του Δικηγόρου Σωτήρη Καλαμίτση
Χρόνια αναρωτιόμουν τί περιεχόμενο μπορεί να έχει ο όρος «πολιτική σκέψη». Είχα ακούσει για φιλοσοφική σκέψη, στην οποίαν ευχερώς αποδίδεται κάποιο περιεχόμενο, για βαθειά και ρηχή σκέψη που επίσης είναι απολύτως κατανοητές, αλλά η πολιτική σκέψη με βασάνιζε. Μέχρι που άκουσα προ ετών τον Θ. Πάγκαλο να περιγράφει σε ραδιοφωνική εκπομπή κάποιο περιστατικό με τον Ανδρέα Παπανδρέου. Διηγείτο ότι μετά την άνοδο του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία ρώτησε τον Ανδρέα: «Τώρα τι κάνουμε με το σύνθημα «ΕΟΚ και ΝΑΤΟ το ίδιο συνδικάτο»; Πώς το υλοποιούμε;». Και ο Ανδρέας του απάντησε «Νομίζεις πως υπάρχει έστω και ένας έλληνας που έχει πιστέψει στο σύνθημα αυτό;». Και τελειώνοντας τη διήγηση είπε ο κ. Πάγκαλος: «Ενδιαφέρουσα πολιτική σκέψη». Ώστε έτσι λοιπόν, σκέφτηκα. Πολιτική σκέψη είναι η εξαπάτηση.
Είχα δει, επίσης, να γράφεται για τον τάδε ή δείνα βουλευτή ότι δεν έχει πολιτική σκέψη, επειδή σε κάποιο συγκεκριμένο ζήτημα τοποθετήθηκε ευθέως αντί να ακολουθήσει την τεθλασμένη για να μην κακοκαρδίσει κάποιους και, έτσι, βλάψει εμμέσως τον εαυτό του ή το κόμμα του. Άρα, πολιτική σκέψη έχει ο πολιτικός που επιτυγχάνει τον στόχο του, συνήθως βρώμικο, με απατηλά μέσα. Αυτό, όμως, ονομάζεται δολιότης ή δόλια σκέψη. Δεν μπορεί να είναι πολιτική σκέψη. Αυτός πρέπει να είναι ο λόγος που βλέπουμε μερικές φορές ένα βουλευτή ή υποψήφιο βουλευτή να προβάλλεται για θέσεις που εξέφρασε σε ένα φλέγον ζήτημα της επικαιρότητος και αμέσως μετά να δέχεται τα πυρά ενός βουλευτή της ίδιας παράταξης, ο οποίος εκφράζει εκ διαμέτρου αντίθετες ή ελαφρώς παραλλαγμένες θέσεις ή ακόμη και τις ίδιες θέσεις, αλλά με κεκαλυμμένο τρόπο που σε κάνει να αναρωτιέσαι, αν είχε νόημα η τοποθέτησή του αυτή στη συγκεκριμένη συγκυρία. Ψάχνεσαι, ψάχνεσαι και στο τέλος συνειδητοποιείς ότι πέρα από το ομοκόμματο, το βασικό στοιχείο που συνδέει τους δύο πολιτικούς είναι ότι αμφότεροι εκλέγονται στην ίδια περιφέρεια. Άρα, η σκέψη αυτών των πολιτικών στρέφεται γύρω από τη διατήρηση ή επαύξηση των κεκτημένων τους. Και έτσι, κατέληξα στο συμπέρασμα ότι πολιτική σκέψη είναι η τέχνη της κρυψίνοιας, ώστε να μην φαίνονται οι προθέσεις σου να εξοντώσεις ή υπερκεράσεις τον αντίπαλο πολιτικό ή απλώς να αποκοιμίσεις αυτόν προς τον οποίον απευθύνεσαι. Όπως π.χ. χθες ο υπουργός κ. Κουτρουμάνης μας διαβεβαίωσε για πολλοστή φορά ότι οποιαδήποτε πρόσληψη θα γίνει αξιοκρατικά και ότι οι πελατειακές προσλήψεις εξαφανίσθηκαν την 04.10.2009. Όπως ο βουλευτής Σερρών κ. Κουτμερίδης μας διαβεβαίωσε ότι παρεχώρησε για μία μόνον ημέρα την τηλεφωνική γραμμή του πολιτικού γραφείου του για να εξυπηρετήσει μία οργάνωση που θα ησχολείτο με την εξεύρεση εργασίας σε νέους του νομού Σερρών. Αυτά, για να μην φτάσω στο «λεφτά υπάρχουν» που αποτελεί πλέον την κορωνίδα της πολιτικής σκέψης των τελευταίων ετών. Εν τέλει, με ακόμη πιο απλά λόγια, πολιτική σκέψη είναι η τέχνη του ψεύδεσθαι και του τρικλοποδείν.
