Η συνταγή των αρχιερέων της προπαγάνδας και των εργολάβων του «εκσυγχρονισμού» ήταν πετυχημένη: Ιλουστρασιόν πρότυπα ανοργασμικού περιεχομένου, ήχοι βλαχομπαρόκ, προγραμματισμένα ξεσαλέ, μελετημένα βίτσια και πλαστικές, καλά προφυλαγμένες από αισθήματα, απολαύσεις. Το άλλο φύλλο, σε συσκευασία δώρου, να περιμένει πάντα τη σωστή χρήση, αρκεί οι αναγνώστες να ακολουθούσαν κατά γράμμα τις οδηγίες. Έρωτες δίχως χθες και χωρίς αύριο. Η ηδονή σαν τεχνική life style, χωρίς life, ούτε και style – «στυλάκι» μόνο. Όσο πιο ιμιτασιόν, τόσο πιο... αυθεντικό. Ο σνομπισμός του φτωχομπινέ που πιστεύει ότι έχει πιάσει τη ζωή από τα κέρατα. Το παραμύθι του κομπλεξικού που αισθάνεται μεγαλοαστός, επειδή φοράει κουστούμι Αρμάνι. Μια κοινωνία ευνουχιζόταν παίρνοντας μάτι στα εξώφυλλα και τις τηλεοπτικές οθόνες.
Αν μας καλούσαν - πράγμα που δεν θα γίνει ποτέ – σε μια εκπομπή με θέμα την “κηδεία του Lifestyle” θα διαλέγαμε τις προηγούμενες λέξεις, από μια παλαιότερη ανάρτηρη του antinews, για να εκφωνήσουμε τον επικήδειο μιας νοοτροπίας και ενός κόσμου τον θάνατο του οποίου παρουσιάζει καθημερινά από τα ΜΜΕ ο αρχιερέας του κ. Πέτρος Κωστόπουλος.
Ο κ. Κωστόπουλος, με την εμπνευσμένη είναι αλήθεια υποστήριξη των νεόπλουτων του ΠΑΣΟΚ – και όπως διατείνονται πολλοί την υπόγεια στήριξη από το πρώην θείος βρέφος του πασοκισμού κ. Κώστα Λαλιώτη – ύμνησε στην Ελλάδα πμ (προ μνημονίου) ανοικτά όλες τις βλαχομπαρόκ αξίες του νεοπλουτισμού και υποδόρια τους εγχώριους «σοσιαλιστές».Κάποτε υπήρξε το «τέλειο πρότυπο του νεοέλληνα άντρα», αλλά τώρα μοιάζει να είναι το τέλειο θύμα μιας συγκυρίας που ψάχνει ενόχους. Και μέχρι ενός σημείου δικαίως γιατί αν υπήρξε κάποιος που ήταν για χρόνια opinion leader, αυτός ήταν ο κ. Κωστόπουλος.
Άλλωστε φρόντιζε πάντα να κομπάζει για όλα. Για το επιχειρηματικό του «δαιμόνιο», τη ζωή του, το σπίτι, το αυτοκίνητο, τις διακοπές του και πάνω από όλα για τις υψηλές πολιτικές φιλίες του. Μέσα στο άγχος να τις στηρίξει με αρτιότητα , ύμνησε τα (δανεικά) λεφτά που μας περίμεναν όλους σε μια Τράπεζα. Αποθέωσε τον «θεόσταλτο» εκσυγχρονισμό, που δήθεν μας έβγαλε από τη μιζέρια.
Του χρεώνουν ότι «επέβαλε» το lifestyle. Βρήκε όμως και πρόσφορο έδαφος. Διότι και ο Βεργής προσπαθεί να επιβάλει την επιστροφή στη φύση τόσο χρόνια, αλλά εις μάτην. Απλά ύμνησε τις κοινωνικές συμπεριφορές της χλιδής και του άκρατου υλισμού. Δεν ήταν ο δημιουργός του καταναλωτισμού, αλλά ο αφηγητής του.
Υπήρξε ένθερμος θιασώτης της διάχυτης πεποίθησης ότι η δουλειά είναι για τους μαλάκες, για τους «έξυπνους» είναι οι διασυνδέσεις, οι «ιδέες» και η «πονηριά».
Αντέγραψε με επιτυχία ξένες συνταγές στον περιοδικό Τύπο, τη στιγμή που νέες κοινωνικές ομάδες (κυρίως μέσω της κομματικής εύνοιας) εμφανίζονταν δυναμικά και επιθυμούσαν άλλα κοινωνικά πρότυπα. Και ο κ. Κωστόπουλος τους τα πρόσφερε απλόχερα. Και τώρα πέφτει με πάταγο όπως και η νεοελληνική καρικατούρα του life style.
