Όταν οι Γερμανοί εκθείαζαν την ανθρωπιά και μεγαλοψυχία του ελληνικού λαού*
Διαβάζοντας τα προσβλητικά και ισοπεδωτικά δημοσιεύματα μερίδας του γερμανικού Τύπου –εμπνευσμένα από κακόβουλα στερεότυπα του παρελθόντος- μου ήρθε στο νου μια συγλονιστική ιστορία, που συνέβη στη Θεσσαλονίκη αμέσως μετά το τέλος της γερμανικής κατοχής. Καλό είναι να την έχουμε υπόψιν μας, υπενθυμίζοντας την ενίοτε και στους
γερμανούς φίλους μας.
Από τον Ιούλιο του 1941 μέχρι το τέλος της γερμανικής κατοχής, επικεφαλής του μετεωρολογικού σταθμού Θεσσαλονίκης του γερμανικού ναυτικού με τον βαθμό του έφεδρου ταγματάρχη, ήταν ο Γκέοργκ Έκαρτ (Georg Eckert, 1912-1974), δόκτορας της λαογραφίας, της ιστορίας και της γεωγραφίας. Η λίαν επιτυχής θητεία του δεν τον εμπόδισε καθόλου να αναπτύξει, παράλληλα με τα καθήκοντά του, και μια άλλη δραστηριότητα: την παράνομη αντιναζιστική δράση.΄Ηδη από τα μαθητικά του χρόνια, την εποχή της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης, ήταν ηγετικό στέλεχος οργανώσεων της νεολαίας του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος Γερμανίας (SPD). Το 1933, για να αποφύγει τη σύλληψη, αναγκάστηκε αρχικά να κρυφτεί. Σύντομα όμως βρήκε τον τρόπο να συνεχίσει τις σπουδές του, χωρίς να διακόψει ποτέ την παράνομη αντικαθεστωτική δράση του. Στη Θεσσαλονίκη διέθετε σημαντική ελευθερία κινήσεων, καθώς με το πρόσχημα των λαογραφικών μελετών «αλώνιζε» ολόκληρη τη Μακεδονία, μετατρέποντας την υπηρεσία του σε κέντρο Γερμανών αντιφασιστών όλων των αποχρώσεων. Ένας από τους στόχους τού ίδιου και της ομάδας του ήταν η μυστική παροχή βοήθειας στον ελληνικό λαό που δεινοπαθούσε και η αναζήτηση επαφής με την ελληνική αντίσταση. Γνώρισε έτσι πολύ κόσμο και κατάφερε να κερδίσει την εμπιστοσύνη του. Τον Οκτώβριο του 1944, λίγο πριν από την αποχώρηση των κατακτητών, ο «κύριος Γιώργος» -όπως τον αποκαλούσαν με συμπάθεια όσοι τον γνώριζαν- προσχώρησε μαζί με την ομάδα του στον ΕΛΑΣ. Στην πατρίδα του επέστρεψε τον Αύγουστο του 1945. Σύντομα επανασυνδέθηκε με το κόμμα του, έγινε διάσημος καθηγητής ιστορίας και, ανεβαίνοντας τα κομματικά και πολιτειακά σκαλοπάτια, συνεργάστηκε για διάφορα θέματα με τον ιστορικό ηγέτη του SPD Willy Brandt.
Ιδού πώς περιγράφει ο ίδιος, σε αναφορά του το 1946, τις συγκλονιστικές εμπειρίες του μετά την παράδοσή του στον ΕΛΑΣ:
«Όταν μας παρέλαβε η μονάδα του ΕΛΑΣ, μας οδήγησε στον συνοικισμό Συκιές, που ήταν τότε υπό τον έλεγχο των ανταρτών. Εκεί μας υποδέχτηκαν με τον καλύτερο τρόπο και μας εγκατέστησαν μέχρι να σκοτεινιάσει σε ιδιωτική κατοικία...Σε λίγο εμφανίστηκε ο διοικητής της 11ης Μεραρχίας «Γιάννης» (Ιωάννης Παπαθανασίου), για να μας ευχαριστήσει εξ ονόματος του λαού της Θεσσαλονίκης...Δήλωσε ότι θεωρεί τη συνεργασία μας ως το ξεκίνημα των νέων σχέσεων μεταξύ της Ελλάδας και της Γερμανίας και υποσχέθηκε ότι θα υποστηρίξει με όλες του τις δυνάμεις το γερμανικό αντιφασιστικό κίνημα...Την επόμενη ημέρα συνοδεύσαμε μια μεγάλη ομάδα Γερμανών και λοιπών αιχμαλώτων και λιποτακτών στον Χορτιάτη, ένα χωριό που το είχαν κάψει οι φασίστες υπό την ηγεσία τού Γερμανού λοχία Σούμπερτ. Είχαν δολοφονήσει πολλές γυναίκες και παιδιά, πολλούς μάλιστα τους είχαν κάψει ζωντανούς σε φούρνους. (Οι κάτοικοι) μόλις είδαν τα συνοδευτικά έγγραφά μας, μας υποδέχτηκαν εγκάρδια...Βαθιά συγκινημένοι, εκφράσαμε αυθόρμητα τη συμπαράστασή μας στον ελληνικό πληθυσμό του χωριού που είχε συγκεντρωθεί στην κεντρική πλατεία.. Καθώς περνούσαμε ανάμεσα από τα μαύρα αποκαΐδια, με πλησίασαν οι επιζώντες της σφαγής, που με γνώριζαν από τις προηγούμενες επισκέψεις μου και ήξεραν ότι είμαι φίλος των Ελλήνων. Με τα σπασμένα ελληνικά μου τους μίλησα... Τα λόγια μου τους άγγιξαν βαθιά. Ο δήμαρχος, γνωστός μου από παλιά, του οποίου η γυναίκα και δύο παδιά του είχαν καεί ζωντανά στους φούρνους, με αγκάλιασε τότε μπροστά σε όλους τους κατοίκους και με φίλησε...».
Και ο συγλονισμένος Γερμανός, αφού περιγράψει εν συνεχεία την ενθουσιώδη υποδοχή που επιφύλαξε ο λαός της Θεσσαλονίκης στην μικρή αντιστασιακή του ομάδα την επόμενη ημέρα, κατά την θριαμβευτική είσοδο των ανταρτών στο κέντρο της πόλης, σχολιάζει: «Ήταν μια αξέχαστη στιγμή που αποδεικνύει την ανθρωπιά του ελληνικού λαού. Δεν μπορώ να διανοηθώ ότι παρόμοιες σκηνές θα ήταν δυνατόν να συμβούν, το 1944 ή το 1945, στο Οραντούρ ή στο Λίντιτσε» (τόποι ναζιστικών θηριωδιών στη Γαλλία και την Τσεχία).
Γεράσιμος Αλεξάτος, συγγραφέας
Βερολίνο, 12. 10. 2011
*Το κείμενο βασίζεται στο άθρο του Γερμανού καθηγητή Heinz Richter „Sozialdemokratischer Widerstand im besetzten Griechenland: Georg Eckert und seine Gruppe“, στη περιοδική επιστημoνική έκδοση Thetis, τόμος 7, Mannheim, 2000, σ. 237- 252.