Μιας και δεν ήρθε ακόμη ώρα ν’ ανάψει το σκοτάδι ο Δήμαρχος κ. Αρχοΐδης, για να υποδεχθούμε τον καινούργιο χρόνο, ας μαζευτούμε παιδιά μου μπροστά στο ραδιόθερμο να σας πω ένα παραμύθι.
- Γιαγιάκα, γιατί τον λένε Αρχοΐδη τον δήμαρχό μας;
- Είναι από τις λέξεις «άρχω» και «οίδα» Κωστάκη μου. Διοικώ και γνωρίζω. Ξέρω, δηλαδή, πώς να διοικώ. Επειδή διοικούν οικογενειακώς κοντά 500 χρόνια, άλλαξαν το..
επώνυμο από Μαλακατές σε «Ἁρχοΐδης». ΄Ονομα και πράμα που λέμε. Το αρχηγιλίκι πηγαίνει από παππού, σε γιο σε εγγονό σε δισεγγονό κ.ο.κ., όπως οι βασιλιάδες από το 2.500 π.χ. μέχρι το 1967 μ.Χ.
- Είναι περίπου όπως ο γείτονας Δακρυοχοΐδης, γιαγάκα;
- Ναι καμάρι μου. Αλλά με διαφορετικές λέξεις. Δάκρυ και χύνω. Είναι αυτός που χύνει δάκρυα από τη λύπη του για το κακό που έκανε σε έναν ολόκληρο λαό, όπως θα διηγηθώ μια άλλη φορά.
- Κάτι σαν τις αιμορροΐδες, γιαγάκα;
- Ακριβώς παιδί μου. Δεν έχεις ακούσει τον μπαμπά σου πώς βογγάει όταν πηγαίνει στην τουαλέτα; Έτσι ακριβώς και ο Δακρυοχοΐδης.
- Και πώς το λένε το παραμύθι που θα μας πει γιαγιάκα;
- Το λένε «Η πρασινοσκουφίτσα, στην πράσινη χώρα του πράσινου ήλιου με τις πράσινες ακρίδες και τους γαλάζιους ψύλλους».
- Ωραία μου ακούγεται γιαγάκα, είπε η Μαριγούλα. Καταπληκτική διχρωμία.
- Που λέτε παιδάκια, μια φορά κι’ έναν καιρό, πάνε 1000 χρόνια ακριβώς, μία μέρα σαν και τη σημερινή, στη χώρα που ζούμε τώρα συνέβαινε ένα διαρκώς επαναλαμβανόμενο φαινόμενο. Κάθε 3 με 4 χρόνια πήγαινε ο κόσμος σε κάτι κουτιά και έριχνε μέσα ένα χαρτάκι ο καθένας. Το βράδυ έβγαζαν απ’ τα κουτιά τα χαρτάκια, τα άπλωναν σε όλη τη χώρα και εκείνη βαφόταν πράσινη. Πού και πού έβλεπες κάτι γαλάζιες κουκκίδες, αλλά όποιος δεν είχε αχρωματοψία έβλεπε πως η χώρα ήταν πράσινη. Οι άνθρωποι που ζούσαν σ’ αυτή τη χώρα είχαν κι’ αυτοί αποκτήσει χρώμα πράσινο που δεν έλεγε να βγει με τίποτε. Τότε είχαν ένα υγρό που το έλεγαν χλωρίνη και όπου έπεφτε άσπριζε τα πάντα. Δεν μπορούσε, όμως, να ασπρίσει με τίποτε τους πράσινους ανθρώπους. Είχαν και ραδιοφωνικούς σταθμούς και τηλεοράσεις, όπου έβγαιναν κάθε λίγο και λιγάκι πράσινα ανθρωπάκια και έλεγαν τί ωραία που είναι που πρασίνισε ξανά η χώρα και ήρθε η άνοιξη. Πού και πού έβγαινε ένας κακός γαλάζιος λύκος που τολμούσε να πει ότι αυτή η μονοχρωμία δεν είναι καλό πράγμα και θα πρέπει επί τέλους να μπει και λίγο γαλάζιο ή κόκκινο ή ροζ, οπότε έβγαινε η πρασινοσκουφίτσα και τον πέρναγε γενεές δεκατέσσερις. Είχαν έρθει τα πάνω κάτω παιδάκια μου. Ήταν τότε που ο κόσμος είχε αποκάμει από το φαγητό, ήταν χορτασμένος από την πρασινάδα που βοσκούσε και καθώς είχε πρησμένη την κοιλιά δεν μπορούσε να κάνει βήμα. Βέβαια είχε αρχίσει τα δύο τελευταία χρόνια να χάνει βάρος, αλλά το καθισιό τού είχε γίνει συνήθειο και δεν έλεγε να σηκωθεί από τον καναπέ.
- Και γιατί δεν πήγαινε στον γιατρό γιαγάκα;
- Δεν χρειαζόταν να πάει, διότι ο γιατρός ήταν κάθε μέρα στο σπίτι του. Ήταν στα ραδιόφωνα, στην τηλεόραση, στις εφημερίδες. Ήταν παντού. Και του έλεγε ότι η απώλεια βάρους δεν σημαίνει κάτι κακό για την υγεία του. Αντιθέτως, είναι το αποτέλεσμα του φαρμάκου που παίρνει για να αποτοξινωθεί από τις αποταμιεύσεις που είχε κάνει και από τις δουλειές που είχε, τις οποίες έπρεπε να χάσει.
