Διαβάστε σχετικά...
τάλιρο το [táliro] O41 : 1. κέρμα των πέντε δραχμών: Mια μαστίχα κάνει τρία τάλιρα, δεκαπέντε δραχμές. || (επέκτ., προφ.) ποσό των πέντε χιλιάδων ή εκατομμυρίων. 2. (πληθ., λαϊκ., παρωχ.) χρήματα, πλούτος· τάλα ρα. ταλιράκι το YΠOKOP για να υπογραμμίσουμε τη μικρή του αξία: Δώσ΄ μου ένα ~. [λόγ. επίδρ. (ορθογρ. δαν.: α > η > ι) στο λαϊκό τάλαρο < βεν. talaro < γερμ. Taler σύντμ. του Joachimstaler `νόμισμα που κατασκευαζόταν στο Joachimsthal΄]
Τάλιρο
«Thal (και πιο απλοποιημένα πλέον Tal) σημαίνει κοιλάδα στα γερμανικά. Σε μιαν κοιλάδα, την κοιλάδα του Αγίου Ιωακείμ, που σήμερα ανήκει στην Τσεχία και λέγεται Jachymov, αλλά στη γερμανοκρατούμενη Βοημία λεγόταν Joachimsthal, υπήρχε ασήμι από το οποίο έκοψαν το 1519 αστραφτερά ασημένια νομίσματα, που τα ονόμασαν, όχι ιδιαίτερα ευφάνταστα, Joachimsthaler. Τα νομίσματα αυτά είχαν προφανώς επιτυχία, και η συγκεκομμένη λέξη thaler αφομοιώθηκε και από τις άλλες γερμανικές διαλέκτους. Πέρασε τα γερμανικά σύνορα και έφτασε στην Ιταλία, ως tállero, από την οποία προέκυψε και η ελληνική τάληρο.»
Τελικά πώς γράφεται;
http://www.translatum.gr