του Βασίλη Μπαλάφα
Ομολογώ ότι παρότι ήμουν πολύ καλά προετοιμασμένος πριν παρακολουθήσω τη συνέντευξη του νέου προέδρου του ΠΑΣΟΚ, αιφνιδιάστηκα. Περίμενα ότι ο Βενιζέλος σε καθαρά πολιτικό επίπεδο, αφαιρώντας από την προσδοκία την κομματική του ιδιότητα, θα είχε να παρουσιάσει κάτι..
πολύ καλύτερο. Η ρητορική του δεινότητα είναι γνωστή και τελευταία έκανε πολλές επικλήσεις στον ορθολογισμό. Ανέμενα μια εντυπωσιακή εμφάνιση που θα μπορούσε να προβληματίσει θετικά το εκλογικό σώμα, με δεδομένα τα μεγάλα περιθώρια βελτίωσης που έχει το ΠΑΣΟΚ στα ποσοστά του σε σχέση με εκείνα που έλαβε ακόμα και το 2004.
Άλλωστε αυτό είναι το μεγάλο στοίχημα των αρχηγών των δύο μεγάλων κομμάτων σε αυτές τις εκλογές. Η πρόκληση του να πείσουν και πάλι τους πολίτες ότι μπορούν, ο καθένας για την παράταξή του, να αποτελέσουν τα ορόσημα δημιουργίας ενός πλειοψηφικού ρεύματος μέσα στην κοινωνία. Και έχουν μεγάλα περιθώρια μέχρι την ημέρα διεξαγωγής των εκλογών, τόσο μεγάλα που ακόμα και μικρές βελτιώσεις μπορούν να θεωρηθούν εντυπωσιακές. Δεν είναι δηλαδή ότι καλούνται να πάνε από το 40 % στο 42 % για παράδειγμα. Μια καλή εμφάνιση, ειλικρινής, διαυγής, μπορεί να δώσει άμεσα εντυπωσιακό αποτέλεσμα σε σχέση με τα δημοσκοπικά ευρήματα, έστω και αν αυτά είναι πολύ αβέβαια, πολύ ρευστά και με πολύ μειωμένη την αξιοπιστία τους.
Δεν έχει νόημα να αναφέρω με τη σειρά σημεία της συνέντευξης τα οποία μπορούν να ανατραπούν με τα λόγια του ίδιου του Βενιζέλου από παλαιότερες συνεντεύξεις του. Η όλη εικόνα που έδωσε, ενός ανθρώπου σχεδόν νεογέννητου στο πολιτικό προσκήνιο της χώρας, νομίζω ότι αντίκειται ακόμα και σε εκείνα που θα περίμεναν και οι πιο ένθερμοι υποστηρικτές του. Η φράση του «είμαι αρχηγός 25 ημερών», απαντώντας σε ερωτήματα που τέθηκαν υπό το πρίσμα ότι το ΠΑΣΟΚ κυβέρνησε τον τόπο 27 από τα 35 τελευταία χρόνια, πιστεύω ότι «πάγωσε» ακόμα και τους πιο καλοπροαίρετους τηλεθεατές.
Αξίζει να θυμίσω το συνοπτικό «παλμαρέ» του Βενιζέλου αυτά τα χρόνια για τα οποία προσπάθησε να μας πείσει ότι σχεδόν δεν υπήρχε στην πολιτική ζωή της Ελλάδας : Υφυπουργός Προεδρίας της Κυβέρνησης και κυβερνητικός εκπρόσωπος (1993-1994), Υπουργός Τύπου και Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης και κυβερνητικός εκπρόσωπος (1994-1995), Υπουργός Μεταφορών και Επικοινωνιών (1995-1996), Υπουργός Δικαιοσύνης (1996), Υπουργός Ανάπτυξης (1999-2000), Υπουργός Πολιτισμού (1996-1999 και 2000-2004), Υπουργός Εθνικής Άμυνας (2009-2011), Υπουργός Οικονομικών (2011-2012), Αντιπρόεδρος της Κυβέρνησης (2011-2012). Αν μου επιτρέπεται να ξεφύγω λίγο από τα τετριμμένα, θα τον χαρακτήριζα ως τον «Μέσι» του ΠΑΣΟΚ με τέτοια «τροπαιοθήκη» !
