένειες και το χωριό Κάρογλαρ.
Μετά από ανάπαυλα είκοσι μερών 500 Έλληνες αντάρτες και 1000 άοπλοι κυρίεψαν το Σεχρί, που είχε 600 οικογένειες, πήραν όλα τα ζώα και τα τρόφιμα με την βοήθεια των αμάχων και έκαψαν το χωριό Αστραπιαία μαθεύτηκε στα λιμέρια των βουνών του Πόντου ότι τραυματίστηκε ο καπετάνιος. Έτρεξαν όλοι μαζί κοντά του να τον περιποιηθούν. Στο χωριό Τσαμιλήκιοϊ, ύστερα από διαταγή του ίδιου του καπετάνιου, οι αντάρτες ως αντίποινα δεν άφησαν τίποτε όρθιο. (1, σελ 340).
Το παράξενο είναι ότι ακόμα και κατά την εποχή μας ορισμένοι Πόντιοι συγγραφείς περιγράφουν με υπερηφάνεια τα εγκλήματα γενοκτονίας του διέπραξαν οι Πόντιοι αντάρτες. Ταυτόχρονα οι Πόντιο εθνικιστές καταδικάζουν με θορυβώδη και ταυτόχρονα υστερικό τρόπο τα εγκλήματα Γενοκτονίας που διέπραξε η τουρκική πλευρά απαιτώντας διεθνή αναγνώριση Γενοκτονίας, χωρίς φυσικά να ζητούν συγνώμη από τους Τούρκους για παρόμοια εγκλήματα που έκανε η δική μας πλευρά.
Όπως φαίνεται στους επαγγελματίας αυτούς πατριώτες ούτε στιγμή δεν πέρασε από το μυαλό το να ζητήσουν και οι δύο πλευρές συγνώμη για το κακό που έκανε η μία στην άλλη, κοιτώντας πλέον όχι στο παρελθόν αλλά στο μέλλον.
Οι πληροφορίες αυτές προσφέρονται κυρίως στην ελληνική νεολαία και ιδιαίτερα στην ελληνική νεολαία ποντιακής καταγωγής, ώστε ακούγοντας και μια άλλη άποψη να βγάλει τα δικά της συμπεράσματα.
Ρότερνταμ Ολλανδίας 4 Ιουλίου 2004