Έστω κι αν υπήρξε σκληρός εργοδότης και δύστροπος συνεργάτης, το γεγονός ότι του πέφτουν αγρίως τώρα, φανερώνει την ανάγκη για εξιλαστήρια θύματα και ενδεχομένως τα αισθήματα κατωτερότητας που είχε δημιουργήσει σε διάφορους. Τα βάζεις με κάποιον όταν είναι ισχυρός, το να τον πατάς όταν έχει ήδη πέσει νοκ άουτ δεν είναι και τόσο «αντρικό». Και ως συνήθως σε αυτές τις περιπτώσεις, οι πρώην ευνοούμενοι ορμούν πρώτοι. Μαζί με τους εχθρούς. Και είχε αποκτήσει μπόλικους, κυρίως ανώνυμους
Έχτισε κι ο ίδιος τον προσωπικό του μύθο, λαμβάνοντας μια φρενήρη δημοσιότητα. Η δικαιολογία των υψηλών μισθών, είναι συνηθισμένη πια. Σε όλους τους φαλιρισμένους επιχειρηματίες, έφταιξαν οι μισθοί των εργαζομένων τους. Έστω κι αν η ΙΜΑΚΟ «ήταν ιπποφορβείο ταλέντων», όπως ο ίδιος διατείνεται, το γεγονός ότι έφευγαν μόλις έβρισκαν μια καλύτερη πρόταση, σημαίνει πολλά για το αφεντικό. Και προς τιμήν του παραδέχεται ότι γέννησε και «τέρατα». «Αγράμματους με την κοινωνική έννοια της λέξης που βασανίζουν ακόμα με το «ήθος» τους τη δημοσιογραφία». Όσοι τον αποθέωναν σπεύδουν τώρα να τον δαιμονοποιήσουν, να του χρεώσουν ίσως και παραπάνω από αυτά που του αναμφίβολα του αναλογούν. Για τη στατιστική όμως είναι απλά μία ακόμη επιχείρηση που κλείνει όχι λόγω μόνο της κρίσης, αλλά κυρίως εξαιτίας των καταστροφικών επιλογών των επιχειρηματιών.
Δείχνει να είναι κι ο ίδιος θύμα των αξιών που υπηρέτησε. Οι αστικές αξίες, με την πρωταρχική τους έννοια, της σφιχτής οικονομικής νοοτροπίας, της επανεπένδυσης και όχι της χλιδάτης διαβίωσης, επανέρχονται στο προσκήνιο και μάλιστα βίαια.
Σε προσωπικό επίπεδο μια οικονομική κατάρρευση είναι μεγάλη συμφορά.
Όμως, ο θάνατος μιας επιχείρησης θα είναι πάντοτε πιο ανεκτός από το θάνατο ενός παιδιού…
Πηγη: Antinews
Αν μας καλούσαν - πράγμα που δεν θα γίνει ποτέ – σε μια εκπομπή με θέμα την “κηδεία του Lifestyle” θα διαλέγαμε τις προηγούμενες λέξεις, από μια παλαιότερη ανάρτηρη του antinews, για να εκφωνήσουμε τον επικήδειο μιας νοοτροπίας και ενός κόσμου τον θάνατο του οποίου παρουσιάζει καθημερινά από τα ΜΜΕ ο αρχιερέας του κ. Πέτρος Κωστόπουλος.
Ο κ. Κωστόπουλος, με την εμπνευσμένη είναι αλήθεια υποστήριξη των νεόπλουτων του ΠΑΣΟΚ – και όπως διατείνονται πολλοί την υπόγεια στήριξη από το πρώην θείος βρέφος του πασοκισμού κ. Κώστα Λαλιώτη – ύμνησε στην Ελλάδα πμ (προ μνημονίου) ανοικτά όλες τις βλαχομπαρόκ αξίες του νεοπλουτισμού και υποδόρια τους εγχώριους «σοσιαλιστές».Κάποτε υπήρξε το «τέλειο πρότυπο του νεοέλληνα άντρα», αλλά τώρα μοιάζει να είναι το τέλειο θύμα μιας συγκυρίας που ψάχνει ενόχους. Και μέχρι ενός σημείου δικαίως γιατί αν υπήρξε κάποιος που ήταν για χρόνια opinion leader, αυτός ήταν ο κ. Κωστόπουλος.