Συγκράτησα ακόμα δύο κομβικά σημεία. Πρώτον, σε σχέση με την παραγραφή αδικημάτων υπουργών, είπε ότι απαιτείται «ρητή αλλαγή του νόμου», ενός νόμου όμως που συνέταξε και συνέγραψε ο ίδιος. Δεύτερον, κάτι που δεν πρόσεξαν πολλοί ακόμα και από αντίπαλους πολιτικούς χώρους, μίλησε για «διαχείριση του Μνημονίου, βελτίωση και υπέρβαση». Για πρώτη φορά δηλαδή, ο Βενιζέλος αναφέρεται, έστω και αμυδρά, σε επιδίωξη αναδιάρθρωσης και διορθωτικών κινήσεων επί του πλαισίου εξυγίανσης της ελληνικής οικονομίας. Μέχρι τη συνέντευξη αυτή, ακόμα και στην υπόνοια ενός τέτοιου ενδεχομένου ο Βενιζέλος σχεδόν επαναστατούσε και λοιδορούσε όσους υποστήριζαν σθεναρά μια τέτοια άποψη. Τους απαξίωνε με τη γνωστή του ολοκληρωτική ρητορεία και τους καθιστούσε ουτοπικούς, ανεδαφικούς, αιθεροβάμονες. Φαίνεται ότι τώρα προσχωρεί στη θέση αυτή, έστω και πολύ πολύ αργά.
Τέλος, ένα ακόμα στοιχείο που προξένησε «ψύχος» ήταν η συνεχής επανάληψη του «εγώ». Αναλύοντας πολιτικά το φαινόμενο, δεν καταδεικνύει μόνο τη θεμιτή επιθυμία ενός αρχηγού να τονίσει τη δική του εκδοχή, δείχνει και την αγωνιώδη προσπάθεια του Βενιζέλου να διαχωρίσει τον εαυτό του από τους «διπλανούς» του, τους συνοδοιπόρους του επί πάρα πολλά χρόνια. Γιατί τα χρόνια ήταν πάρα πολλά και ας είναι «αρχηγός 25 ημερών» …
Μάλλον απογοήτευσε ο νέος πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ, παρά ανέβασε τον πήχη της πολιτικής συγκριτικής αντιπαράθεσης. Τον περίμενα πολύ πιο δυνατό και ανατρεπτικό έτσι ώστε να γίνει και πιο ποιοτική η υγιής πολιτική αντιδιαστολή. Δεν νομίζω ότι δικαιολόγησε το τόσο πλούσιο «παλμαρέ» του.
Η αποκαθήλωση Τσοχατζόπουλου
Ένα από τα πράγματα που σιχαίνομαι όχι μόνο στην πολιτική, αλλά και στη ζωή γενικότερα, είναι το να βλέπω να «χτυπούν» έναν άνθρωπο την ώρα που είναι αδύναμος, ειδικά εκείνοι που μέχρι χτες τον αποθέωναν και έτρεχαν πίσω του σαν αλαλάζουσες θαυμάστριες τραγουδιστή προκειμένου να τους σφίξει το χέρι ή να τους ρίξει μια ματιά.
