Το 1931 ο Σακαφλιάς, άνεργος, παντρεμένος, πατέρας 6 μικρών παιδιών και χήρος ήδη (η γυναίκα του έχει πεθάνει από φυματίωση), έχοντας παράλληλα και τη φροντίδα της ηλικιωμένης μητέρας του, κατοικεί με νοίκι σε ένα σπίτι στο Θησείο, του οποίου ιδιοκτήτης είναι ο Βασιλάκης.
Αδυνατεί όμως να πληρώσει το νοίκι και ο ιδιοκτήτης του κάνει ...
...για δεύτερη φορά έξωση από το σπίτι.
Στην απολογία του στο δικαστήριο ο Σακαφλιάς θα πει πως μετά το θάνατο της γυναίκας του παρασύρθηκε από ένα αυτοκίνητο και χτυπήθηκε σε πολλά μέρη του σώματός του, με αποτέλεσμα όχι μόνο να μη μπορεί να πληρώσει τα νοίκια που χρωστούσε, αλλά ούτε καλά-καλά να συντηρήσει την πολυμελή φαμίλια του.
Και πως ανάλγητος ο ιδιοκτήτης μπροστά στη δυστυχία του, του έκανε έξωση για πρώτη φορά, η οποία όμως απορρίφτηκε, μια και κατάφερε στο μεταξύ να συγκεντρώσει το ποσό που χρωστούσε και να το δώσει στον ιδιοκτήτη του σπιτιού.
Επειδή όμως και πάλι στη συνέχεια καθυστέρησε μερικά νοίκια, μαζί και «τους φόρους Ούλεν και οδοστρωμάτων», ο ιδιοκτήτης του έκανε για δεύτερη φορά έξωση.Ο Σακαφλιάς δεν πήγε στο δικαστήριο, δικάστηκε ερήμην του και έτσι γυρίζοντας ένα μεσημέρι σπίτι του, βρήκε τα λιγοστά τους πράγματα, τα παιδιά και την ηλικιωμένη μάνα του στο δρόμο.
Υποστήριξε πως δεν αντέδρασε εκείνη τη στιγμή κατά του ιδιοκτήτη, παρά το θυμό του, αλλά κοίταξε να μεταφέρει τη φαμίλια και τα λιγοστά τους πράγματα σε μια ξύλινη παράγκα που είχε στην Αγία Παρασκευή, εκεί που είχε πεθάνει η γυναίκα του. Και πως παρατηρώντας ότι ο ιδιοκτήτης του είχε κρατήσει το χωνί του φωνογράφου, μια εταζέρα και ένα χράμι, πήγε στο μαγαζί που διατηρούσε για να τα ζητήσει. Εκεί υποστήριξε πως προκλήθηκε από τον ιδιοκτήτη, πως ακολούθησαν διαπληκτισμοί μεταξύ τους, πως το φονικό όργανο, το μαχαίρι, ήταν του θύματος, πως βρισκόταν σε άμυνα και πως το φονικό έγινε όταν - στην προσπάθειά του να αμυνθεί - το μαχαίρι γύρισε και κτύπησε το θύμα, τον ιδιοκτήτη του σπιτιού. Επέμεινε μάλιστα πως δεν μετανιώνει για την πράξη του αυτή.
Η απολογία του αυτή δεν έπεισε το δικαστήριο.
Ο φόνος θεωρήθηκε εκ προμελέτης. Έπαιξε ρόλο και ο πρότερος βίος του Σακαφλιά, η εμπλοκή του σε παραβάσεις του ποινικού κώδικα, σε διαρρήξεις, μικροκλοπές και παράνομη οπλοφορία και η χρήση από αυτόν και άλλων ονομάτων πέραν του κανονικού επωνύμου του Χαραλάμπους, όπως: Σακαβιάς ή Σακαφιάς ή ή Σακαφλιάς ή Καραμιχάλης.
Έτσι, μετά την καταδίκη του από το δικαστήριο, οδηγήθηκε στις φυλακές Τρικάλων, το 1931....
Ο Ηλίας Πετρόπουλος στο βιβλίο του «Τα ρεμπέτικα» καταγράφει ένα τραγούδι, το οποίο -σύμφωνα με το συγγραφέα- του το υπαγόρευσε ένας γεροντόμαγκας Μανιάτης κατάδικος, ο Κώστας Αντωνάκος. Παλιό μουρμούρικο της φυλακής, το έλεγαν γύρω στο 1930. Οι στίχοι του όμως δεν διασώζονται ολόκληροι:
«Σκοτώσανε το Σακαφλιά
..............................
..............................
Το Σακαφλιά σκοτώσανε
κι οι μάγκες μαραζώσανε.
Βρε Αντωνίτση, κερατά
συ σκότωσες το Σακαφλιά
..............................
..............................»
Το τελευταίο δίστιχο το αναφέρει και ο Μάρκος Βαμβακάρης στα απομνημονεύματά του. Ο Πετρόπουλος πάλι καταγράφει ένα ακόμα τραγούδι , το οποίο αναφέρεται επίσης στο Σακαφλιά. Είναι ένα παλιό μουρμούρικο, μάλλον μικρασιάτικο, το οποίο προσαρμόστηκε στην περίπτωση του Σακαφλιά και το οποίο ο συγγραφέας κατέγραψε στη φυλακή, το 1973. Οι στίχοι του:
«Στα Τρίκαλα μες στη στενή,
βαρέσαν έναν μπελαλή.