Άλλωστε φρόντιζε πάντα να κομπάζει για όλα. Για το επιχειρηματικό του «δαιμόνιο», τη ζωή του, το σπίτι, το αυτοκίνητο, τις διακοπές του και πάνω από όλα για τις υψηλές πολιτικές φιλίες του. Μέσα στο άγχος να τις στηρίξει με αρτιότητα , ύμνησε τα (δανεικά) λεφτά που μας περίμεναν όλους σε μια Τράπεζα. Αποθέωσε τον «θεόσταλτο» εκσυγχρονισμό, που δήθεν μας έβγαλε από τη μιζέρια.
Του χρεώνουν ότι «επέβαλε» το lifestyle. Βρήκε όμως και πρόσφορο έδαφος. Διότι και ο Βεργής προσπαθεί να επιβάλει την επιστροφή στη φύση τόσο χρόνια, αλλά εις μάτην. Απλά ύμνησε τις κοινωνικές συμπεριφορές της χλιδής και του άκρατου υλισμού. Δεν ήταν ο δημιουργός του καταναλωτισμού, αλλά ο αφηγητής του.
Υπήρξε ένθερμος θιασώτης της διάχυτης πεποίθησης ότι η δουλειά είναι για τους μαλάκες, για τους «έξυπνους» είναι οι διασυνδέσεις, οι «ιδέες» και η «πονηριά».
Αντέγραψε με επιτυχία ξένες συνταγές στον περιοδικό Τύπο, τη στιγμή που νέες κοινωνικές ομάδες (κυρίως μέσω της κομματικής εύνοιας) εμφανίζονταν δυναμικά και επιθυμούσαν άλλα κοινωνικά πρότυπα. Και ο κ. Κωστόπουλος τους τα πρόσφερε απλόχερα. Και τώρα πέφτει με πάταγο όπως και η νεοελληνική καρικατούρα του life style.
Έστω κι αν υπήρξε σκληρός εργοδότης και δύστροπος συνεργάτης, το γεγονός ότι του πέφτουν αγρίως τώρα, φανερώνει την ανάγκη για εξιλαστήρια θύματα και ενδεχομένως τα αισθήματα κατωτερότητας που είχε δημιουργήσει σε διάφορους. Τα βάζεις με κάποιον όταν είναι ισχυρός, το να τον πατάς όταν έχει ήδη πέσει νοκ άουτ δεν είναι και τόσο «αντρικό». Και ως συνήθως σε αυτές τις περιπτώσεις, οι πρώην ευνοούμενοι ορμούν πρώτοι. Μαζί με τους εχθρούς. Και είχε αποκτήσει μπόλικους, κυρίως ανώνυμους
Έχτισε κι ο ίδιος τον προσωπικό του μύθο, λαμβάνοντας μια φρενήρη δημοσιότητα. Η δικαιολογία των υψηλών μισθών, είναι συνηθισμένη πια. Σε όλους τους φαλιρισμένους επιχειρηματίες, έφταιξαν οι μισθοί των εργαζομένων τους. Έστω κι αν η ΙΜΑΚΟ «ήταν ιπποφορβείο ταλέντων», όπως ο ίδιος διατείνεται, το γεγονός ότι έφευγαν μόλις έβρισκαν μια καλύτερη πρόταση, σημαίνει πολλά για το αφεντικό. Και προς τιμήν του παραδέχεται ότι γέννησε και «τέρατα». «Αγράμματους με την κοινωνική έννοια της λέξης που βασανίζουν ακόμα με το «ήθος» τους τη δημοσιογραφία». Όσοι τον αποθέωναν σπεύδουν τώρα να τον δαιμονοποιήσουν, να του χρεώσουν ίσως και παραπάνω από αυτά που του αναμφίβολα του αναλογούν. Για τη στατιστική όμως είναι απλά μία ακόμη επιχείρηση που κλείνει όχι λόγω μόνο της κρίσης, αλλά κυρίως εξαιτίας των καταστροφικών επιλογών των επιχειρηματιών.
Δείχνει να είναι κι ο ίδιος θύμα των αξιών που υπηρέτησε. Οι αστικές αξίες, με την πρωταρχική τους έννοια, της σφιχτής οικονομικής νοοτροπίας, της επανεπένδυσης και όχι της χλιδάτης διαβίωσης, επανέρχονται στο προσκήνιο και μάλιστα βίαια.
Σε προσωπικό επίπεδο μια οικονομική κατάρρευση είναι μεγάλη συμφορά.
Όμως, ο θάνατος μιας επιχείρησης θα είναι πάντοτε πιο ανεκτός από το θάνατο ενός παιδιού…
Πηγη: Antinews