28 Απρ 2011

Οικονομική ανάλυση ή απλή αγκιτάτσια;

του Σ. Καλαμίτση (δικηγόρου)

Είδα [μέσω διαδικτύου]και τη δεύτερη συνέντευξη-ποταμό που έδωσε την 20.04.2011 ο οικονομολόγος-αρθρογράφος κ. Δ. Καζάκης στον τηλεοπτικό σταθμό ΚΡΗΤΗTV. Για την προηγούμενη συνέντευξή του [15.02.2011;] είχα γράψει μερικές παρατηρήσεις-επισημάνσεις. Τώρα επανέρχομαι για να σχολιάσω τη νέα συνέντευξη αντιπαρερχόμενος συγκεκριμένους μη κολακευτικούς χαρακτηρισμούς, με τους οποίους επεδαψίλευσαν διάφοροι συμπατριώτες μας τον κ. Καζάκη εξ αφορμής της αποχώρησής του από τη «ΣΠΙΘΑ». Θα σταθώ σε όσα είπε και όχι σε όσα πρεσβεύει.....

1] Τα διἀφορα στοιχεία/αριθμοί που ανέφερε δεν τεκμηριώνονται, αλλά είμαι έτοιμος να δεχθώ ότι ένα ελάχιστο ποσοστό των συνανθρώπων μας κατέχει το μεγαλύτερο ποσοστό του πλούτου αυτού του πλανήτη, την ώρα που αρκετά δισ. λιμοκτονούν. Το συμπέρασμα αυτό είναι αναπόδραστο με βάση την κοινή λογική και τα όσα έχουν δει το φως της δημοσιότητας τα τελευταία 50 χρόνια τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό. Δεν είμαι, όμως, έτοιμος να δεχθώ ότι για όλα φταίει το Κεφάλαιο και οι τραπεζίτες. Άποψή μου είναι ότι φταίνε οι «πρόθυμοι» υπηρέτες του Κεφαλαίου, οι οποίοι είτε λόγω οσφυοκαμψίας είτε λόγω ανικανότητος έρπουν προς τα ανώτερα αξιώματα γλείφοντας το Κεφάλαιο. Παράδειγμα: δεν με ενδιέφερε αν ο Κοσκωτάς λάδωσε τον μακαρίτη τον Κουτσόγιωργα ή όποιον άλλον εκλεκτό του λαού, όπως δεν με ενδιαφέρει αν μία γερμανική βιομηχανία λάδωσε τον Άκη. Με ενδιέφερε και με ενδιαφέρει γιατί λαδώθηκε το πρόσωπο που εγώ, ο λαός, επέλεξα να με κυβερνήσει, διότι το λάδωμα σημαίνει πως ο εκλεκτός μου μερίμνησε για τα συμφέροντα οποιουδήποτε άλλου εκτός εμού. Έτσι, εκείνο που με ενδιαφέρει είναι τι κάνει η κυβέρνησή μου και πώς αποδεικνύω ότι αυτό που κάνει εξυπηρετεί οποιονδήποτε άλλο εκτός του λαού. Το «μαζί τα φάγαμε» είναι πολύ απλοϊκή εξήγηση για να ασχοληθώ με την ανάλυσή της ως αιτίου της κακοδαιμονίας μας.

