Διαβάστε το παρακάτω άρθρο των Financial Times και θα καταλάβετε πολλά.
Τρία και πλέον χρόνια μετά το ξέσπασμα της διεθνούς οικονομικής κρίσης, ένα νέο φάντασμα στοιχειώνει τις περισσότερες προηγμένες οικονομίες: η προοπτική πολλών ετών μισθολογικής στασιμότητας για τη μεγάλη πλειοψηφία των πολιτών. Στα μεταπολεμικά χρόνια, επικρατούσε η άποψη στις ανεπτυγμένες οικονομίες ότι κάθε γενιά θα πρέπει να περιμένει να έχει αισθητά καλύτερο... βιοτικό επίπεδο σε σχέση με την προηγούμενη. Όμως, οι προοπτικές για τη μισθολογική ανάπτυξη σπάνια ήταν τόσο χάλια όσο είναι σήμερα.
Για ορισμένες ομάδες μεσαίου εισοδήματος, η ιδέα της στασιμότητας ή της μείωσης του εισοδήματος δεν είναι νέα. Οι χειριστές μηχανημάτων στη Βρετανία υπολόγιζαν να πληρώνονται με 19.068 στερλίνες το 2010, περίπου 5% λιγότερα από το 1978, εναρμονισμένα με τον πληθωρισμό.
Το μέσο πραγματικό εισόδημα των ανδρών στις ΗΠΑ δεν έχει αυξηθεί καθόλου από το 1975. Παράλληλα, το μέσο πραγματικό εισόδημα του ιαπωνικού νοικοκυριού μειώθηκε στη δεκαετία έως το 2005 και το γερμανικό εισόδημα μειώνεται τα τελευταία 10 χρόνια.
Κάποιες από αυτές τις πιέσεις στο μεσαίο εισόδημα καλύφθηκαν, τουλάχιστον προσωρινά, από την πιστωτική άνθηση, η οποία έδωσε στις οικογένειες τη δυνατότητα να ξοδεύουν περισσότερα απ’ όσα κέρδιζαν. Σήμερα, όμως, η μεσαία τάξη σε όλο τον πλανήτη νιώθει και πάλι το σφίξιμο, γιατί ταυτόχρονα είναι και υπερχρεωμένη.
Είναι μια κατάσταση που καθόλου δεν αντεπεξέρχεται σε όσα θα επιθυμούσαν οι πολιτικοί, ώστε να μπορέσουν να επιβάλουν αυξήσεις φόρων και περικοπές των δαπανών, για να εξασφαλίσουν δημοσιονομική εξυγίανση. Και αυτή η προσαρμογή είναι απαραίτητο να γίνει, πριν οι χώρες αρχίσουν να επιβάλλουν την ακόμη δυσκολότερη διαδικασία προσαρμογής στην αύξηση του προσδόκιμου ζωής και στη γήρανση του πληθυσμού.
Δύο ερωτήματα εγείρονται από τις τάσεις στους μισθούς και στα έσοδα των νοικοκυριών: Τι ακριβώς συμβαίνει στο εισόδημα των ανεπτυγμένων οικονομιών; Και γιατί;
Οι απαντήσεις έχουν αρχίσει να δίνονται πολύ πρόσφατα. Από το 1975, ο μέσος ανδρικός μισθός στις ΗΠΑ έχει μείνει στάσιμος σε πραγματικούς όρους, ενώ το ΑΕΠ συνέχισε να αυξάνεται ταχέως. Αρχικώς, άλλες χώρες αντιστάθηκαν σε αυτήν την τάση, δημιουργώντας στις ΗΠΑ τον φόβο ότι μια ιδιαίτερη αμερικανική ασθένεια έχει πλήξει τον πολιτισμό και την αγορά εργασίας της Αμερικής.
Η ανάπτυξη στο εθνικό κατά κεφαλήν εισόδημα κάπου πρέπει να πήγε. Στις ΗΠΑ, τα λεφτά πήγαν σχεδόν αποκλειστικά στους πολύ-πολύ πλούσιους. Τα έσοδα των Αμερικανών με προ φόρων εισόδημα στο ανώτατο 1% της εισοδηματικής κλίμακας αντιστοιχούσαν στο 8% του συνόλου το 1974, αλλά είχαν εκτιναχτεί στο 18% το 2008, σύμφωνα με τη βάση δεδομένων για τα ανώτερα εισοδήματα στον κόσμο, που καταρτίζεται με βάση τα φορολογικά στοιχεία.
