του Σωτήριου Καλαμίτση
Οι δικηγόροι αρεσκόμεθα να λέμε ότι «απέχουμε» [δεν απεργούμε] από τα καθήκοντά μας, επειδή είμεθα, λέει, εν ευρεία εννοία λειτουργοί τής Θέμιδος που συνδράμουν τη Δικαιοσύνη να αποκαλύψει την αλήθεια και να αποδώσει το δίκαιο. Από την άλλη, ο θυμόσοφος λαός μάς έχει κολλήσει τη ρετσινιά του «ψεύτη», επειδή στο υποσυνείδητό του μας έχει ταυτίσει με..
αυτόν που αγωνιά να πείσει τον δικαστή ότι ο πελάτης του έχει δίκηο, ενώ είναι πασιφανές ότι ο πελάτης του ψεύδεται ασυστόλως και υποπίπτει σε πλείστες όσες αντιφάσεις. Εγώ, βεβαίως, λέω ότι στην ποινική δίκη χρέος του Εισαγγελέως είναι να αποκαλύψει την αλήθεια, ενώ χρέος του συνηγόρου υπεράσπισης είναι να την αποκρύψει, όσο και αν αυτό ακούγεται κυνικό. Δυστυχώς, έτσι είναι.
Είναι γεγονός ότι από εποχής τού μακαρίτη Ευάγγελου Γιαννόπουλου, του πλέον μαχητικού Προέδρου του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών, ο δικηγόρος επέτυχε ορισμένα «προνόμια», όπως ακριβώς συμβαίνει με κάθε ελεύθερο επαγγελματία ή εργαζόμενο. Για πολλούς δεν έχει σημασία ότι ο δικηγόρος κατέβηκε στον δρόμο και διαδήλωνε, πράγμα που ασφαλώς και δεν συνάδει κατ’ εμέ προς το πνεύμα ανεξαρτησίας, ελευθερίας και αξιοπρέπειας, από το οποίο πρέπει να εμφορείται ο δικηγόρος. Σημασία έχει ότι ο δικηγόρος άρχισε να τυγχάνει ιδιαιτέρας μεταχειρίσεως από την πλειοψηφία του Κοινοβουλίου μας, η οποία πλειοψηφία συγκροτείται από δικηγόρους. Κυρίως δε ιδιαιτέρας μεταχειρίσεως έτυχε ο δικηγόρος που διορίσθηκε με πάγια αντιμισθία σε μία τράπεζα ή σε μία ΔΕΚΟ με τις γνωστές αναξιοκρατικές και αδιαφανείς πολιτικές μεθόδους και διαδικασίες. Αυτά, δυστυχώς, τελειώνουν με τα Μνημόνια, αν και σε ηπιότερο βαθμό σε σύγκριση με τα πάνδεινα που υφίστανται οι απλοί εργαζόμενοι, οι οποίοι συρρέουν κατά δεκάδες χιλιάδων στο Ταμείο Ανεργίας ή βλέπουν τους μισθούς τους να συρρικνώνονται δραματικά.
Βλέπουμε, λοιπόν, τώρα να κηρύσσουν οι Δικηγορικοί Σύλλογοι αποχές διαρκείας, οι οποίες έχουν πολλαπλές επιπτώσεις, ιδία υπό τις σημερινές άθλιες οικονομικές συγκυρίες. Εν πρώτοις οι δικηγόροι που ζουν από την δικαστηριακή πρακτική βλέπουν να ματαιώνονται οι δίκες, πράγμα που σημαίνει ότι δεν θα πληρωθούν. Οι πελάτες τους βλέπουν ότι λόγω της ματαίωσης, η αστική δίκη τους θα επαναληφθεί μετά από ένας έτος τουλάχιστον. Το Δημόσιο και τα Ασφαλιστικά Ταμεία δεν εισπράττουν όλες τις επιβαρύνσεις που επάγεται μία δίκη [δικαστικό ένσημο, ένσημα, παράβολα κ.λπ.] και η επίλυση των διαφορών επιβραδύνεται ακόμη περισσότερο με όλες τις εντεύθεν οικονομικές επιπτώσεις και για τους διαδίκους.
Από την άλλη μεριά, όμως, οι δικηγόροι που αμείβονται με πάγια αντιμισθία ουδεμία απώλεια έχουν. Προσέρχονται στα γραφεία τους και δεν βλέπουν να περικόπτεται η αντιμισθία τους. Απλώς δεν παρίστανται στα δικαστήρια σε δίκες του Οργανισμού, όπου υπηρετούν.
Ήλθε, λοιπόν, η ώρα να διαχωρισθούν οι Δικηγορικοί Σύλλογοι σε Συλλόγους εμμίσθων δικηγόρων και σε Συλλόγους αμίσθων δικηγόρων. Δεν είναι δυνατόν οι έμμισθοι δικηγόροι να έχουν λέγειν επί της αποχής από τα δικαστήρια, όταν από την αποχή αυτή πλήττονται αποκλειστικώς οι δικηγόροι που ασχολούνται με τη δικαστηριακή πρακτική, από την οποία και περιμένουν να ζήσουν τις οικογένειές τους.