Γράφει η Ελένη Κωνσταντίνου
Κύριε Υπουργέ άνευ (οικονομικού) χαρτοφυλακίου σας καταθέτω τον κουμπαρά μου. Όχι το περιεχόμενό του ,γιατί αυτό ήδη το κατέθεσα : στο ελληνικό χρηματιστήριο, στην γερμανική εταιρία απ την οποία αγόρασα το αυτοκίνητό μου, στην τράπεζα για..
την αγορά του σπιτιού μου , στις σπουδές του γιου μου, και τα ρέστα στην επιχείρησή μου.
Σας καταθέτω τον κουμπαρά μου κενό περιεχομένου, έτσι όπως τον παρέλαβα με καμάρι από τον δάσκαλό μου. Είναι σιδερένιος, χρώματος μπλε (σαν την πατρίδα μου) και έχει το σήμα του Ελληνικού Ταμιευτηρίου. Ήταν το βραβείο για την πρωτιά μου στο διαγωνισμό έκθεσης με θέμα «Το αγαθό της αποταμίευσης».
Είναι πια κενός αγαθών (και χρημάτων και αξιών με τις οποίες μεγάλωσα) . Θα γράψω εκ νέου λοιπόν ,όχι μια έκθεση, άλλα ένα κείμενο που θα σας εκθέτει με θέμα «το αδίκημα της αποταμίευσης» με σκοπό να πρωτεύσω και πάλι. Έχω μαζέψει πολλές αποδείξεις για σας ,τόσες που ξεπέρασα το όριο (της υπομονής μου).
Σας προτείνω να χρησιμοποιήσετε τον κουμπαρά μου ως πρες- παπιέ –αφού να τον γεμίσετε αποκλείεται- ώστε να προφυλάξετε τη στοίβα των σχεδίων σας από τα ρεύματα . Ξέρετε, όταν ανοίγετε τις πόρτες διάπλατα στον καθένα κερδοσκόπο να περάσει στη χώρα, δημιουργούνται και ρεύματα. Είναι ανθρώπινα ρεύματα και ρεύματα ιδεών που ανακατεύουν τρελά το χαρτομάνι και είναι τα μόνα που μπορούν να κλείσουν με δύναμη και τις πόρτες και τις κερκόπορτες.
Σας επιτρέπω επίσης να χαρίσετε με τη σειρά σας το δώρο μου στους κερδοσκόπους - δανειστές μας ως έξτρα μπόνους για να έχουν κάτι βαρύ να μας θυμούνται. Εγώ θα χαρίσω στον εαυτό μου ένα κλασικό γουρουνάκι –κουμπαρά για να έχω κ εγώ να θυμάμαι κάτι από εσάς.
Τώρα επιτέλους που σας τον κατέθεσα νιώθω ξαφνικά ανάλαφρη χωρίς το σιδερένιο βάρος του. Δεν φοβάμαι πια ότι θα τον χάσω. Ξέρετε πως είναι να μην έχει κανείς τίποτε απολύτως να χάσει?
Θα το μάθετε.