Όμως, η αύξηση της εισοδηματικής ανισότητας δεν είναι καθόλου μόνο αμερικανικό φαινόμενο. Ο ΟΟΣΑ έχει καταλήξει ότι η ανισότητα αυξήθηκε από το 1985 έως τα τέλη της δεκαετίας του 2000 σε 17 από τις 22 ανεπτυγμένες οικονομίες για τις οποίες υπάρχουν επαρκή στοιχεία. «Υπάρχουν ενδείξεις ότι τα επίπεδα εισοδηματικής ανισότητας συγκλίνουν σε έναν κοινό και υψηλότερο μέσο όρο… Χώρες όπως η Δανία, η Γερμανία και η Σουηδία, που έχουν παραδοσιακά χαμηλά επίπεδα ανισότητας, πλέον δεν γλιτώνουν από το άνοιγμα της ψαλίδας».
Η αυξανόμενη ανισότητα σε όλες σχεδόν τις χώρες καθοδηγείται από τις τάσεις στην αγορά εργασίας. Και διογκώνεται από τον περιορισμό των αναγκών για θέσεις εργασίας οι οποίες απαιτούν «μέτριες» ικανότητες. Σε όλες τις ανεπτυγμένες οικονομίες, οι αγορές εργασίας επικεντρώνονται γύρω από «υπέροχες δουλειές ή απαίσιες δουλειές», όπως αναφέρει ο καθηγητής του Centre for Economic Performance στο London School of Economics, κ. Alan Manning. Μεταξύ του 1993 και του 2006, το ποσοστό των εργασιών στο «μεσαίο» πεδίο μειώθηκε, ενώ η υψηλή και η χαμηλή απασχόληση αυξήθηκαν. Αυτό το συμπέρασμα είναι κοινό σε όλες σχεδόν τις προηγμένες οικονομίες, ανεξαρτήτως οικονομικών χαρακτηριστικών και πολιτικής κουλτούρας.
Η ομοιότητα των τάσεων υποδεικνύει ότι υπάρχουν δυνάμεις μεγαλύτερες από την εθνική πολιτική ή τα χαρακτηριστικά της αγοράς εργασίας. Αν και επικρατούν ποικίλες απόψεις για το τι προκαλεί τις τάσεις στην ανισότητα και τη ζήτηση εργασίας, υπάρχουν και κάποιες συγκεκριμένες τάσεις που ξεχωρίζουν.
Όσον αφορά στην κορυφή της διανομής εισοδήματος, η επανάσταση στις επικοινωνίες έχει δώσει τη δυνατότητα σε αρκετούς κλάδους που διακρίνονται να επεκτείνουν τις πωλήσεις και τα έσοδα από το τοπικό κοινό στο διεθνές. Άλλοι, όπως ο χρηματοοικονομικός, βρήκαν τρόπους για να βγάλουν περιουσίες, τζογάροντας με τα λεφτά των άλλων.
Για πολλούς πανεπιστημιακούς αποφοίτους, οι ηλεκτρονικοί υπολογιστές και το Ίντερνετ βελτιώνουν τις ελαστικές δεξιότητές τους, δίνοντάς τους περισσότερες πληροφορίες. Οι εκδότες μπορούν να διανέμουν το περιεχόμενό τους διεθνώς, οι λογιστές ή οι αρχιτέκτονες μπορούν να εξυπηρετήσουν πελάτες από μακριά και οι καθηγητές έχουν ένα διεθνές κοινό για τις ιδέες τους στα blogs, αντί να δίνουν διαλέξεις μόνο στους μαθητές τους. Η ζήτηση για υψηλής δεξιότητας δουλειές είναι μεγαλύτερη από την ανάπτυξη των αποφοίτων για παραπάνω από μία γενιά, γεγονός που δημιουργεί αύξηση εισοδημάτων.
Όσον αφορά στις χαμηλότερες βαθμίδες της εισοδηματικής κλίμακας, η τεχνολογία εξακολουθεί να μην έχει επιρροή, αφού ποια χρήση θα μπορούσε να έχει σε δουλειές όπως του καθαρισμού ή της φροντίδας ηλικιωμένων; Όμως, έχει προκαλέσει σοβαρά πλήγματα στη ζήτηση για εργασίες κοινότυπες, αλλά με ιδιαίτερες απαιτήσεις -που κάποτε ήταν η σπονδυλική στήλη της απασχόλησης στις προηγμένες οικονομίες-, από τους εργάτες στα εργοστάσια και τους τραπεζικούς υπαλλήλους μέχρι τους χειριστές μηχανημάτων.
Δεν έχει καθόλου πλάκα να είσαι χειριστής μηχανήματος σε έναν κόσμο αυτοματοποιημένων κέντρων διανομής. Κι αυτό φαίνεται στους μισθούς και στις θέσεις εργασίας της μεσαίας τάξης. Και, δεδομένου ότι είναι η μεσαία τάξη που αποφασίζει τα αποτελέσματα των εκλογών, θα φανεί και στη διαμόρφωση απόψεων των πολιτικών.