2] Πιστεύω ότι οι μη οικονομολόγοι, προ πάντων δε οι μη επαΐοντες τηλεθεατές, δεν φωτίσθηκαν ιδιαίτερα από όσα ελέχθησαν για ελεγχόμενη πτώχευση, αναδιάρθρωση, κούρεμα, επιμήκυνση του ελληνικού χρέους. Τα πράγματα είναι πολύ απλά. Αρκεί να τα παραλληλίσει κανείς με το περίφημο άρθρο 44 του ν. 1892/1990, στο οποίο έφτασαν να υπάγονται μέχρι και Ποδοσφαιρικές Ανώνυμες Εταιρείες και το οποίο έχει αντικατασταθεί σήμερα με το άρθρο 99 του Πτωχευτικού Κώδικος. Τι λένε αυτά τα άρθρα; Αν μία επιχείρηση δεν μπορεί να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις της προς τους δανειστές της [τράπεζες ή μη] μπορεί να ζητήσει από το δικαστήριο την υπαγωγή της στην εν λόγω διαδικασία, ώστε να αποφύγει την πτώχευση. Τί σημαίνει τούτο με απλά λόγια; Γίνεται συμφωνία με τους δανειστές να περικόψουν τις απαιτήσεις τους, προκειμένου η επιχείρηση να συνεχίσει να λειτουργεί. Έτσι, αν συμφωνήσουν οι δανειστές να λάβουν π.χ. το 60% ή το 50% ή το 30% των απαιτήσεών τους, μειώνονται οι υποχρεώσεις της επιχείρησης, πράγμα που της επιτρέπει να συνεχίσει τη λειτουργία της. Αυτό είναι ένα κανονικότατο κούρεμα. Οι δανειστές χάνουν οικειοθελώς μέρος των απαιτήσεών τους προκειμένου να εισπράξουν το υπόλοιπο, αφού γνωρίζουν ότι αν η επιχείρηση κηρυχθεί εν τέλει σε πτώχευση, δεν θα πάρουν τίποτε ή στην καλλίτερη περίπτωση θα πάρουν ένα 10% ή 20% και μετά από πάρα πάρα πολλά χρόνια που θα διαρκέσει η διαδικασία της πτώχευσης [10 χρόνια τουλάχιστον στην ελληνική πραγματικότητα]. Κάτι παρόμοιο ισχύει πλέον και για τους απλούς πολίτες που δεν έχουν πτωχευτική ικανότητα, που δεν μπορούν δηλαδή να κηρυχθούν σε πτώχευση, διότι δεν είναι έμποροι, με βάση τον ν. 3869/2010 [νόμος Κατσέλη]. Επιζητούν τη μείωση του χρέους τους προς τις τράπεζες και αν οι τελευταίες δεν δεχθούν, αποφασίζει ο Ειρηνοδίκης. Σε τι διαφέρει, λοιπόν, η αναδιάρθρωση ή κούρεμα του χρέους του Ελληνικού Δημοσίου από το άρθρο 99; Σε δύο σημεία: α] αν δεν επιτευχθεί συμφωνία μεταξύ επιχείρησης και δανειστών της, η επιχείρηση κηρύσσεται σε πτώχευση και εξαφανίζεται, ενώ αν δεν επιτευχθεί συμφωνία μεταξύ του ελληνικού κράτους και των δανειστών του, το κράτος εξακολουθεί μεν να υπάρχει, αλλά στερείται πιστοληπτικής ικανότητας έναντι του Κεφαλαίου και των Τραπεζών [= αγορές, όπως τις αποκαλούμε τελευταίως] για να δανεισθεί από οιονδήποτε και β] στην περίπτωση της επιχείρησης ουδείς ασχολείται με τα αίτια της αδυναμίας της να πληρώσει τα χρέη της, ενώ στην περίπτωση ενός κράτους αποτελεί υποχρέωσή μας να αναζητήσουμε τα αίτια της πτώχευσής του. Στην περίπτωση του ελληνικού κράτους, λοιπόν, μήπως η πτώχευση είναι η ευκαιρία μας, ώστε πραγματικά να ζούμε με αυτά που παράγουμε και να μην επαφιέμεθα στις «δάνειες δυνάμεις» κατά την προσφιλή ρήση του πρωθυπουργού; Πολύ απλοϊκά πράγματα θα μου πείτε. Πολύ αυγό του Κολόμβου. Είναι δυνατόν να γίνουμε μπαταχτσήδες; Απαντώ: ναι, αν θέλουμε να επιζήσουμε. Και γιατί δεν το κάνουμε παρακαλώ; Διότι δεν μας το επιτρέπει το savoir vivre που μας έχει επιβάλει ο γαλλογερμανικός άξονας και η ζώνη του ευρώ. Διότι θα μας πουν εκβιαστές, θα μας ρίξουν το ανάθεμα της κατάρρευσης του ευρώ. Και λοιπόν; Μια ζωή εκβιαζόμεθα. Ας εκβιάσουμε και εμείς μία φορά, την έσχατη τούτη ώρα που πνέουμε τα λοίσθια. Κυρίως δεν μας το επιτρέπουν οι τράπεζες που εξακολουθούν να έχουν επενδύσει κατά μέγα μέρος σε ομόλογα του Δημοσίου. Και όχι μόνον αυτές: δεν μας το επιτρέπουν και οι κυβερνήσεις μας, επειδή θα καταρρεύσουν και τα ασφαλιστικά Ταμεία, τα οποία επίσης έχουν επενδύσει μέγα μέρος των αποθεματικών τους σε ομόλογα του Δημοσίου. Θυμηθείτε το τιρκουάζ [=γαλαζοπράσινο] σκάνδαλο των δομημένων ομολόγων. Γιατί, άραγε, έπρεπε τα ασφαλιστικά Ταμεία να επενδύουν σε ομόλογα και δη δομημένα; [Άλλη εφεύρεση και αυτή: «δομημένα ομόλογα»]. Ήταν ελεύθερη η απόφαση των Διοικητικών Συμβουλίων των Ταμείων να επενδύσουν σε ομόλογα; Όχι βέβαια, διότι τα Ταμεία διοικούντο και εξακολουθούν να διοικούνται από επιλαχόντες βουλευτές ή κομματικούς κολλητούς των δύο κομμάτων εξουσίας, οι οποίοι υπακούουν στα κελεύσματα της Κυβέρνησης που τους διόρισε για να μη χάσουν το μισθό τους [και τις μίζες;] και, έτσι, δεν κατορθώσουν να μαζέψουν αφ’ ενός όσα ξόδεψαν στην ανεπιτυχή προεκλογική τους εκστρατεία αφ’ ετέρου όσα θα χρειασθούν για την επόμενη εκλογική αναμέτρηση.

