Η συζήτηση για τον κατώτατο μισθό που συνεχίζεται με ιδιαίτερη ένταση και διάρκεια είναι ενδεικτική της παθογένειας του πολιτικού, αλλά και του κοινωνικού μας συστήματος.
Κραυγές, λαϊκισμός, επιμονή στο ασήμαντο, καμιά αίσθηση επείγοντος και προτεραιοτήτων, καμιά διάθεση για συγκρούσεις και ουσιαστικές αλλαγές, καμιά ικανότητα μέτρησης, ανάλυσης και..
αποτελεσματικής εφαρμογής.
Οι υπουργοί της κυβέρνησης και οι «κοινωνικοί εταίροι» («εκπρόσωποι» βιομηχάνων, μικρομεσαίων και εργαζομένων), φοβισμένοι, ανεύθυνοι, αναβλητικοί (και μερικοί υστερόβουλοι και κουτοπόνηροι), δε λένε την αλήθεια και ρίχνουν τις ευθύνες ο ένας στον άλλο.
Κωλυσιεργούν και αναβάλλουν συνεχώς, για ένα θέμα που αφορά ένα μονοψήφιο ποσοστό εργαζομένων, δεν διασφαλίζει τίποτα, οδηγεί στην παρανομία και εξοντώνει τους ανέργους και τους νέους.
Η λύση είναι, και σε αυτό το θέμα, απλή. Πραγματικά ελεύθερες διαπραγματεύσεις ανάμεσα στους ενδιαφερόμενους και εστίαση στο μη μισθολογικό κόστος. Δηλαδή, άμεση κατάργηση των χιλιάδων ασφυκτικών και αντικρουόμενων ρυθμίσεων, που καθιστούν αδύνατη την εύρεση και διατήρηση μιας παραγωγικής εργασίας.