«Ἔπινα τόν καφέ μου σέ ἕνα ἀπό τά παλαιοῦ τύπου καφενεδάκια πού ἔχουν ἀπομείνει στή γειτονιά περιμένοντας κάποιον μάστορα γιά νά συζητήσουμε γιά κάποια ἐπισκευή. Ἦταν Δεκέμβρης γύρω στίς 7μ.μ. Ἀπέναντί μου ἀκριβῶς ἦταν ἕνα διώροφο σπίτι οὔτε καινούργιο οὔτε παλιό. Χαζεύοντας ἀπό..
τήν τζαμαρία τοῦ καφενείου βλέπω στό φῶς τῆς λάμπας τοῦ δρόμου νά πλησιάζει στήν πόρτα τοῦ σπιτιοῦ ἕνας φτωχοντυμένος ἄνθρωπος καί νά χτυπᾶ τό κουδούνι. Κατέβασα μιά γουλιά ἀπό τόν - ὁ Θεός νά τόν κάνει- γλυκύ βραστό καφέ καί...ἀγνάντευα ἀφηρημένα. Σέ ἕνα λεπτό ἄνοιξε τήν πόρτα μιά μεσόκοπη γυναῖκα. Ἐκεῖνος τῆς εἶπε κάτι. Ἔγινε μιά δίλεπτη συζήτηση, ὁ ἐπισκέπτης μπῆκε μέσα καί ἡ πόρτα ἔκλεισε.
τήν τζαμαρία τοῦ καφενείου βλέπω στό φῶς τῆς λάμπας τοῦ δρόμου νά πλησιάζει στήν πόρτα τοῦ σπιτιοῦ ἕνας φτωχοντυμένος ἄνθρωπος καί νά χτυπᾶ τό κουδούνι. Κατέβασα μιά γουλιά ἀπό τόν - ὁ Θεός νά τόν κάνει- γλυκύ βραστό καφέ καί...ἀγνάντευα ἀφηρημένα. Σέ ἕνα λεπτό ἄνοιξε τήν πόρτα μιά μεσόκοπη γυναῖκα. Ἐκεῖνος τῆς εἶπε κάτι. Ἔγινε μιά δίλεπτη συζήτηση, ὁ ἐπισκέπτης μπῆκε μέσα καί ἡ πόρτα ἔκλεισε.
διαβάστε τη συνέχεια στο http://klassikoperiptosi.blogspot.com/2012/03/blog-post_4026.html