- Και πεινούσε τότε ο κόσμος γιαγάκα;
- Και βέβαια πεινούσε, αλλά δεν έδινε και πολλή σημασία, διότι η πρασινοσκουφίτσα του έλεγε ότι αυτή είναι η θεραπεία της αρρώστιας του. Όπως οι βδέλλες σου ρουφάνε το αίμα και αδυνατίζεις, κάπως έτσι τους έλεγε η πρασινοσκουφίτσα ότι γίνεται και με την πείνα.
- Και πώς στεκόταν στα πόδια του ο κόσμος, αφού έχανε βάρος και πεινούσε;
- Μιλτιάδη, πολλές ερωτήσεις κάνεις και δεν θα τελειώσουμε ποτέ. Θα μας προλάβει ο κ. Αρχοΐδης και θα μπει ο καινούργιος χρόνος χωρίς να έχετε ακούσει όλο το παραμύθι. Γι’ αυτό θα σε παρακαλέσω σαν καλό παιδί που είσαι να μη με ξαναδιακόψεις, αν δεν είναι πολύ μεγάλη ανάγκη. Έλεγα, λοιπόν, για μια χώρα πράσινη απ’ άκρου σ’ άκρο. Υπήρχαν τότε και κάτι τραπεζίτες.
- Σαν αυτόν που έβγαλε ο Μανώλης χθες γιαγιάκα;
- Όχι αγόρι μου. Αυτός είναι καλός τραπεζίτης και τον έχει ανάγκη ο ανθρώπινος οργανισμός. Αν, όμως, κακοφορμίσει, έρχεται ο οδοντογιατρός και τον ξερριζώνει. Εδώ μιλάμε για άλλου είδους τραπεζίτη. Αλλά ξεχάστηκες και με διέκοψες χωρίς να είναι πολύ μεγάλη ανάγκη. Εν πάση περιπτώσει. Που λέτε, λοιπόν, οι τραπεζίτες διοικούσαν κάποιους οίκους και ανεχόντουσαν τα πάντα. Τους έλεγε ο Αρχοΐδης να δώσουν τόσα χρήματα στον τάδε φίλο τους και αυτοί τα έδιναν. Ή έπαιρναν οι ίδιοι χρήματα από την τράπεζά τους και τα έκαναν ό,τι ήθελαν. Έδιναν και στον Αρχοΐδη. Δεν παρέλλειπαν, όμως, να δίνουν στην τράπεζα, δηλαδή στον εαυτό τους, ένα χαρτί που έγραφε «πήρα τόσα και σας τα χρωστάω». Και οι υπάλληλοι της τράπεζας έλεγαν «δικά του λεφτά είναι, τί μας μέλει εμάς». Έτσι τους είχαν πει έτσι νόμιζαν. Όπου ξαφνικά έρχεται ένας περίεργος τύπος με ένα ξεκαρδιστικό όνομα και αρχίζει να κάνει παράξενες ερωτήσεις. Ο θρύλος λέει πως τον έλεγαν Καρπούζη.
- Σιγά μην τον έλεγαν Πεπόνη ρε γιαγιά.
- Αν με ξαναδιακόψεις χωρίς λόγο, θα σταματήσω.
- Καλά, το βουλώνω.
- Τότε επεμβαίνει ο Χοντρορεβυθούλης και λέει στον Καρπούζη ότι δεν κάνει καλά τη δουλειά του και ότι θα του βάλει έναν προϊστάμενο, για να τον συντονίζει και να βγαίνει σωστά η δουλειά. Ο Καρπούζης τα παίρνει στο κρανίο και αρχίζει να τραγουδάει ένα ωραίο τραγούδι με τίτλο «Άγαμοι θύται». Νευριάζει ο Χοντρορεβυθούλης και βάζει τον κηπουρό του να τραβήξει τ’ αυτί του Καρπούζη. Μόλις πλησίασε ο κηπουρός, τον πλακώνει ο Καρπούζης στα σπόρια, οπότε ο κηπουρός λέει στον Χοντρορεβυθούλη ότι μπορεί να είναι χοντρός, αλλά δεν μπορεί να συνεχίσει να κάνει χοντράδες, διότι θα τους πάρει όλους και θα τους σηκώσει. Ο Χοντρορεβυθούλης αρχίζει να δαγκώνει το πουλί του και ο Καρπούζης αλλάζει ρεπερτόριο και τραγουδάει «Χρυσοπράσινο φύλλο», «Εγώ δεν ήμουνα αλήτης, αλήτη μ’ έκανες εσύ», «Οι χοντροί δεν είναι ωραίοι» και τα τοιαύτα. Του ψιθύρισε, μάλιστα, στ’ αυτί και κάτι που έχει ξεθωριάσει με το πέρασμα του χρόνου, ώστε να μην μπορούμε σήμερα να πούμε με ακρίβεια τί ήταν. Κάτι για κάποιον μικροβιολόγο που έκανε επίτηδες λάθος στις εργαστηριακές εξετάσεις, με αποτέλεσμα να δώσει ο γιατρός μεγαλύτερη ποσότητα φαρμάκου στον κόσμο που τον έκανε, έτσι, να χάσει απότομα περισσότερο βάρος και να μην μπορεί να πάρει τα πόδια του.
- Γιαγιά γιαγιά, μπορώ τώρα να μιλήσω; Είναι πολύ μεγάλη ανάγκη.
- Ναι αγόρι μου τι είναι;
- Μπορώ να πάω στην τουαλέτα;
Σωτήριος Καλαμίτσης