Σαν σήμερα σιώπησε ο Ποιητής του Αιγαίου, του ήλιου και της θάλασσας.
Το έργο του όμως, η κατάθεση της ψυχής του, ο αγώνας του για την αληθινή Ελλάδα υπάρχει ,καθώς «Δεν επρόκειτο για το θάνατο ακριβώς ειπείν αλλά για την υπέρβασίν του..». Σήμερα η Ελλάδα, η χώρα που ύμνησε κι αγάπησε χρειάζεται πιο πολύ από ποτέ έναν Ελύτη που με το λόγο του να την
κάνει να πιστέψει ξανά στις δυνάμεις της και να σηκωθεί από την πτώση.
Δεν θα σταθώ στο βιογραφικό του Ποιητή, τη γενιά του 30, τον υπερρεαλισμό και την ποιητική του τέχνη.
Μπορεί να είναι αυτές οι πληροφορίες σημαντικές αλλά, όπως δεν με νοιάζει να μάθω τα συστατικά και τον τρόπο που εικάζουμε πώς φτιάχτηκε ένα ωραίο γλυκό ή ένα υπέροχο άρωμα, έτσι δεν με ενδιαφέρουν και αυτές οι λεπτομέρειες. Αναρωτιόμουν πάντα εξάλλου αν ο ποιητής καθόταν να σκεφτεί όλα αυτά που περιγράφουν οι αναλυτές του για το έργο του.
Ούτε στο Νόμπελ θα σταθώ.
Γιατί και χωρίς αυτό ο Ελύτης θα ξεχώριζε για τα χρώματα και τις εικόνες που αβίαστα τον πλημμυρίζουν και με ορμή ξεχύνονται, καταδεικνύοντας μια χώρα με ιστορία λαμπρή ανά τους αιώνες. Κι η γλώσσα του; Ελληνική συνέχεια του Ομήρου, απόδειξη της ενότητας ενός πολιτισμού βαθιά ριζωμένου σε αυτή τη γη, σε αυτή τη θάλασσα. Αυτός έβλεπε την ομορφιά της αρχαίας ελληνικής λιτότητας σε πράγματα απλά, καθημερινά ,στους αγρούς που περπατήσαμε, κι εμείς σαν λαός τι κάναμε;
Όπως το μικρό παιδί ζηλεύει το βάζο με το γλυκό μα είναι μικρό για να το φτάσει, ζηλέψαμε τα εφήμερα, ζηλέψαμε και γίναμε κακέκτυπο του γίγαντα που το όνομά του είναι «Δύση». Πώς όμως να ταιριάξουν τα μικρά και λιτά με τα πομπώδη ;
Αυτό που θα θέλαμε οι Έλληνες θα ήταν ίσως να μάθουμε τι θα μας έλεγε σήμερα αν ζούσε. Μα μας τα έχει πει όλα. Γιατί αυτός έβλεπε με τα μάτια του Ομήρου. Μέσα στα ποιήματά του και τα λόγια του κωδικοποιημένες ή σαφείς οι συμβουλές του μας καλούν να τις ανακαλύψουμε και να τις φωτίσουμε. Πονούσε για το λαό αυτό. Πολέμησε για την Ελλάδα και έκλαψε για αυτήν .Ήταν περήφανος που ήταν Έλληνας και που δεν έμοιαζε η χώρα του με καμία άλλη. Ίσως αν τον ρωτούσαν σήμερα να επαναλάμβανε τα σχόλιά του :
«Μια ζωήν ολόκληρη αγωνίστηκα για αυτό που λέμε Ελληνικότητα και που δεν είναι τίποτα άλλο παρά ένας τρόπος να βλέπεις και να αισθάνεσαι τα πράγματα. Είτε στην κλίμακα τη μεγάλη, είτε στην ταπεινή. Θέλω να πω, είτε σ’ ένα Παρθενώνα, είτε σ’ ένα λιθάρι.
Το παν είναι η ευγένεια, η ποιότητα, σε αντίθεση με το μέγεθος και την ποσότητα που χαρακτηρίζουν τη Δύση.» …. «Λαοί νέοι και μικροί σαν το δικό µας, γεμάτοι από χυμούς και δυνάμεις οστικές, εξαναγκάζονται με τον ένα ή τον άλλο τρόπο να ευθυγραμμιστούν µε τους μεγάλους και ισχυρούς, που έχουν χάσει κάθε ικµάδα και συντηρούνται με προπαρασκευασμένους ορούς πολιτισμού»
και να συνέχιζε αναλύοντάς μας τις δύο Ελλάδες που έβλεπε :
«Υπάρχουν δύο Ελλάδες. Αυτή που εξαναγκάζει και τους ίδιους τους υπηκόους της να καταπονεί και σε έναν διεθνή χορό μεταμφιεσμένων να μετέχει με το φόρεμα της Ευρωπαίας (διάβαζε: Αμερικάνας). Και υπάρχει η άλλη, που εξακολουθεί να υπακούει στον Ηράκλειτο και στον Μακρυγιάννη. Η πρώτη μπορεί να καταλυθεί μια μέρα. Η δεύτερη, ακόμη και αν μείνει χωρίς υπόσταση, ποτέ. Τουλάχιστον εγώ, γι’ αυτήν υπάρχω» (αυτό έγραφε το 1982).
«Πέστε, λοιπόν» θα κατέληγε ο Ποιητής «στον ήλιο νάβρει ένα καινούριο δρόμο,τώρα πια που η πατρίδα του σκοτείνιασε στη γη, αν θέλει να μη χάσει από την περηφάνεια του» και θα φώναζε στους νέους : «Να ενοχλείτε, να είστε η άμμος και όχι το λάδι στα γρανάζια του κόσμου»!
http://katsimpelis.gr/index.php?option=com_content&view=article&id=53&catid=3&Itemid=4