Για τους μαυραγορίτες της Γερμανικής Κατοχής μόνον διηγήσεις από τους γονείς και τους παππούδες μου έχω. Από αυτές έχω αντιληφθεί πως διάφοροι «Έλληνες» εκμεταλλεύονταν τις ευκαιρίες που παρουσιάζονταν και πουλούσαν σε εξωφρενικές τιμές είδη πρώτης ανάγκης, για την προμήθεια των οποίων οι λιμοκτονούντες Έλληνες πλήρωναν ολόκληρες περιουσίες. Η σπάνις των τροφίμων στα αστικά κέντρα είχε εκτοξεύσει τις τιμές σε απαγορευτικά επίπεδα με βάση τον υπ’ αριθμόν ένα κανόνα των αγορών: «προσφορά-ζήτηση». Όσοι είχαν..
ένα οικοπεδάκι, το αντάλλασσαν με ένα τενεκέ λάδι και επιβίωναν. Όσοι δεν είχαν, κατέληγαν στα καρότσια του Δήμου και ενταφιάζονταν σε ομαδικούς τάφους [η διαχρονική διάκριση σε κατέχοντες και μη]. Η Κατοχική Διοίκηση είχε, βεβαίως, απαγορεύσει την πρακτική αυτή, την αποκληθείσα «μαύρη αγορά», εξ ου και οι σπανίως συλλαμβανόμενοι μαυραγορίτες εκτελούνταν με συνοπτικές διαδικασίες. Οι νόμοι της αγοράς, όμως, ιδίως δε της μαύρης, είναι ισχυρότεροι από οποιονδήποτε στρατό και οποιαδήποτε κυβέρνηση, κατοχική ή μη, προ πάντων όταν οι μαυραγορίτες έχουν τις «άκρες τους» στην κατοχική δύναμη ή κυβέρνηση.
Σήμερα κάνουμε λόγο για μαύρη αγορά εργασίας, όταν αναφερόμαστε σε νόμιμους ή παράνομους εργαζόμενους που απασχολούνται χωρίς ασφάλιση, χωρίς ωράριο, έναντι μεροκάματου ελάχιστης συντήρησης, χωρίς δικαιώματα, εν γένει δε κατά παράβαση των ορισμών της εργατικής νομοθεσίας. Έχουμε, όμως, και ένα άλλο είδος εργασίας. Αυτή, την οποίαν επιφυλάσσουν οι εκάστοτε κυβερνώντες στα «δικά τους παιδιά». Την εργασία, την οποίαν εξασφαλίζουν στους «ημετέρους» ανεξάρτητα από την αντοχή του Δημόσιου Ταμείου, όπως συμβαίνει ακόμη και τα δύο τελευταία χρόνια της εθνικής ταπείνωσης. Εν μέσω της βάρβαρης λιτότητος, της ηθικής αναλγησίας και της φορολογικής λαίλαπας που έχουν εξαπολύσει οι κυβερνώντες ακόμη και κατά του οικονομικά ασθενέστερου έλληνα, προκειμένου να εξοφληθούν οι δανειστές του εξωνημένου πολιτικού συστήματος, διόρισε η ίδια κυβέρνηση 45.000 υπαλλήλους και ίδρυσε 41 [κατ’ άλλους 77] νέους οργανισμούς. Δημιουργήθηκε, λοιπόν, και μία πράσινη αγορά εργασίας, στην οποίαν ο έχων τη σχετική εξουσία υπουργός, γραμματέας, γενικός ή ειδικός, διορισμένος Διοικητής οργανισμού διόρισε τη σύζυγό του, τους συγγενείς του, τους κουμπάρους του για να απομυζήσουν και την τελευταία ικμάδα του ελληνικού λαού. Ευλόγως, λοιπόν, διερωτάται κανείς αν υπάρχει κάποιος, ο οποίος θα μπορούσε να καταπολεμήσει αυτή την πράσινη αγορά. Δυστυχώς, ο μόνος που έχει τη δύναμη να εξαλείψει το φαινόμενο αυτό είναι η τρόικα εκπροσωπούμενη από τους περίφημους «μπάστακες» [Σκανδαλίδειος ρήση] που θα εγκατασταθούν ή εγκαταστάθηκαν ήδη σε κάθε υπουργείο για να ελέγχουν έσοδα και δαπάνες. Να ελέγχουν, όχι για να απαλλάξουν τον ελληνικό λαό από πράσινες ή γαλάζιες ακρίδες, αλλά για να εξοικονομηθούν τα χρήματα, με τα οποία θα αποπληρωθούν τα αφεντικά τους.