Βαρέσανε το Σακαφλιά
που 'χε ντερβίσικη καρδιά.
Στην Προύσα ήταν ξακουστός
στη Μενεμένη διαλεχτός,
ήταν στο τάγμα Τουμπεκί,
στη μεραρχία Μελανθή».
«Στα Τρίκαλα στα δυο στενά
σκοτώσανε το Σακαφλιά…»
«Στα Τρίκαλα στα δυο στενά
σκοτώσανε το Σακαφλιά.
Τέτοιο ντερβίσικο παιδί
το κλαίμε όλοι μας μαζί.
Δεν τον ξεχνούμε, βρε παιδιά
το φίλο μας το Σακαφλιά»
Η φωτογραφία αυτή από «Τα ρεμπέτικα» του Ηλία Πετρόπουλου φέρεται να είναι του Σακαφλιά
Με το τραγούδι αυτό -τεράστια επιτυχία- του Βασίλη Τσιτσάνη, το οποίο ηχογραφήθηκε το 1939 από την His Master Voice Ελλάδος με τον ίδιο τον Τσιτσάνη και το Στράτο Παγιουμτζή στην εκτέλεση, ο Σακαφλιάς έμελλε να γίνει πασίγνωστος σε όλη την Ελλάδα, ταυτόχρονα όμως να γεννηθεί και ο θρύλος γύρω από αυτόν και τις περιπέτειές του.
Η γοητεία και το μυστήριο που κάλυπτε τη μορφή αυτή τροφοδότησε τη λαϊκή φαντασία και έγινε η αιτία διασποράς αρκετών αμφισβητούμενων και αλληλοσυγκρουόμενων εκδοχών σχετικά με το πραγματικό πρόσωπο του Σακαφλιά.
Με αναμενόμενο αποτέλεσμα να διαπλάθεται και να επιβιώνει διαφορετικά ο μύθος γύρω από το πρόσωπό του, ενώ η σύγχυση να μεγαλώνει με κάθε επιπλέον μαρτυρία.
Η αξιολόγηση των μαρτυριών, η διασταύρωση των στοιχείων που παρέχουν αυτές και κυρίως η αξιοποίηση ντοκουμέντων από πηγές αναμφισβήτητες (όπως τα έντυπα της εποχής), προσφέρουν και στην περίπτωσή μας την πιο αλάθητη μέθοδο προσέγγισης της αλήθειας.
Με πληροφορίες από το www.klika.gr
Taxalia.blogspot.com
Αδυνατεί όμως να πληρώσει το νοίκι και ο ιδιοκτήτης του κάνει ...
...για δεύτερη φορά έξωση από το σπίτι.
Στην απολογία του στο δικαστήριο ο Σακαφλιάς θα πει πως μετά το θάνατο της γυναίκας του παρασύρθηκε από ένα αυτοκίνητο και χτυπήθηκε σε πολλά μέρη του σώματός του, με αποτέλεσμα όχι μόνο να μη μπορεί να πληρώσει τα νοίκια που χρωστούσε, αλλά ούτε καλά-καλά να συντηρήσει την πολυμελή φαμίλια του.
Και πως ανάλγητος ο ιδιοκτήτης μπροστά στη δυστυχία του, του έκανε έξωση για πρώτη φορά, η οποία όμως απορρίφτηκε, μια και κατάφερε στο μεταξύ να συγκεντρώσει το ποσό που χρωστούσε και να το δώσει στον ιδιοκτήτη του σπιτιού.
Επειδή όμως και πάλι στη συνέχεια καθυστέρησε μερικά νοίκια, μαζί και «τους φόρους Ούλεν και οδοστρωμάτων», ο ιδιοκτήτης του έκανε για δεύτερη φορά έξωση.Ο Σακαφλιάς δεν πήγε στο δικαστήριο, δικάστηκε ερήμην του και έτσι γυρίζοντας ένα μεσημέρι σπίτι του, βρήκε τα λιγοστά τους πράγματα, τα παιδιά και την ηλικιωμένη μάνα του στο δρόμο.
Υποστήριξε πως δεν αντέδρασε εκείνη τη στιγμή κατά του ιδιοκτήτη, παρά το θυμό του, αλλά κοίταξε να μεταφέρει τη φαμίλια και τα λιγοστά τους πράγματα σε μια ξύλινη παράγκα που είχε στην Αγία Παρασκευή, εκεί που είχε πεθάνει η γυναίκα του. Και πως παρατηρώντας ότι ο ιδιοκτήτης του είχε κρατήσει το χωνί του φωνογράφου, μια εταζέρα και ένα χράμι, πήγε στο μαγαζί που διατηρούσε για να τα ζητήσει. Εκεί υποστήριξε πως προκλήθηκε από τον ιδιοκτήτη, πως ακολούθησαν διαπληκτισμοί μεταξύ τους, πως το φονικό όργανο, το μαχαίρι, ήταν του θύματος, πως βρισκόταν σε άμυνα και πως το φονικό έγινε όταν - στην προσπάθειά του να αμυνθεί - το μαχαίρι γύρισε και κτύπησε το θύμα, τον ιδιοκτήτη του σπιτιού. Επέμεινε μάλιστα πως δεν μετανιώνει για την πράξη του αυτή.