3] Δεν φωτισθήκαμε, λοιπόν, από τον κ. Καζάκη για την αναδιάρθρωση, το κούρεμα κ.λπ. Απλώς νοιώσαμε ότι δαιμονοποιούμε τους πάντας και τα πάντα δίνοντας συγχωροχάρτι στους πολιτικούς μας, αφού η μη πτώχευση δεν μας δίνει την ευκαιρία να ελέγξουμε πώς δημιουργήθηκε το χρέος, ποιος το δημιούργησε, γιατί το δημιούργησε και ποιος έφαγε τόσα χρήματα. Παρεμπιπτόντως σημείωσα, εξ όσων αντελήφθην, τη δυσφορία του κ. Καζάκη για τον έλεγχο του χρέους από διαπρεπείς ημεδαπούς και αλλοδαπούς οικονομολόγους με πρωτοβουλία της βουλευτού κ. Σακορράφα [αυτό να μην το ξεχνάμε]. Και μέσα στο κάδρο της δαιμονοποίησης άκουσα τον κ. Καζάκη να βάζει και την Τράπεζα της Ελλάδος. Είπε πως ουδείς μπορεί να την ελέγξει, ότι ουδείς μπορεί να πάει στα θησαυροφυλάκιά της να διαπιστώσει αν υπάρχει ο χρυσός που κατέχει, ότι ουδείς γνωρίζει ποίοι είναι οι μέτοχοί της, ότι, εν ολίγοις, είναι ένα όργανα ευρισκόμενο στο απυρόβλητο. Ότι, με άλλα λόγια, πρόκειται για κράτος εν κράτει. Θα διαφωνήσω, βέβαια, με αυτές τις διαπιστώσεις. Η ΤτΕ έχει μετοχές και μάλιστα ονομαστικές και δη εισηγμένες στο Χρηματιστήριο [άκουσον άκουσον]. Άρα, το Αποθετήριο γνωρίζει ποιοι είναι οι μέτοχοι της ΤτΕ. Και ο υπουργός Οικονομικών γνωρίζει ποίοι είναι οι μέτοχοι. Εκείνο, λοιπόν, που περίμενα από τον κ. Καζάκη είναι να στηλιτεύσει το γεγονός ότι η ΤτΕ έχει μετόχους ιδιώτες, ότι η μετοχή της «παίζεται» στο Χρηματιστήριο [χρησιμοποιώ τον αδόκιμο αυτό για το Χρηματιστήριο όρο, διότι, δυστυχώς, το ελληνικό Χρηματιστήριο είναι τζόγος και θα έπρεπε να τελεί υπό την εποπτεία του ΟΠΑΠ, ώστε να ελέγχονται αυτοί που έχουν πάντοτε και όλως τυχαίως εσωτερική πληροφόρηση ή δημιουργούν την εσωτερική πληροφόρηση, ώστε να τα μαζεύουν από τα κορόιδα που δήθεν επενδύουν τους κόπους τους σε μετοχές] και ότι, εν τέλει, η ΤτΕ έχει κέρδη και διανέμει μέρισμα. Δεν διαθέτει πλέον το προνόμιο έκδοσης χαρτονομίσματος, το οποίο έχουμε εκχωρήσει στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, αλλά αυτό το προνόμιο είναι που διαφοροποιούσε την ΤτΕ από τις άλλες τράπεζες. Αυτό το προνόμιο