Του Τάσου Καραμήτσου
(*Από το βιβλίο του πατέρα του, επίσης δημοσιογράφου και το βιβλίο «Ημέρες του ’42 - Πεινάω».)
«Τα χαράματα του ’42 ξεκινούσαν από ένα επιταγμένο σπίτι στην αρχή της Πειραϊκής δύο Γερμανοί στρατιώτες κ*Από το τελευταίο βιβλίο του πατέρα του, επίσης δημοσιογράφου και το βιβλίο..
«Ημέρες του ’42 - Πεινάω».Περπατώντας δεξιά και αριστερά από το χερούλι μια καραβάνα από ντουραλομίνιουμ γεμάτη μαρμελάδα. Εκεί ήταν αποθήκη και πήγαιναν στη Φρεαττύδα για διανομή Γερμανών σε επιταγμένα σπίτια.
Κείνο το πρωί οι Γερμανοί σταμάτησαν στο τότε λιμανάκι της Φρεαττύδας και ακούμπησαν την καραβάνα στο πεζούλι παρατηρώντας κάτω ψαράδες που ετοιμάζανε το φαγητό τους. Ενα λεβέτι στερεωμένο δεξιά και αριστερά με αλυσίδες και κρεμασμένο σ’ ένα δίχαλο σιδερένιο πάνω από φωτιά ξύλων. Ηταν κι άλλοι παρατηρητές.
Ξαφνικά, ένα παιδάκι ίσαμε δέκα χρονών σκελετωμένο πέρασε -ώρα κακή- μπροστά από τη δελεαστική καραβάνα. Είδε πως οι Γερμανοί πρόσεχαν αλλού και πλησίασε διστακτικά και άπλωσε το χέρι του και με το δάχτυλό του πήρε μια σταλιά μαρμελάδα και την έβαλε στο στόμα του. Τη σκηνή αυτή την πρόσεξε ο ένας Γερμανός και χωρίς να πει λέξη άρχισε να τρέχει πίσω από το παιδάκι που έφυγε τρέχοντας. Οπως είναι φυσικό, σε λίγα λεπτά το πρόλαβε το παιδάκι κοντά στου Φανού κι άρχισε να το χαστουκίζει μ’ όλη τη δύναμη των χοντρών χεριών του. Μετά πήρε το χεράκι του από την παλάμη ως τον αγκώνα και μ’ ένα χτύπο το ’σπασε στο γόνατό του. Το παιδί έβγαλε μια φοβερή φωνή κι έπεσε κάτω.
Ο Γερμανός γύρισε, πλησίασε τον σύντροφό του, πιάσανε την καραβάνα και φύγανε.
Ο κόσμος τα είχε χαμένα. Τέλος πάντων, μόλις συνήλθανε σηκώσανε το παιδί, το ξαπλώσανε πάνω σε μια πόρτα ενός κουρείου, σαν σε φορείο, και το ανεβάσανε από την οδό Ηλείας στην οδό Ποδαλειρίου, όπου η είσοδος Πρώτων Βοηθειών του Τζανείου, απ’ όπου το πήραν οι νοσοκόμοι.
Τέλος δεν έχει - και μπορεί να έχουνε τέλος κάτι τέτοια γεγονότα;».
*Από το τελευταίο βιβλίο του πατέρα μου, Γιάννη Καραμήτσου, δημοσιογράφου, «Ημέρες του ’42 - Πεινάω». Για τις ημέρες που έζησε και ελπίζουμε να μην ξαναζήσουμε ποτέ.
http://www.protothema.gr
(*Από το βιβλίο του πατέρα του, επίσης δημοσιογράφου και το βιβλίο «Ημέρες του ’42 - Πεινάω».)
«Τα χαράματα του ’42 ξεκινούσαν από ένα επιταγμένο σπίτι στην αρχή της Πειραϊκής δύο Γερμανοί στρατιώτες κ*Από το τελευταίο βιβλίο του πατέρα του, επίσης δημοσιογράφου και το βιβλίο..
«Ημέρες του ’42 - Πεινάω».Περπατώντας δεξιά και αριστερά από το χερούλι μια καραβάνα από ντουραλομίνιουμ γεμάτη μαρμελάδα. Εκεί ήταν αποθήκη και πήγαιναν στη Φρεαττύδα για διανομή Γερμανών σε επιταγμένα σπίτια.
Κείνο το πρωί οι Γερμανοί σταμάτησαν στο τότε λιμανάκι της Φρεαττύδας και ακούμπησαν την καραβάνα στο πεζούλι παρατηρώντας κάτω ψαράδες που ετοιμάζανε το φαγητό τους. Ενα λεβέτι στερεωμένο δεξιά και αριστερά με αλυσίδες και κρεμασμένο σ’ ένα δίχαλο σιδερένιο πάνω από φωτιά ξύλων. Ηταν κι άλλοι παρατηρητές.
Ξαφνικά, ένα παιδάκι ίσαμε δέκα χρονών σκελετωμένο πέρασε -ώρα κακή- μπροστά από τη δελεαστική καραβάνα. Είδε πως οι Γερμανοί πρόσεχαν αλλού και πλησίασε διστακτικά και άπλωσε το χέρι του και με το δάχτυλό του πήρε μια σταλιά μαρμελάδα και την έβαλε στο στόμα του. Τη σκηνή αυτή την πρόσεξε ο ένας Γερμανός και χωρίς να πει λέξη άρχισε να τρέχει πίσω από το παιδάκι που έφυγε τρέχοντας. Οπως είναι φυσικό, σε λίγα λεπτά το πρόλαβε το παιδάκι κοντά στου Φανού κι άρχισε να το χαστουκίζει μ’ όλη τη δύναμη των χοντρών χεριών του. Μετά πήρε το χεράκι του από την παλάμη ως τον αγκώνα και μ’ ένα χτύπο το ’σπασε στο γόνατό του. Το παιδί έβγαλε μια φοβερή φωνή κι έπεσε κάτω.
Ο Γερμανός γύρισε, πλησίασε τον σύντροφό του, πιάσανε την καραβάνα και φύγανε.
Ο κόσμος τα είχε χαμένα. Τέλος πάντων, μόλις συνήλθανε σηκώσανε το παιδί, το ξαπλώσανε πάνω σε μια πόρτα ενός κουρείου, σαν σε φορείο, και το ανεβάσανε από την οδό Ηλείας στην οδό Ποδαλειρίου, όπου η είσοδος Πρώτων Βοηθειών του Τζανείου, απ’ όπου το πήραν οι νοσοκόμοι.
Τέλος δεν έχει - και μπορεί να έχουνε τέλος κάτι τέτοια γεγονότα;».
*Από το τελευταίο βιβλίο του πατέρα μου, Γιάννη Καραμήτσου, δημοσιογράφου, «Ημέρες του ’42 - Πεινάω». Για τις ημέρες που έζησε και ελπίζουμε να μην ξαναζήσουμε ποτέ.
http://www.protothema.gr