Τρία και πλέον χρόνια μετά το ξέσπασμα της διεθνούς οικονομικής κρίσης, ένα νέο φάντασμα στοιχειώνει τις περισσότερες προηγμένες οικονομίες: η προοπτική πολλών ετών μισθολογικής στασιμότητας για τη μεγάλη πλειοψηφία των πολιτών. Στα μεταπολεμικά χρόνια, επικρατούσε η άποψη στις ανεπτυγμένες οικονομίες ότι κάθε γενιά θα πρέπει να περιμένει να έχει αισθητά καλύτερο... βιοτικό επίπεδο σε σχέση με την προηγούμενη. Όμως, οι προοπτικές για τη μισθολογική ανάπτυξη σπάνια ήταν τόσο χάλια όσο είναι σήμερα.
Για ορισμένες ομάδες μεσαίου εισοδήματος, η ιδέα της στασιμότητας ή της μείωσης του εισοδήματος δεν είναι νέα. Οι χειριστές μηχανημάτων στη Βρετανία υπολόγιζαν να πληρώνονται με 19.068 στερλίνες το 2010, περίπου 5% λιγότερα από το 1978, εναρμονισμένα με τον πληθωρισμό.
Το μέσο πραγματικό εισόδημα των ανδρών στις ΗΠΑ δεν έχει αυξηθεί καθόλου από το 1975. Παράλληλα, το μέσο πραγματικό εισόδημα του ιαπωνικού νοικοκυριού μειώθηκε στη δεκαετία έως το 2005 και το γερμανικό εισόδημα μειώνεται τα τελευταία 10 χρόνια.
Κάποιες από αυτές τις πιέσεις στο μεσαίο εισόδημα καλύφθηκαν, τουλάχιστον προσωρινά, από την πιστωτική άνθηση, η οποία έδωσε στις οικογένειες τη δυνατότητα να ξοδεύουν περισσότερα απ’ όσα κέρδιζαν. Σήμερα, όμως, η μεσαία τάξη σε όλο τον πλανήτη νιώθει και πάλι το σφίξιμο, γιατί ταυτόχρονα είναι και υπερχρεωμένη.
Είναι μια κατάσταση που καθόλου δεν αντεπεξέρχεται σε όσα θα επιθυμούσαν οι πολιτικοί, ώστε να μπορέσουν να επιβάλουν αυξήσεις φόρων και περικοπές των δαπανών, για να εξασφαλίσουν δημοσιονομική εξυγίανση. Και αυτή η προσαρμογή είναι απαραίτητο να γίνει, πριν οι χώρες αρχίσουν να επιβάλλουν την ακόμη δυσκολότερη διαδικασία προσαρμογής στην αύξηση του προσδόκιμου ζωής και στη γήρανση του πληθυσμού.
Δύο ερωτήματα εγείρονται από τις τάσεις στους μισθούς και στα έσοδα των νοικοκυριών: Τι ακριβώς συμβαίνει στο εισόδημα των ανεπτυγμένων οικονομιών; Και γιατί;
Οι απαντήσεις έχουν αρχίσει να δίνονται πολύ πρόσφατα. Από το 1975, ο μέσος ανδρικός μισθός στις ΗΠΑ έχει μείνει στάσιμος σε πραγματικούς όρους, ενώ το ΑΕΠ συνέχισε να αυξάνεται ταχέως. Αρχικώς, άλλες χώρες αντιστάθηκαν σε αυτήν την τάση, δημιουργώντας στις ΗΠΑ τον φόβο ότι μια ιδιαίτερη αμερικανική ασθένεια έχει πλήξει τον πολιτισμό και την αγορά εργασίας της Αμερικής.
Η ανάπτυξη στο εθνικό κατά κεφαλήν εισόδημα κάπου πρέπει να πήγε. Στις ΗΠΑ, τα λεφτά πήγαν σχεδόν αποκλειστικά στους πολύ-πολύ πλούσιους. Τα έσοδα των Αμερικανών με προ φόρων εισόδημα στο ανώτατο 1% της εισοδηματικής κλίμακας αντιστοιχούσαν στο 8% του συνόλου το 1974, αλλά είχαν εκτιναχτεί στο 18% το 2008, σύμφωνα με τη βάση δεδομένων για τα ανώτερα εισοδήματα στον κόσμο, που καταρτίζεται με βάση τα φορολογικά στοιχεία.
