του Κ. Χατζή
Την Κυριακή 31 Ιουλίου 2011 συμπληρώθηκαν 91 χρόνια από τη στυγερή δολοφονία του Ίωνος Δραγούμη από ένοπλη, παρακρατική ομάδα που χρηματοδοτείτο από τους πολιτικούς του αντιπάλους και τους «διαπλεκόμενους» της εποχής. Με αφορμή τη θλιβερή επέτειο, χθες το πρωί, μια παρέα ανθρώπων από τρεις διαφορετικές γενιές αποφασίσαμε να καταθέσουμε ένα στεφάνι στη μνήμη του.
Δεν εκπροσωπούσαμε τίποτα και κανέναν. Μόνο τους εαυτούς μας. Δεν είμαστε επαγγελματίες πατριώτες. Αλλά ούτε και λοβοτομημένοι υπηρέτες κομματικών γραφείων για να λησμονήσουμε την επέτειο. Όπως έγραψε ο Δραγούμης, «μας συνέδεσε η ανίκητη σιχασιά για το ελλαδικό κράτος κ τα στενά ιδανικά των μικροπολιτικών του. Μας συνέδεσε ο πόθος να διατηρηθεί κ να προκόψει το έθνος».
Κανονικά, σε τούτες τις αράδες θα έπρεπε να χωρέσουν δυο λόγια για το ηθικό και πολιτικό μέγεθος του ανδρός. Αλλά πώς να γράψεις για κάποιον που αισθάνεσαι τόσο μικρός όταν τον συλλογιέσαι ; Για κάποιον που προτίμησε την πράξη από τη θεωρία ; Την ένοπλη μάχη για τις ιδέες και το έθνος, από τη σιγουριά της αριστοκρατικής καταγωγής ; Την κοινωνική συνείδηση, από τα προνόμια της αστικής ζωής ; Τη δυσκολία του βιοπορισμού, από την ευπορία τoυ μεγαλοαστού ; Και ακόμα, πώς να γράψεις για κάποιον που μοιάζει να είχε προβλέψει μέχρι λεπτομέρειας τα δεινά που υφίσταται ο ελληνισμός σήμερα ;
Όπως και να’χει, στην ελληνική κοινωνία υπάρχουμε κι εμείς που εμπνεόμαστε από εκείνον. Λίγοι ή πολλοί, το μέλλον θα δείξει. Αλλά εμπνεόμαστε από εκείνον. Όχι από τους πολιτικούς του αντιπάλους. Τους ηθικούς αυτουργούς της δολοφονίας του. Τους ηθικούς αυτουργούς, επίσης, της πιο επαίσχυντης δίκης στη νεοελληνική ιστορία, της οποίας τα εκτελεσθέντα θύματα δικαιώθηκαν έστω και μετά θάνατον. Τους ηθικούς αυτουργούς τριών ενόπλων πραξικοπημάτων που εγκαθίδρυσαν από τότε μέχρι σήμερα, «εγγυήτριες» και «προστάτιδες» ξένες δυνάμεις που καταδυναστεύουν τον ελληνισμό : Τους σημερινούς δανειστές, δυνάστες και κατακτητές της χώρας μας.
Όχι, δεν θεωρούμε όλοι τον βασικό πολιτικό αντίπαλο του Δραγούμη «μεγάλο Έλληνα ηγέτη», πόσο μάλλον αν αναλογιστούμε τα τραγικά αποτελέσματα των πράξεών του. Δεν εμπνεόμαστε όλοι από «την τέχνη της διαπραγμάτευσης» γιατί την αντιμετωπίζουμε ως ωραιοποιημένη επιβράβευση της οσφυοκαμψίας και της υποταγής μπροστά στις επιβουλές των «γνωστών-άγνωστων» ισχυρών που θέλουν να διαφεντεύουν τα έθνη και τους ανθρώπους παγκοσμίως.