Αφού είχα λύσει την απορία αυτή, προβληματίσθηκα χθες στο άκουσμα της άποψης κάποιου πολιτικού, του οποίου ειλικρινώς δεν θυμάμαι το όνομα, ότι δεν υπάρχει παραγραφή της ποινικής ευθύνης των υπουργών που εμπλέκονται στο θέμα της προμήθειας υποβρυχίων, αφού απλώς η αρμόδια Εξεταστική Επιτροπή διεπίστωσε την ύπαρξη πολιτικών και όχι ποινικών ευθυνών. Με εφόδιο τη γνώση πλέον του περιεχομένου τού όρου «πολιτική σκέψη» προσπάθησα να αναλύσω το γιγαντιαίο αυτό γεγονός. Αφορούσε στις ευθύνες των υπουργών Εθνικής Άμυνας περιόδου 2002-2009. Η Επιτροπή δεν εντόπισε ποινικές ευθύνες, αλλά μόνον πολιτικές. Δηλαδή όλοι οι υπουργοί της συγκεκριμένης περιόδου δεν έκαναν καλά τη δουλειά τους, δεν επιτέλεσαν το καθήκον τους, δεν προάσπισαν το συμφέρον του δύσμοιρου αυτού λαού που τους έταξε να τον κυβερνήσουν, αλλά η παράλειψη τους αυτή δεν στοιχειοθετεί κάποιο ποινικό αδίκημα. Ίσως να είναι και έτσι σκέφτηκα καλοπίστως. Μπορεί πράγματι να μη διαπιστώθηκε δόλος που απαιτείται κατά κανόνα για τη διάπραξη ενός ποινικού αδικήματος, πράγμα για το οποίο σφόδρα αμφιβάλλω. Ακολούθως συνειδητοποίησα ότι αν εντοπίζονταν ποινικές ευθύνες για εκείνους που διετέλεσαν υπουργοί την περίοδο 2007-2009, δεν θα είχε παραγραφεί το ποινικό αδίκημα, αφού μπορούσε η Βουλή μέχρι τον Οκτώβριο, οπότε λήγει η δεύτερη σύνοδος της περιόδου 2009-2013, να ασκήσει ποινική δίωξη εναντίον τους και να ανοίξει ο δρόμος προς το Ειδικό Δικαστήριο. Φαντασθείτε, όμως, τί θα γινόταν αν οδηγείτο στο εδώλιο ο υπουργός της περιόδου 2007-2009, ο οποίος ανατρέχοντας στην περίοδο 2002-2007 θα έπαιρνε παραμάσχαλα όλους τους προκατόχους του. Το απέραντο μπάχαλο. Η μία αποκάλυψη θα διαδεχόταν την άλλη και ο λαός θα τους έπαιρνε και θα τους σήκωνε όλους μαζί. Συμπέρασμα: όπου οι ποινικές ευθύνες έχουν παραγραφεί ή ο ελεγχόμενος υπουργός είναι «τελειωμένος» πολιτικά, τον διώκουμε όντας βέβαιοι ότι το δικαστικό συμβούλιο θα διαπιστώσει την παραγραφή και η υπόθεση θα αρχειοθετηθεί στα ερμάρια της λήθης.
Αν ο υπουργός είναι ενεργός αντίπαλος που μπορεί να βγάλει τα άπλυτά μας στη φόρα, διαπιστώνουμε ότι δεν έχει ποινικές, αλλά έχει πολιτικές και μόνον ευθύνες. Τον παραπέμπουμε, δηλαδή, στον λαό, ο οποίος θα τον κρίνει στις επόμενες εκλογές.
Θα μου πείτε, τι σχέση έχει η πολιτική σκέψη με την πολιτική ευθύνη. Έχει και παραέχει. Με πολιτική σκέψη, ήτοι δολίως, δεν αποδίδουμε ποινική ευθύνη σε κάποιο κομματικό ή εσωκομματικό αντίπαλο, ώστε να αποφύγουμε τα περίεργα μονοπάτια που μας περιμένουν. Του αποδίδουμε πολιτική ευθύνη, ήτοι μία ευθύνη που έχει τόση σχέση με την ευθύνη όσο η μουσική με τη Στρατιωτική Μουσική και η Δικαιοσύνη με τη στρατιωτική Δικαιοσύνη.
Σωτήριος Καλαμίτσης
Δικηγόρος