Της ΕΛΕΝΗΣ ΣΤΟΥΜΠΟΥ-ΚΑΤΣΑΜΟΥΡΗ
Αρχαιολόγου-σκηνοθέτριας
Πολλές φορές θυμάμαι με πόση αθωότητα άκουγα στην πρώτη ανασκαφή που πήρα μέρος έναν εργαζόμενο της περιοχής, να..
προσπαθεί να μας πείσει, φοιτητές, ανίδεα παιδιά της πόλης, ότι η εικόνα που κρατούσε στα χέρια του ήταν της μακαρίτισσας της γιαγιάς του και ότι με πόνο ψυχής την πουλούσε, σ’ έναν καλό κύριο, αν τύχαινε να γνωρίζουμε κανένα.
προσπαθεί να μας πείσει, φοιτητές, ανίδεα παιδιά της πόλης, ότι η εικόνα που κρατούσε στα χέρια του ήταν της μακαρίτισσας της γιαγιάς του και ότι με πόνο ψυχής την πουλούσε, σ’ έναν καλό κύριο, αν τύχαινε να γνωρίζουμε κανένα.
Στη συνέχεια, λες και τα επίσημα αρχαιολογικά έργα δεν μπορούν να ...
ζήσουν χωρίς τα ανεπίσημα, τα επιλήψιμα τέλος πάντων, καταλαβαίνετε τι θέλω να πω, έκανα γνωριμίες εκλεκτές με κατοίκους των αγροτικών περιοχών που εργάστηκα, οι οποίοι έρχονταν όχι με τη συνήθη περιέργεια για να δουν “τί σκάβουμε σ’ εκείνη την τρύπα”, αλλά με συνειδητοποιημένα φιλάρχαια συναισθήματα. Είχα δε την τιμή να έχω κι εργάτες στα συνεργεία που επέβλεπα, όχι μόνο με αισθήματα και προβληματισμούς για τα έργα των αρχαίων μας προγόνων, αλλά και με πείρα, ακόμη κι έναν σεβάσμιο απόφοιτο, και δεν εννοώ, όπως αντιλαμβάνεσθε, της Φιλοσοφικής Σχολής. Αυτά τα μάθαινα στην πορεία, τη λίγη εκείνη ώρα της ανάπαυλας, όταν μοιραζόμασταν, μέσα στην ερημιά του Θεού, προσφάι με ζαμπονάκι σβαν και χοντρές φέτες ψωμιού από το φούρνο του χωριού, κι όποιος δεν έχει κάνει χωράφι και ανασκαφή δεν ξέρει πόσο νόστιμο πράγμα είναι. Εκεί λοιπόν γίνονται οι εξομολογήσεις, πάνω στο διάλειμμα, στο κοινό φαγητό, στα γέλια που έρχονται μόνα τους, όταν παύει η έκθεση στο λιοπύρι και ηρεμούνε τα χέρια από το ρυθμικό χτύπημα του κασμά.
Ελπίζει ένα κομμάτι του αγροτικού κόσμου, χωρίς ενοχή, να του γυρίσει η τύχη, να βρει κάτι να πουλήσει, να καλυτερέψει τη μοίρα του, να βγει από την τυράννια της χειρωνακτικής εργασίας. Μ’ ένα περίεργο τρόπο καλύτερη μοίρα για τους ανθρώπους αυτούς σημαίνει επαρχιακά μπουζουξίδικα, κυρίες με σπαστά ή καθόλου ελληνικά, κουστουμάκια μέγκλα, στην καλύτερη των περιπτώσεων, άνοιγμα καφετέριας στην πλατεία. Βιάστηκα. Αυτά είναι το δεύτερο στάδιο. Το πρώτο είναι πάλι κασμάς, μόνο που τώρα είναι νύχτα, δυναμίτης, πράγμα επικίνδυνο, μπορεί να χάσεις το χέρι σου, καλοί κύριοι με όπλα και σουγιάδες, καλά παιδιά πρώην αρσιβαρίστες, νυν υπάλληλοι κοσμικού κέντρου που σε σπάνε στο ξύλο για να μη σου δώσουν τα υποσχεθέντα, καλοί κύριοι διάφοροι που σου δίνουνε ψίχουλα για ένα τέντζερη αρχαία νομίσματα που μάζεψες γυρίζοντας ατέλειωτα χωράφια. Χώμα πολύ, εργαλεία βαριά, και μην πεις, βάζεις κι από την τσέπη σου για εξοπλισμό, και πάλι δεν ξέρεις αν θα τα πάρεις. Στοιχίζουνε πολύ οι ανιχνευτές, αλλά και πάλι, πώς να μείνεις πίσω; Στάδιο δεύτερο, εμφάνιση στο μαγαζί, τρως όλα τα κέρδη σε μια νύχτα. Την άλλη μέρα θυμάσαι πως δεν έδωσες τίποτα στη γυναίκα σου για το σπίτι και πως τα δόντια σου θέλουνε φτιάξιμο, αλλά με τι να πληρώσεις τον οδοντογιατρό; Στάδιο τρίτο, και πάλι κασμάς και πάλι νύχτα, πουλήματα μεταξύ φίλων, καλοί κύριοι με μεσαία αμάξια, καλύτεροι κύριοι με μεγάλα αμάξια, θαυμάσιοι κύριοι που μιλούν αγγλικά και δεν τους έχεις δει ποτέ σου. Τα πράγματα αλλάζουν. Φοβάσαι. Οι νεαροί με τα κομπιούτερ βρίσκουνε της Παναγιάς τα μάτια στο λεπτό. Δεν χρειάζεται να κολλάς σε κανέναν δάσκαλο, κανένα φοιτητάκο για να μάθεις. Την ταύτιση την κάνουν από τα corpora. Τους χάρτες τους τυπώνουνε από το Google. Τα δεματάκια πάνε αεροπορικώς στην Ελβετία.
Χαίρομαι κάθε φορά, όταν η αστυνομία κάποιους εξαρθρώνει, με τη χαρά που νιώθει κανείς για το Δαυίδ όταν ξαπλώνει κάτω το Γολιάθ με μια μαστόρικη πετριά. Ξέρω καλά πόσο λίγοι είναι οι Δαυίδ, πόσο πολλοί και πόσο καλοζωισμένοι οι Γολιάθ. Κι έχω πάντοτε την ελπίδα ότι ο απλός κόσμος της υπαίθρου, η εργατιά της ανεπίσημης αρχαιολογίας στην Ελλάδα, θα καταλάβει τι του κλέβουνε για τόσο, απελπιστικά τόσο λίγα. Και θα λέει όλο και πιο συχνά ΟΧΙ (“όχι ρε κερατάδες” για την ακρίβεια) στους κυρίους με τα “γάντια αντιλόπη”. Όπως επίσης ελπίζω ότι ο πολύπλοκος κόσμος των αναπτυγμένων χωρών θα βρει αλλού παρηγοριά και θα δίνει όλο και λιγότερη δουλειά στα παλιόπαιδα τ’ ατίθασα, τα παλιόπαιδα με τις διασυνδέσεις. -