Για εμάς, τούτα τα λόγια είναι έμπνευση : «Δεν αλλάζω. Δεν αλλάζω ούτε δρόμο. Όταν φυσάει δυνατά από κάπου, κάνω πλώρη κατ’ επάνω και μένω στο δρόμο μου. Δεν αλλάζω δρόμο. Τα παπούτσια μου μπορεί να γίνουν βαριά και να με κουράζουν μα προβαίνω…Δεν έχω να σκοτιστώ για τα όσα λεν τα άλλα έθνη για το έθνος μου, παρά θα φροντίζω να ξανοίγω το δρόμο του να το ξελευτερώσω, μην ακούοντας τους άλλους, μην κοιτάζοντας κανένα. Δεν πασχίζω για το κράτος, γιατί το κράτος το δικό μας δεν αξίζει να το βοηθεί κανένας, είναι μονάχα ορμητήριο. Εγώ πασχίζω για το έθνος. Είναι ανάγκη να φτιάξω ανθρώπους, να λευτερώσω τους Έλληνες, ελεύθερους και δούλους, γιατί είναι όλοι τους σκλάβοι και ραγιάδες»
Λόγια σαν τα παραπάνω, βέβαια, μάλλον ακούγονται γραφικά στους σημερινούς κυβερνώντες. Έτσι τα αντιμετώπιζαν και οι κυβερνώντες επί Δραγούμη, «οι άνθρωποι με τα φεσάκια που είναι άξιοι μόνο για ανάλατες αττικές ειρωνείες…Ενθουσιασμός μόνο για το δικό τους συμφέρον τους συναρπάζει…Όποιος τύχει και δεν ακολουθεί το κοπάδι είναι τρελός». Αλλά το ίδιο γραφικά ή και επικίνδυνα ακούγονται τέτοια λόγια και στους ηγήτορες κάποιων κομματικών γραφείων που ανησυχούν μήπως προκύψει οτιδήποτε διαφορετικό, μήπως εμφανιστεί κάποια δύναμη που θα αποκαλύψει τον σκοτεινό τους ρόλο και θα σταθεί εμπόδιο στις μηχανορραφίες τους. Ίδιοι κι απαράλλαχτοι με το «στοιχειά του Πατριαρχείου» που περιέγραφε ο Ίων, «που σε όποιο διάδρομο κι αν διάβαινες τους εύρισκες, περνώντας σαν ίσκιος με υποκριτικά σταυρωμένα ή κρεμάμενα χέρια κ με πονηρά μάτια πίσω από τα ματογυάλια, βλέποντάς σε καλά για να καταλάβουν τι γυρεύεις εκεί».
Ας είναι…Αυτοί κάνουν τη δουλειά τους, άλλοι στην επιφάνεια και άλλοι υπογείως. Και όσο δεν μας βρίσκουν ενωμένους εναντίον τους, όσο το προσωπικό μας συμφέρον μπαίνει πάνω από το εθνικό, τόσο θα εξακολουθούν να την κάνουν. Όσο χειραγωγούμαστε από ακαταλαβίστικα μισόλογα ή από τις δήθεν ανεξάρτητες διαμαρτυρίες με τους βρώμικους επικοινωνιακούς χορηγούς, η αγανάκτησή μερικών θα γίνεται αμορτισέρ για να απορροφά τους κραδασμούς του συστήματος και να αποτρέπει την πιθανότητα αληθινής επανάστασης πολύ περισσότερων.
Δική μας δουλειά δε μπορεί να είναι άλλη παρά η ανατροπή τους. Η βίαιη αποκαθήλωση του εθνοπροδοτικού εσμού που διαφεντεύει την Πατρίδα και μας παραδίδει ως λάφυρο σε εγχώριους και ξένους οικονομικούς κατακτητές της παγκοσμιοποίησης. Και η δημόσια διαπόμπευση και τιμωρία κάθε σύγχρονου Πήλιου Γούση που, τάχα, υπηρετεί την ανύπαρκτη, εδώ και δεκαετίες, κοινοβουλευτική δημοκρατία.
Όσο δεν κάνουμε τη δουλειά μας, όσο δεν αναλαμβάνουμε την ατομική και συλλογική μας ευθύνη, όλοι μας, στενεύουν και τα περιθώρια της κριτικής μας. Οπότε, για αρχή, ας φροντίσουμε να συνειδητοποιήσουμε το καλοσκηνοθετημένο θεατρικό έργο που παίζεται, σε συνέχειες, μπροστά στα μάτια μας κι ας αναρωτηθούμε, όπως ο Ίων : « Τι εμποδίζει τους Έλληνες τους τωρινούς να κουνηθούν σαν έθνος και να δημιουργήσουν ; Αυτό, ό, τι κι αν είναι, πρέπει να λείψει από τη μέση».
Υ.Γ. Όλα τα αποσπάσματα σε εισαγωγικά είναι, φυσικά, από το έργο του Ίωνα Δραγούμη «Όσοι Ζωντανοί», ένα βιβλίο που αν υπάρχει κάποια λαϊκή και κοινωνική πολιτική δύναμη στον τόπο θα έπρεπε να διαθέσει ένα ελάχιστο τμήμα της κρατικής οικονομικής ενίσχυσης που λαμβάνει για να προμηθεύσει κάθε νέο Έλληνα με ένα αντίτυπο. Θα ήταν ελάχιστη πράξη ανύψωσης του καταποντισμένου ηθικού μιας γενιάς, που βλέπει το μέλλον της και το μέλλον των παιδιών της να υποθηκεύεται και επιλέγει να μεταναστεύσει. Ίσως να αποτελούσε ανάχωμα αυτής της φυγής, που αφήνει τη χώρα στα χέρια των κάθε είδους λαθρεποίκων της.