Ήταν
Σεπτέμβριος του 1997 όταν πέρασα για πρώτη φορά την πόρτα του πανεπιστημίου,
φοιτητής Οικονομικού στο Α.Π.Θ.. Ένα όμορφο άγχος με διακατείχε, ένα άγχος για
το «αύριο» το τόσο άγνωστο που ανοίγονταν μπροστά μου. Πρώτη γνωριμία με τη
σχολή η γραμματεία όπου κάποιοι τύποι, εκεί δίπλα βρισκόντουσαν σε θέσεις μάχης
στα τραπεζάκια. Από εκείνη τη στιγμή..
όλα ήταν προδιαγεγραμμένα για μένα, το
μέλλον ξεκίνησε και ίσως έτρεχα να το προλάβω.
Στο
τραπεζάκι της ΔΑΠ-ΝΔΦΚ γνώρισα τους πρώτους μου φίλους, το Θέμη (τον παλιό) το
Δημήτρη και το Βασιλάκη που έμελλε να υπάρξουμε συνοδοιπόροι για αρκετά
χρόνια. Με τα χρόνια η παρέα μεγάλωσε ήρθε ο Δημήτρης (ο τότε μικρός), ο
Γιάννης. Με αυτά τα παιδιά ονειρευτήκαμε και κάναμε πράξη τη γιγάντωση της
ΔΑΠ-ΝΔΦΚ Οικονομικού, δώσαμε μάχες, αγώνες.
Στερηθήκαμε,
ζοριστήκαμε, ακόμα και μαλώσαμε αλλά μέσα από αυτή τη διαδρομή ανδρωθήκαμε και
το κυριότερο, γίναμε φίλοι.
Κυρίως σε αυτούς, οφείλω, το μεγάλο προσωπικό βήμα που έκανα, όταν έγινα
υπεύθυνος Οργανωτικού στη Θεσσαλονίκη και μετέπειτα υπεύθυνος πόλης. Δεν έγινα
«κάποιος», τουλάχιστον όχι μόνος, σε αυτούς το οφείλω, όπως και τα πιο όμορφα
πανεπιστημιακά και συνδικαλιστικά μου χρόνια με τις ατέλειωτες συζητήσεις και
τα ατέλειωτα ξενύχτια δημιουργίας.
Τα
χρόνια της αθωότητας θα μπορούσε να πει κανείς. Εκεί όπου η πολιτική είχε ως
επίκεντρο τον άνθρωπο, εκεί όπου οι διαπροσωπικές σχέσεις είχαν αξία, εκεί όπου
ακόμα και η διαφωνία ήταν ουσιαστική και δημιουργική, εκεί όπου το συμφέρον και
ο καιροσκοπισμός δεν είχαν θέση, ή όταν είχαν πνίγονταν και δεν ερχόταν στην
επιφάνεια.
Ανατρέχοντας
πίσω σε αυτές τις αναμνήσεις και βλέποντας το σήμερα, 15 χρόνια μετά, το τι
είναι η πολιτική και πως συμπεριφέρονται αυτοί που την «υπηρετούν» με γεμίζει
θλίψη. Κυρίως, γιατί σιγά σιγά η δική μου, τότε αθώα, γενιά αρχίζει να διοικεί,
έστω και δειλά. Η δική μου γενιά, που δυστυχώς, για την ώρα τουλάχιστον δεν
μπόρεσε να αλλάξει το κατεστημένο που κάποτε πολεμούσε. Αντιθέτως πολλοί από
τους τότε συναγωνιστές αλλά και αντιπάλους ήδη βολεύτηκαν μέσα στο σύστημα, σε
πολλές περιπτώσεις έγιναν και χειρότεροι από τους προκατόχους τους.
Αυτό
όμως δεν μπορεί να στερήσει από κανέναν μας το δικαίωμα να συνεχίσουμε να
ονειρευόμαστε για ένα καλύτερο αύριο, να πιστεύουμε πως η δική μας γενιά μπορεί
να πάρει τις τύχες όλων στα χέρια της και να μας κάνει να αντικρύσουμε το
μέλλον με μια άλλη, πιο αισιόδοξη ματιά.
Εξάλλου το μόνο που πραγματικά έχουμε είναι οι δικές μας δυνάμεις και τα δικά
μας όνειρα για να πραγματοποιήσουμε. Και αυτά τα όνειρα δεν πρέπει ούτε να τα
εγκαταλείψουμε ελαφρά, ούτε να τα εμπιστευτούμε σε αυτούς που μας τα σκοτώνουν.
Μηταλίδης
Κίμων, Οικονομολόγος