Έτσι, μοιραία φτάνουμε στο δίλημμα: να επιχαίρω που τα στελέχη της σύγχρονης Κατοχής θα εξαλείψουν [θα τα καταφέρουν άραγε;] αυτό το απαράδεκτο φαινόμενο της καταλήστευσης του δημοσίου χρήματος υπέρ των «ημετέρων», φαινόμενο που συνέβαλε σπουδαίως στον αλόγιστο δανεισμό του πολιτικού συστήματος, ή να επιθυμώ διακαώς να απαλλαγούμε από τους κατοχικούς ελεγκτές, ώστε να μην φαλκιδεύεται η εθνική κυριαρχία μας και πληγώνεται η εθνική υπερηφάνειά μας; Ουδόλως αμφιβάλλω ότι στη διάρκεια της Γερμανικής Κατοχής ο λιμοκτονών πολίτης που για να ταΐσει τα παιδιά του έπρεπε να στερηθεί ενός μεγάλης αξίας περιουσιακού στοιχείου έναντι τροφίμων ευτελούς αξίας, έβλεπε με πικρή ανακούφιση τον σιδερόφρακτο Γερμανό κατακτητή να επεμβαίνει, να χαλάει τη μαύρη συναλλαγή και να τιμωρεί τον στυγνό εκμεταλλευτή, ο οποίος ασφαλώς και δεν μπορούσε να λογισθεί πατριώτης. Δυστυχώς, αισθάνομαι και εγώ σήμερα όπως ο ανώνυμος πρόγονός μου που, όντας ανυπεράσπιστος απέναντι τόσο στον κατακτητή όσο και στον μαυραγορίτη, έβλεπε πικραμένος τον κατακτητή του να αποδίδει δικαιοσύνη στηλιτεύοντας και πατάσσοντας την εκμετάλλευση.
Αφορμή για τις σκέψεις αυτές αποτέλεσε η είδηση ότι ο ιταλός μπάστακας στο Υπουργείο Εθνικής Αμύνης ανεκάλυψε ότι ο προϋπολογισμός του υπουργείου για το 2011 ανερχόταν σε € 1,4 δισ., ενώ δεν επρόκειτο να καταβληθούν παρά € 0,4 δισ. Το επί πλέον € 1 δισ., όμως, συνέβαλε στη διόγκωση του χρέους και του ελλείμματος που οδήγησαν σε νέα φοροεπιδρομή [http://olympia.gr/2011/10/19/ %ce%ba%ce%b1%cf%84%ce%b7%ce% b3%ce%bf%cf%81%ce%af%ce%b5%cf% 82-%cf%84%ce%b7%cf%82-%cf%84% cf%81%cf%8c%cf%8a%ce%ba%ce%b1- %cf%80%cf%81%ce%bf%cf%82-]. Αν η πληροφορία αληθεύει, γιατί να μην φαντασθώ ότι παρόμοια «σφάλματα» έχουν παρεισφρύσει στους προϋπολογισμούς και άλλων υπουργείων;
Κι’ έτσι, με τούτα και μ’ εκείνα, τα πολυνομοσχέδια διαδέχονται το ένα το άλλο βαπτιζόμενα με διαφορετικές ονομασίες, ώστε να μην φαίνεται ότι πρόκειται για επανάληψη του ιδίου φαινομένου. Για κάθε δόση του δανείου που δήθεν εξασφάλισε η κυβέρνηση για δήθεν μισθούς και συντάξεις τίθεται δήθεν εκβιαστικά ένας όρος που υποβιβάζει ακόμη περισσότερο το βιοτικό επίπεδο του λαού. Είναι βέβαιον ότι οι διεθνείς έμποροι χρήματος θέτουν όρους για να μας δώσουν τη δόση μας, επειδή η κυβέρνηση αρνείται αν αλλάξει ρότα και να συμμαζέψει το χάλι των τελευταίων 30 ετών, ενώ η κυβέρνηση μετατρέπει αυτούς τους όρους σε δυσβάστακτους, ώστε να δραματοποιήσει ακόμη περισσότερο την κατάσταση και να απαλλάξει εαυτήν των ευθυνών δακτυλοδεικτώντας ως υπεύθυνους τους δανειστές που μας σώζουν. Έτσι, η ψήφιση του άρθρου 37 του 452σέλιδου [κείμενο, αιτιολογική έκθεση κ.λπ.] νομοσχεδίου που καταργεί εργατικές κατακτήσεις ενός αιώνα και μας γυρίζει στον μεσαίωνα υπό την αιδήμονα σιωπή των παντοδύναμων τέως, πρώην και νυν πράσινων εργατοπατέρων, αποτελεί μέρος μόνον του αισχροκερδούς τιμήματος που θα πρέπει να καταβάλουμε για να πάρει τη δόση της η εθισμένη στην οσφυοκαμψία κυβέρνησης. Το υπόλοιπο τίμημα είναι το άρθρο 120 του Συντάγματος, το οποίο έχει βάλει στο χρονοντούλαπο της ιστορίας, παρέα με τη δεξιά, η ψευδεπίγραφη νομοθετική πλειοψηφία που κατέλαβε δολίως την εξουσία την 04.10.2009 και ισοπεδώνει ακαταπαύστως δίκην οδοστρωτήρος την ελληνική κοινωνία και την υπερηφάνειά της. Πλειοψηφία, η οποία ψηφίζει αγνοώντας τί ψηφίζει, αλλά ούσα βεβαία ότι με αυτό που ψηφίζει επικυρώνει τη δεύτερη Γερμανική Κατοχή και εξαθλιώνει τον περήφανο ελληνικό λαό, όπως τον εξαθλίωσε η πρώτη Γερμανική Κατοχή, οι μαυραγορίτες και οι δοσίλογοι. Η ιστορία δείχνει ότι οι δοσίλογοι του ΄40 αι οι επίγονοί τους επέπλευσαν και κυβερνούν, ενώ πολλοί μαυραγορίτες μεγαλούργησαν. Δεν υπάρχει, λοιπόν, φόβος για τους δοσίλογους και πρασιναγορίτες του ΄10.
Σωτήριος Καλαμίτσης
Δικηγόρος