Η απολογία του αυτή δεν έπεισε το δικαστήριο.
Ο φόνος θεωρήθηκε εκ προμελέτης. Έπαιξε ρόλο και ο πρότερος βίος του Σακαφλιά, η εμπλοκή του σε παραβάσεις του ποινικού κώδικα, σε διαρρήξεις, μικροκλοπές και παράνομη οπλοφορία και η χρήση από αυτόν και άλλων ονομάτων πέραν του κανονικού επωνύμου του Χαραλάμπους, όπως: Σακαβιάς ή Σακαφιάς ή ή Σακαφλιάς ή Καραμιχάλης.
Έτσι, μετά την καταδίκη του από το δικαστήριο, οδηγήθηκε στις φυλακές Τρικάλων, το 1931....
Ο Ηλίας Πετρόπουλος στο βιβλίο του «Τα ρεμπέτικα» καταγράφει ένα τραγούδι, το οποίο -σύμφωνα με το συγγραφέα- του το υπαγόρευσε ένας γεροντόμαγκας Μανιάτης κατάδικος, ο Κώστας Αντωνάκος. Παλιό μουρμούρικο της φυλακής, το έλεγαν γύρω στο 1930. Οι στίχοι του όμως δεν διασώζονται ολόκληροι:
«Σκοτώσανε το Σακαφλιά
..............................
..............................
Το Σακαφλιά σκοτώσανε
κι οι μάγκες μαραζώσανε.
Βρε Αντωνίτση, κερατά
συ σκότωσες το Σακαφλιά
..............................
..............................»
Το τελευταίο δίστιχο το αναφέρει και ο Μάρκος Βαμβακάρης στα απομνημονεύματά του. Ο Πετρόπουλος πάλι καταγράφει ένα ακόμα τραγούδι , το οποίο αναφέρεται επίσης στο Σακαφλιά. Είναι ένα παλιό μουρμούρικο, μάλλον μικρασιάτικο, το οποίο προσαρμόστηκε στην περίπτωση του Σακαφλιά και το οποίο ο συγγραφέας κατέγραψε στη φυλακή, το 1973. Οι στίχοι του:
«Στα Τρίκαλα μες στη στενή,
βαρέσαν έναν μπελαλή.
Βαρέσανε το Σακαφλιά
που 'χε ντερβίσικη καρδιά.
Στην Προύσα ήταν ξακουστός
στη Μενεμένη διαλεχτός,
ήταν στο τάγμα Τουμπεκί,
στη μεραρχία Μελανθή».
«Στα Τρίκαλα στα δυο στενά
σκοτώσανε το Σακαφλιά…»
«Στα Τρίκαλα στα δυο στενά
σκοτώσανε το Σακαφλιά.
Τέτοιο ντερβίσικο παιδί
το κλαίμε όλοι μας μαζί.
Δεν τον ξεχνούμε, βρε παιδιά
το φίλο μας το Σακαφλιά»
Η φωτογραφία αυτή από «Τα ρεμπέτικα» του Ηλία Πετρόπουλου φέρεται να είναι του Σακαφλιά
Με το τραγούδι αυτό -τεράστια επιτυχία- του Βασίλη Τσιτσάνη, το οποίο ηχογραφήθηκε το 1939 από την His Master Voice Ελλάδος με τον ίδιο τον Τσιτσάνη και το Στράτο Παγιουμτζή στην εκτέλεση, ο Σακαφλιάς έμελλε να γίνει πασίγνωστος σε όλη την Ελλάδα, ταυτόχρονα όμως να γεννηθεί και ο θρύλος γύρω από αυτόν και τις περιπέτειές του.
Η γοητεία και το μυστήριο που κάλυπτε τη μορφή αυτή τροφοδότησε τη λαϊκή φαντασία και έγινε η αιτία διασποράς αρκετών αμφισβητούμενων και αλληλοσυγκρουόμενων εκδοχών σχετικά με το πραγματικό πρόσωπο του Σακαφλιά.
Με αναμενόμενο αποτέλεσμα να διαπλάθεται και να επιβιώνει διαφορετικά ο μύθος γύρω από το πρόσωπό του, ενώ η σύγχυση να μεγαλώνει με κάθε επιπλέον μαρτυρία.
Η αξιολόγηση των μαρτυριών, η διασταύρωση των στοιχείων που παρέχουν αυτές και κυρίως η αξιοποίηση ντοκουμέντων από πηγές αναμφισβήτητες (όπως τα έντυπα της εποχής), προσφέρουν και στην περίπτωσή μας την πιο αλάθητη μέθοδο προσέγγισης της αλήθειας.
Με πληροφορίες από το www.klika.gr
Taxalia.blogspot.com