Πρίν από περίπου δεκαπέντε χρόνια, όταν δούλευα σε μια μικρή εταιρεία πληροφορικής, γνώριζα το Γιάννη, ένα οδηγό που έκανε παραδόσεις για λογαριασμό ενός γνωστού -τότε- χονδρέμπορα του χώρου. Ο Γιάννης λοιπόν, μου περιέγραφε τότε την εμπειρία του μετά από έξι μήνες εργασίας. Θυμάμαι καθαρά να μου περιγράφει τα περί της εργασιακής του συνείδησης ως εξής.
Όταν ξεκίνησε να δουλεύει, μετά τα γνωστά που συνηθίζουνν να λένε οι εργοδότες περί ανταμοιβής της φιλοτιμίας και εργατικότητας των υπαλλήλων τους, εργάστηκε κι αυτός φιλότιμα και παρέδιδε περίπου τα διπλά από κάποιους παλιότερους οδηγούς, που είχαν πάνω από ένα χρόνο στην εταιρεία. Η ανταμοιβή όμως που πήρε, ήταν ένα βαρύτερο πρόγραμμα παραδόσεων και περισσότερες φωνές όταν καθυστερούσε.
Μετά από τέσσερις μήνες, είχε γίνει κι αυτός ίδιος με τους άλλους οδηγούς. Λίγες παραδόσεις, διαλλείματα για καφέ (τότε ακόμα τα κινητά ήταν πολυτέλεια), και μια γενική αδιαφορία για τη δουλειά του.
Fast forward στο σήμερα. Πολλές ιδιωτικές εταιρείες ακόμη χρησιμοποιούν την τακτική του προαναφερθέντα χονδρέμπορα. Δεν έχω λόγο να υποθέσω ότι οι υπάλληλοί τους γίνονται πιο παραγωγικοί όταν υποβάλλονται σε τέτοια μεταχείρηση. Και αυτό φαίνεται και στην εταιρεία. Τώρα με την κρίση ίσως όχι τόσο, αλλά παλιότερα τουλάχιστο, η συχνή εναλλαγή του προσωπικού ήταν μια καλή ένδειξη των κακών συνθηκών εργασίας σε κάποιο χώρο, όπως και η πικρία τους που πολλές φορές επηρέαζε και την ποιότητα εξυπηρέτησης των όποιων πελατών.
Το αυτό φυσικά ισχύει και για τους δημοσίους υπαλλήλους. Αυτοί ναι μεν μπορεί να γνωρίζουν ότι οι αμοιβές είναι τυποποιημένες, αλλά όταν σε κάποια υπηρεσία βλέπει κάποιος "συναδέλφους" του να βρίσκονται σε συνεχείς διακοπές, πιστεύετε ότι είναι δυνατόν να μην επαναστατήσουν ποτέ; Και ακριβώς επειδή μιλάμε για δημόσιο, η επανάστασή τους δεν έχει βίαια μορφή, αλλά συνήθως απλά ακολουθούν το παράδειγμα των "βολεμένων": ελάχιστη δουλειά και καμιά πρωτοβουλία. Για να το θέσω απλά, ακολουθούν το παράδειγμα του Γιάννη που περιέγραψα στην αρχή.
Κάπου εκεί τα πράγματα γίνονται ακόμα χειρότερα, γιατί αν θεωρήσουμε ότι ως καταναλωτές μπορούμε να φύγουμε από την εταιρεία που δεν μας εξυπηρετεί σωστά, στην περίπτωση του δημοσίου δεν έχουμε αυτή τη δυνατότητα. Ακόμα κι αν υπάρχουν όμως εναλλακτικές, το γεγονός και μόνο ότι πληρώνουμε φόρους για να έχουμε τις δημόσιες υπηρεσίες μας δίνει, νομίζω, το δικαίωμα να απαιτούμε ό,τι καλύτερο.
Και κάπου εδώ φτάνω στο θέμα της αμοιβής. Τυγχάνει να γνωρίζω μερικές νοσηλεύτριες που εργάζονται σε συνθήκες καθόλου αξιοζήλευτες πάνω από δεκαπέντε χρόνια. Στη εντατική οι δύο από αυτές, σε διάφορες κλινικές οι άλλες. Βλέποντας το πώς δουλεύουν πραγματικά τις θαυμάζω. Ειδικά στην εντατική, αναρωτιέμαι τι ψυχικό απόθεμα πρέπει να έχουν για να αντέχουν τόσα χρόνια σε τόσο καταθλιπτικό χώρο εργασίας, με καθημερινούς θανάτους νέων παιδιών. Και μαθαίνω προχθές ότι τους μείωσαν το μισθό κατά περίπου τριακόσια ευρώ, κοντά στα 1000, και τόσο μάλλον θα προβλέπεται να παίρνουν με το νέο μισθολόγιο. Ίσως κάποιοι άνεργοι να πουν ότι αυτές τουλάχιστον πληρώνονται. Εγώ θα σας πω πάντως ότι είναι τουλάχιστον απογοητευμένες. Αυτό που τις νοιάζει τώρα είναι απλά να τελειώσει η βάρδια με τη λιγότερη δυνατή προσπάθεια. Να βρουν κάπου αλλού να πάνε για δουλειά, αφού έτσι κι αλλιώς τα ίδια λεφτά θα παίρνουν ακόμα κι αν κολάνε τσιρώτα. Δεν τους δόθηκε ποτέ κάποιο κίνητρο στην εργασία τους, αλλά τώρα πια τους δίνονται και αντικίνητρα.
Παρόμοια επιχειρήματα σίγουρα υπάρχουν και για πολλούς άλλους κλάδους εργαζομένων, στο δημόσιο και στον ιδιωτικό τομέα. Η συνεχής περικοπή των αμοιβών δεν αυξάνει την παραγωγικότητα, αλλά την αδιαφορία. Αναρωτιέμαι πόσοι οικονομικοί εγκέφαλοι χρειάζονται για να καταλάβει κανείς μια τόσο απλή αρχή.
Π.Β.