΄Ολοι έχουμε λίγο-πολύ παρακολουθήσει συνεδριάσεις της Βουλής και έχουμε παρατηρήσει ότι ελάχιστοι εκ των αντιπροσώπων του Έθνους αγορεύουν. Η πλειονότητα διαβάζει κάποιο κείμενο. Διαπιστώνουμε, λοιπόν, ότι οι βουλευτές μας γνωρίζουν ανάγνωση. Πολλοί απ’ αυτούς, μάλιστα, ...
όχι και τόσο καλή, αν κρίνω από την αδυναμία να τονίσουν σωστά τις λέξεις, να κάνουν παύση σε ένα κόμα ή σε μία τελεία, να χρωματίσουν σωστά τον λόγο τους.
Μερικοί δε κάνουν αφόρητα σαρδάμ. Ίσως, διότι δεν έχουν γράψει οι ίδιοι τον λόγο τους και παρέλειψαν να κάνουν μερικές δοκιμές μπροστά στον καθρέφτη του σπιτιού τους όντας πολύ απασχολημένοι με τα ρουσφέτια και το δυσοίωνο μέλλον τους. Κλασικό παράδειγμα ο πρωθυπουργός μας, ο οποίος, όμως, δικαιολογείται από το γεγονός ότι δεν γνωρίζει καλά την ελληνική γλώσσα, πράγμα που ο ίδιος έχει παραδεχθεί αποδίδοντάς το στο ότι είχε επανειλημμένως αναγκασθεί να ξενιτευτεί, όταν η οικογένειά του διωκόταν από τους μη δημοκράτες.
Οι υπόλοιποι, όμως, γιατί δεν αγορεύουν, αλλά διαβάζουν κείμενα, και μάλιστα όχι σωστά; Πού οφείλεται το φαινόμενο αυτό; Η απορία αυτή με οδήγησε στην αναζήτηση του τρόπου αγόρευσης στη Βουλή. Το άρθρο 47 του Κανονισμού της Βουλής του έτους 1975 όριζε στην παράγραφο 2:
«2. Απαγορεύονται οι γραπτοί λόγοι, εκτός αν πρόκειται περί δηλώσεων, προγραμματικών δηλώσεων της Κυβερνήσεως και απαντήσεως εις ταύτας. Επιτρέπεται, όμως, η χρήσις σημειώσεων και εντύπων προς υπόμνησιν ή επισήμανσιν ειδικών θεμάτων, ιδία δε εις συζητήσεις επί του Προϋπολογισμού»
Η διάταξη αυτή περιελήφθη στο άρθρο 66 του Κανονισμού του 1987, αλλά τροποποιήθηκε το έτος 1993 και έχει σήμερα ως εξής:
"6. Οι γραπτοί λόγοι δεν επιτρέπονται, εκτός αν πρόκειται για προγραμματικές ή άλλες δηλώσεις της Κυβέρνησης, τις απαντήσεις σ` αυτές και τις πρωτολογίες εισηγητών, ειδικών αγορητών, των αρμόδιων Υπουργών και των Προέδρων των Κοινοβουλευτικών Ομάδων ή των αναπληρωτών τους στη συζήτηση επι της αρχής σχεδίου ή πρότασης νόμου". Επιτρέπεται όμως η χρήση σημειώσεων για υπόμνηση ή επισήμανση ειδικών θεμάτων και ιδίως στις συζητήσεις για τον προϋπολογισμό.»
Διευρύνθηκε, έτσι, ο αριθμός των περιπτώσεων, όπου επιτρέπεται ο γραπτός λόγος, αλλά ο κανόνας εξακολουθεί να είναι ότι δεν επιτρέπονται οι γραπτοί λόγοι παρά σε ελάχιστες περιπτώσεις. Γιατί άραγε έγινε αυτή η τροποποίηση το έτος 1993; Ποία η αφορμή για τη ρύθμιση αυτή [occasio legis που λέμε οι νομικοί]; Διότι ο σκοπός της [ratio legis] είναι σαφής: να μπορούν να παίρνουν τον λόγο και όσοι αδυνατούν να τον εκφέρουν. Δικαιούμαι να υπολάβω ότι η τροποποίηση είτε αποτέλεσε αίτημα των βουλευτών είτε υπαγορεύθηκε από τους κομματικούς αρχηγούς που διαπίστωσαν ότι οι εντός του Κοινοβουλίου χειροκροτητές τους δεν τα καταφέρνουν και τόσο καλά με το λέγειν όταν βρίσκονται εκτός καφενείου. Κάποιοι σίγουρα δεν έχουν ευφράδεια λόγου ή δεν μπορούν να εκφράσουν τα διανοήματά τους κατά τρόπο συγκροτημένο και κατανοητό. Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι υπάρχει λογική αλληλουχία και ουσιαστικό περιεχόμενο στα κείμενα που τους ακούμε να μας διαβάζουν «αγορεύοντες».
Ενδιαφέρον θα ήταν να πληροφορηθούμε τί βαθμό είχαν οι εθνοπατέρες στο μάθημα της έκθεσης ιδεών, όταν φοιτούσαν στο σχολείο. Δεν αρκεί να γνωρίζουμε αν οι άρρενες εξ αυτών υπηρέτησαν τη στρατιωτική θητεία τους και πώς. Καλόν θα ήτο να γνωρίζουμε αν ξέρουν και γραφή.
Συμπέρασμα: ο Κανονισμός παραβιάζεται κατ’ εξακολούθηση, όπως και κάθε άλλος νόμος, υπό το αυστηρό βλέμμα του Προέδρου της Βουλής. Όταν, όμως, παραβιάζεται ασυστόλως του Σύνταγμα, η παραβίαση του Κανονισμού της Βουλής μάλλον αποτελεί λεπτομέρεια.
Σωτήριος Καλαμίτσης
Δικηγόρος