Όμως, η αύξηση της εισοδηματικής ανισότητας δεν είναι καθόλου μόνο αμερικανικό φαινόμενο. Ο ΟΟΣΑ έχει καταλήξει ότι η ανισότητα αυξήθηκε από το 1985 έως τα τέλη της δεκαετίας του 2000 σε 17 από τις 22 ανεπτυγμένες οικονομίες για τις οποίες υπάρχουν επαρκή στοιχεία. «Υπάρχουν ενδείξεις ότι τα επίπεδα εισοδηματικής ανισότητας συγκλίνουν σε έναν κοινό και υψηλότερο μέσο όρο… Χώρες όπως η Δανία, η Γερμανία και η Σουηδία, που έχουν παραδοσιακά χαμηλά επίπεδα ανισότητας, πλέον δεν γλιτώνουν από το άνοιγμα της ψαλίδας».
Η αυξανόμενη ανισότητα σε όλες σχεδόν τις χώρες καθοδηγείται από τις τάσεις στην αγορά εργασίας. Και διογκώνεται από τον περιορισμό των αναγκών για θέσεις εργασίας οι οποίες απαιτούν «μέτριες» ικανότητες. Σε όλες τις ανεπτυγμένες οικονομίες, οι αγορές εργασίας επικεντρώνονται γύρω από «υπέροχες δουλειές ή απαίσιες δουλειές», όπως αναφέρει ο καθηγητής του Centre for Economic Performance στο London School of Economics, κ. Alan Manning. Μεταξύ του 1993 και του 2006, το ποσοστό των εργασιών στο «μεσαίο» πεδίο μειώθηκε, ενώ η υψηλή και η χαμηλή απασχόληση αυξήθηκαν. Αυτό το συμπέρασμα είναι κοινό σε όλες σχεδόν τις προηγμένες οικονομίες, ανεξαρτήτως οικονομικών χαρακτηριστικών και πολιτικής κουλτούρας.
Η ομοιότητα των τάσεων υποδεικνύει ότι υπάρχουν δυνάμεις μεγαλύτερες από την εθνική πολιτική ή τα χαρακτηριστικά της αγοράς εργασίας. Αν και επικρατούν ποικίλες απόψεις για το τι προκαλεί τις τάσεις στην ανισότητα και τη ζήτηση εργασίας, υπάρχουν και κάποιες συγκεκριμένες τάσεις που ξεχωρίζουν.
Όσον αφορά στην κορυφή της διανομής εισοδήματος, η επανάσταση στις επικοινωνίες έχει δώσει τη δυνατότητα σε αρκετούς κλάδους που διακρίνονται να επεκτείνουν τις πωλήσεις και τα έσοδα από το τοπικό κοινό στο διεθνές. Άλλοι, όπως ο χρηματοοικονομικός, βρήκαν τρόπους για να βγάλουν περιουσίες, τζογάροντας με τα λεφτά των άλλων.
Για πολλούς πανεπιστημιακούς αποφοίτους, οι ηλεκτρονικοί υπολογιστές και το Ίντερνετ βελτιώνουν τις ελαστικές δεξιότητές τους, δίνοντάς τους περισσότερες πληροφορίες. Οι εκδότες μπορούν να διανέμουν το περιεχόμενό τους διεθνώς, οι λογιστές ή οι αρχιτέκτονες μπορούν να εξυπηρετήσουν πελάτες από μακριά και οι καθηγητές έχουν ένα διεθνές κοινό για τις ιδέες τους στα blogs, αντί να δίνουν διαλέξεις μόνο στους μαθητές τους. Η ζήτηση για υψηλής δεξιότητας δουλειές είναι μεγαλύτερη από την ανάπτυξη των αποφοίτων για παραπάνω από μία γενιά, γεγονός που δημιουργεί αύξηση εισοδημάτων.
Όσον αφορά στις χαμηλότερες βαθμίδες της εισοδηματικής κλίμακας, η τεχνολογία εξακολουθεί να μην έχει επιρροή, αφού ποια χρήση θα μπορούσε να έχει σε δουλειές όπως του καθαρισμού ή της φροντίδας ηλικιωμένων; Όμως, έχει προκαλέσει σοβαρά πλήγματα στη ζήτηση για εργασίες κοινότυπες, αλλά με ιδιαίτερες απαιτήσεις -που κάποτε ήταν η σπονδυλική στήλη της απασχόλησης στις προηγμένες οικονομίες-, από τους εργάτες στα εργοστάσια και τους τραπεζικούς υπαλλήλους μέχρι τους χειριστές μηχανημάτων.
Δεν έχει καθόλου πλάκα να είσαι χειριστής μηχανήματος σε έναν κόσμο αυτοματοποιημένων κέντρων διανομής. Κι αυτό φαίνεται στους μισθούς και στις θέσεις εργασίας της μεσαίας τάξης. Και, δεδομένου ότι είναι η μεσαία τάξη που αποφασίζει τα αποτελέσματα των εκλογών, θα φανεί και στη διαμόρφωση απόψεων των πολιτικών.