Άρθρο του Θόδωρου Καράογλου
Βουλευτή Β' Θεσσαλονίκης της Νέας Δημοκρατίας
Η πρόσφατη Σύνοδος Κορυφής στις Βρυξέλλες δρομολογεί πλήθος εξελίξεων στο εσωτερικό της χώρας και στην εθνική μας οικονομία. Οι αποφάσεις της Συνόδου αποτελούν τρανή ομολογία της αποτυχίας της ακολουθούμενης κυβερνητικής πολιτικής. Η επικοινωνιακή τακτική της Κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ να παρουσιάσει ως πανηγυρική επιτυχία την έκβαση της Συνόδου Κορυφής είναι απολύτως δικαιολογημένη, την στιγμή που οι αποτυχίες των κυβερνητικών χειρισμών σε κρίσιμα ζητήματα που απασχολούν την Ελληνική κοινωνία πολλαπλασιάζονται.
Πρόσφατο παράδειγμα αποτελεί το...
θέμα της πλήρους απελευθέρωσης των ΤΑΞΙ, που κατέληξε σε ναυάγιο και οδήγησε τη χώρα μεσούσης της θερινής περιόδου και με έντονο το τουριστικό κύμα, σε παράλυση. Όπως επίσης και ο νόμος – πλαίσιο για την Ανώτατη εκπαίδευση, που αναζωπυρώνει τις κινητοποιήσεις στα Πανεπιστήμια το προσεχές φθινόπωρο. Η αποτυχία της Κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ είναι προδιαγεγραμμένη. Συνεπώς, η παρουσίαση της έκβασης της Συνόδου Κορυφής ως αποτέλεσμα μιας σκληρής διαπραγμάτευσης του Πρωθυπουργού και ως κυβερνητική επιτυχία δεν αναιρεί και δεν διαγράφει τους ατυχείς χειρισμούς της Κυβέρνησης σε κρίσιμους τομείς της κοινωνίας.
Η μη λεπτομερής περιγραφή του νέου πακέτου, που θα λάβει η χώρα μας έχει αρκετά σκοτεινά σημεία, τα οποία χρήζουν διερεύνησης. Ένα από αυτά είναι οι προϋποθέσεις, κάτω από τις οποίες η χώρα μας θα λάβει το νέο πακέτο στήριξης, όπως επίσης και το γεγονός της λήψης νέων δημοσιονομικών μέτρων. Είναι εμφανές ότι οι στόχοι του Μνημονίου και του Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου απέτυχαν και αυτό το διαπιστώνει κανείς από το έλλειμμα του κρατικού προϋπολογισμού, που διαμορφώθηκε στα 12,78 δισ. ευρώ και είναι αυξημένο κατά 27,5% σε σχέση με πέρυσι, από την αδυναμία συγκράτησης των πρωτογενών δαπανών και από την μαύρη τρύπα στο μέτωπο των εσόδων. Η Κυβέρνηση οφείλει να διαβεβαιώσει τον Ελληνικό λαό, εάν η συμφωνία προϋποθέτει νέα δημοσιονομικά ή άλλα μέτρα.
Ασαφές παραμένει ακόμη, η είσοδος ιδιωτών επενδυτών με σημαντικά ερωτήματα να παραμένουν αναπάντητα. Με ποιο τρόπο θα συμμετάσχουν οι ιδιώτες – επενδυτές, ποιες θα είναι οι αρμοδιότητες τους, πώς θα επιλεγούν, ποιες εγγυήσεις θα παράσχει η χώρα μας στο νέο χρηματοδοτικό πακέτο; Οποιαδήποτε σκέψη ή συζήτηση για παροχή εμπράγματων εγγυήσεων συνεπάγεται την εξευτελιστική ταπείνωση για τη χώρα μας. Διότι η Κυβέρνηση παρείχε ανταλλάγματα στους πιστωτές μας για την παροχή νέων δανείων. Το ζητούμενο και το σκοτεινό σημείο είναι ποια θα είναι αυτά τα ανταλλάγματα;
Ήδη οι συζητήσεις περί χρεοκοπίας, επιλεκτικής ή οποιουδήποτε άλλου επιθετικού προσδιορισμού, στις οποίες επιδόθηκαν στελέχη της Κυβέρνησης το προηγούμενο διάστημα, οδήγησαν σε τεράστια αβεβαιότητα και επιδείνωση την Εθνική μας οικονομία, διογκώνοντας το πρόβλημα της ρευστότητας και οδηγώντας την σε βαθύτερη ύφεση.
Εδώ και 15 μήνες, η Κυβέρνηση δεν έχει αντιληφθεί, ότι απαιτούνται τομές, μεταρρυθμίσεις και πρωτοβουλίες που θα ανακάμψουν το οικονομικό κλίμα, θα προσδώσουν αναπτυξιακά κίνητρα, θα ανατείνουν τα δημοσιονομικά μεγέθη και θα θέσουν ένα τέλος στην συνεχιζόμενη αστάθεια των αγορών. Δεν έχει αντιληφθεί, ότι οι θυσίες του Ελληνικού λαού δεν έπιασαν τόπο, αντιθέτως γονάτισαν τους μισθωτούς, τους συνταξιούχους τους μικρομεσαίους επιχειρηματίες. Δεν έχει αντιληφθεί, ότι λύσεις, όπως η επαναγορά ομολόγων από τη δευτερογενή αγορά και το ευρωομόλογο, που θα επιτρέψει αισθητή μείωση του επιτοκίου και επιμήκυνση αποπληρωμής του ελληνικού χρέους, υπάρχουν. Μένει να ακολουθηθούν για να αποφύγουμε τα χειρότερα και μένει πλέον να δούμε ποιες θα είναι οι απαντήσεις στα εύλογα ερωτήματα, που γεννώνται από την πρόσφατη Σύνοδο, τα οποία και θα κρίνουν την πορεία του τόπου μας.