και μόνον είναι το κριτήριο που ενέταξε την ΤτΕ στον Δημόσιο Τομέα της οικονομίας, όπως αυτός οριοθετήθηκε για πρώτη φορά νομικώς με τον ν. 1232/1982. Πράγματι, με τα κριτήρια του ν. 1232/1982 [άμεσος ή έμμεσος έλεγχος από το Δημόσιο της πλειοψηφίας των μετοχών μίας Ανώνυμης Εταιρείας, όπως είναι η ΤτΕ] η ΤτΕ δεν ενέπιπτε στον Δημόσιο τομέα, αφού το 50% και πλέον των μετοχων της ανήκε σε ιδιώτες. Έτσι, ο νομοθέτης [λέγε με Μένιο] ψήφισε τον ν. 1256/1982, με το οποίον όρισε ότι στον Δημόσιο Τομέα ανήκει και ο έχων το εκδοτικό προνόμιο της χώρας. Δεν είναι, λοιπόν, η Τράπεζα της Ελλάδος υπεύθυνη για τα δεινά μας, αλλά η εκάστοτε κυβέρνηση που ήλεγχε την ΤτΕ δια του διοριζόμενου από αυτήν Διοικητή της. Είναι ανακριβής, λοιπόν, η περιγραφή της ΤτΕ και του ρόλου της από τον κ. Καζάκη, ο οποίος την τοποθέτησε σε ένα ομιχλώδες τοπίο με τρόπο που ούτε λίγο ούτε πολύ τρομοκρατεί τον τηλεθεατή, όπως ένα κινηματογραφικό θρίλερ. Θα περίμενα από τον κ. Καζάκη να αναλύσει γιατί δεν είναι αναγκαία η ύπαρξη κεντρικών τραπεζών σε όλες τις χώρες, γιατί οι ΗΠΑ δεν είχαν κεντρική τράπεζα μέχρι το 1913, τι αποτελέσματα είχε η ίδρυση της Κεντρικής Τράπεζας των ΗΠΑ και να μιλήσει, αν το έχει ερευνήσει και αληθεύει, για το διάταγμα που υπέγραψε ο Πρόεδρος Κέννεντυ μερικούς μήνες πριν από τη δολοφονία του, με το οποίο έδινε το δικαίωμα έκδοσης δολαρίων στο υπουργείο Οικονομικών αφαιρώντας το από την Κεντρική Τράπεζα των ΗΠΑ. Μας είπε απλώς ότι η ΤτΕ ιδρύθηκε το 1928 και το 1932 πτωχεύσαμε υπονοώντας σαφώς ότι στην πτώχευση συνέβαλε και η ΤτΕ! Δεν μας είπε πώς συνέβαλε ή, αν θέλετε, πώς χρησιμοποιήθηκε η νεοϊδρυθείσα τότε ΤτΕ στην πτώχευση του 1932 και από ποιόν.

Ο κ. Καζάκης δεν με έπεισε. Πολύ αόριστα πράγματα, αλλά πρέπει να πω, με ολιγότερο αριστοκρατικό ύφος αυτή τη φορά. Μάλλον για συνέντευξη ζύμωσης για εξέγερση μου φάνηκε. Δεν είναι κακό αυτό. Αλλά ας γίνεται με περισσότερη σοβαρότητα, ολιγότερη αμετροέπεια και προ πάντων με αδιάσειστα στοιχεία.

Αθήνα, 27 Απριλίου 2011
Σωτήριος Καλαμίτσης
 
Copyright © 2015 Taxalia Blog - Θεσσαλονίκη