Η είδηση της κατάσχεσης στον όμιλο IMAKO δεν εξέπληξε. Επρόκειτο για ένα προδιαγεγραμμένο θάνατο: εδώ και μήνες οι υπάλληλοι είναι απλήρωτοι, οι επιταγές «σκάνε» και...
η στρόφιγγα που προμήθευε υπέρογκα δάνεια έχει κλείσει. Παρόλα αυτά η προσωπική επιστολή του επικεφαλής της εταιρείας Πέτρου Κωστόπουλου έβαλε φωτιά στο Διαδίκτυο. Ούτε αυτή μπόρεσε, όμως, να διαχειριστεί το κλίμα οργής που διαχέεται και να καταλαγιάσει τα οξυμένα πνεύματα. Βλέπετε, τη στιγμή που οι εργαζόμενοι πληρώνουν τα σπασμένα, ο Πέτρος Κωστόπουλος έχει βρει στέγη στο τηλεοπτικό δίκτυο ANT1, κάνοντας αυτό που ξέρει καλύτερα: να πουλάει το τίποτα για κάτι, το ανούσιο για σημαντικό και το χυδαίο για ευγενές. Για πρώτη φορά, όμως, έρχεται αντιμέτωπος με την κοινωνική κατακραυγή.
Οι διάφοροι υπερασπιστές του –πανελίστες, τραγουδίστριες και μοντέλα– χαρακτηρίζουν τα οξύστομα σχόλια, που ακούγονται, σαν χαιρεκακίες. Θυμίζουν, μάλιστα, το γνωστό ρητό «όταν καίγεται το σπίτι του διπλανού σου μη χαίρεσαι, καθώς θα έρθει σύντομα και σε εσένα η φωτιά». Θα μπορούσε κανείς να αντιτάξει ότι ο Πέτρος Κωστόπουλος μας παραέτριψε στη μούρη τόσα χρόνια τη ζωή του, για να τον αφήσουν στην ησυχία του τώρα. Μάθαμε με λεπτομέρεις για τις διακοπές με τα σκάφη του, τιςψαρούκλες στη Μύκονο, τα πάρτι και τα πανάκριβα πούρα με τους κολλητούς. Μας τα είπε όλα με το«νι» και με το «σίγμα» και τώρα πληρώνει τις συνέπειες.
Σήμερα, επιχειρεί με την επιστολή που ο ίδιος ονομάζει «απολογισμό» να απαρνηθεί τον τίτλο του βασιλιά του ελληνικού λάιφ στάιλ και να ντυθεί με το μανδύα του σκληρά εργαζόμενου επιχειρηματία που θρηνεί το χαμό του δημιουργήματός του. Δυστυχώς, όμως, έχει κάνει πολλά για να κερδίσει αυτό τον τίτλο, με αποτέλεσμα να είναι αδύνατον να αλλάξει τη δημόσια εικόνα του από τη μία μέρα στην άλλη.
Ο ίδιος δηλώνει ότι αποτελεί το «εξιλαστήριο θύμα μίας στρεβλής κατάστασης». Στο σημείο αυτό δε μπορώ παρά να συμφωνήσω. Προφανώς, δεν φταίει ένας Κωστόπουλος για τα δεινά μίας χώρας. Στην πραγματικότητα, εκμεταλλεύθηκε ένα κοινωνικό κλίμα και τις διασυνδέσεις του για να χτίσει τη μικρή μιντιακή αυτοκρατορία του, πουλώντας νεοπλουτίστικο λάιφ στάιλ και αντιαισθητική ξιπασιά. Μ’ αυτό τον τρόπο, το άλλοτε ασήμαντο κομματικό στέλεχος μετατράπηκε σε επιχειρηματία και κολλητό-διασκεδαστή των ισχυρών του χρήματος σ’ αυτή τη χώρα. Ένα ολόκληρο σύστημα του έδωσε το δικαίωμα να συμμετέχει σε χορό εκατομμυρίων παίρνοντας γενναιόδωρα δάνεια, χωρίς να εκπληρώνει τα αντίστοιχα τραπεζικά κριτήρια.
Με την ανοχή και συχνά με τα χειροκροτήματα του κοινού όχι απλώς αποενοχοποίησε τη βίζιτα, αλλά και την κατέστησε σχεδόν πρότυπο. Αποενοχοποίησε την άνευ αξίας μέσω γρήγορη άνοδο και έγινε ο πρεσβευτής μιας ιλουστρασιόν ζωής, που ένα μεγάλο μέρος της ελληνικής κοινωνίας κυνηγούσε λυσσαλέα τα τελευταία 25 χρόνια. Με συνέπεια σέρβιρε τις συνταγές του δικού του τρόπου ζωής προς μαζική κατανάλωση. Τα ακριβά κοστούμια και ρολόγια του, τα ακόμα πιο ακριβά αμάξια του ήταν το σήμα κατατεθέν ενός τρόπου ζωής που σήμερα κατακρημνίζεται, αλλά και προκαλεί το κοινό αίσθημα.
Η ειρωνεία της υπόθεσης είναι ότι αυτοί που έχουν ξεχυθεί να τον κατασπαράξουν είναι σε μεγάλο βαθμό το πρώην κοινό του. Πολλοί απ’ όσους τα προηγούμενα χρόνια κατανάλωναν τα υποπροϊόντα του, τώρα βιώνουν την ανώμαλη προσγείωση στην κρίση και στρέφονται εναντίον αυτού που τους πούλησε φύκια για μεταξωτές κορδέλες.
Άρθρο της Νεφέλης Λυγερού για το aixmi.gr