Μια χαρακτηριστική τέτοια περίπτωση είναι εκείνη του Άκη Τσοχατζόπουλου. Με την εξέλιξη που έχουν οι δικαστικές έρευνες, διάφοροι βγήκαν από σκοτεινά και υγρά τούνελ του μυαλού τους και ξαφνικά είδαν το φως το αληθινό. Λοιδορούν, βρίζουν και ειρωνεύονται, την ώρα που ήταν οι ίδιοι εκείνοι που φανατικά τον χειροκροτούσαν εκστασιασμένοι και όρθιοι μέσα σε συνέδρια ή ακόμα και στο Κοινοβούλιο. Ήταν οι ίδιοι που τον υπερασπίζονταν ακόμα και στις τηλεοράσεις και μιλούσαν για πολιτικές σκευωρίες όταν γινόταν αναφορά στις υποθέσεις των TOR-M1 και των υποβρυχίων. Ήταν εκείνοι που βάραγαν παλαμάκια στα βαριά του ζεϊμπέκικα και του έπλεκαν εγκώμια στις επισκέψεις του ανά την Ελλάδα.
Κανείς από όλους αυτούς δεν τόλμησε να βγει και να πει ή να γράψει ότι έκανε λάθος όταν υπερασπιζόταν με τόσο πάθος τον Τσοχατζόπουλο. Κανείς δεν μπόρεσε να κάνει μια διορθωτική δήλωση ή απλώς να συντάξει ένα κείμενο με το οποίο να κάνει και τη δική του αυτοκριτική επί του συγκεκριμένου ζητήματος. Όλοι τους «σήκωσαν» ειρωνικά και σατιρικά βίντεο από το YouTube, έγραψαν μια περιπαικτική ατάκα στο Facebook και στο Twitter, αλλά κανείς τους δεν τόλμησε να κοιταχτεί και λίγο στον καθρέφτη. Και δεν μιλώ μόνο για πολιτικούς. Μιλώ για δημοσιογράφους, για κομματικά στελέχη, για παράγοντες, για ανθρώπους που για πολλά χρόνια έχουν παίξει το δικό τους ρόλο μέσα στις τοπικές κοινωνίες διαμορφώνοντας κλίμα και άποψη από διάφορα μετερίζια. Ούτε ένας δεν τόλμησε με γενναιότητα να αναγνωρίσει το λάθος του.
Μακάρι να είχα πρόσβαση στο αρχείο του Τσοχατζόπουλου με όλες τις φωτογραφίες του με διάφορους παράγοντες εκείνων των ετών της παντοδυναμίας του.
Η ζούγκλα είναι εδώ !
Ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του 1980 ήταν αρκετοί εκείνοι που είχαν διακρίνει ότι άρχιζε να δημιουργείται μια γενική «χαλαρότητα» σε κάθε επίπεδο του δημόσιου βίου, της καθημερινότητας, σε επίπεδο τήρησης του νόμου και σεβασμού θεσμών, ή της ελάχιστης ιεραρχίας και πειθαρχίας που πρέπει να τηρείται σε μια ευνομούμενη πολιτεία. Σιγά σιγά αυτή η «χαλαρότητα» εγκαθιδρύθηκε σχεδόν σε κάθε έκφανση της καθημερινής μας ζωής.
Μέχρι ενός σημείου, πιθανώς κάτι τέτοιο να αποτέλεσε στα πρώτα χρόνια και λαϊκή απαίτηση ή πολιτικό, λαϊκίστικο «όραμα» και βάση πολιτικής αξιακής συμπεριφοράς. Πιθανώς να ήταν μια ένδειξη για ένα καλύτερο μέλλον, πιο «δημοκρατικό» και «προοδευτικό» όπως διατείνονταν τότε οι κύριοι εκφραστές αυτής της κοινωνικής, ουσιαστικά, ανατροπής, εκείνοι που φόρεσαν μέσα στο Κοινοβούλιο τα «ζιβάγκο» προκειμένου να δείξουν την αντίθεσή τους προς τον ελάχιστο ενδυματολογικό κώδικα που απαιτούσε η παρουσία κάποιου μέσα στην Ελληνική Βουλή. Ξεκινάμε δηλαδή από τους συμβολισμούς για να μη χρειαστεί να περιγράψουμε σε βάθος τη νοοτροπία που ερχόταν.
Βέβαια αυτά τα «ζιβάγκο» πολύ γρήγορα αντικαταστάθηκαν, από τους ίδιους, με πανάκριβα κουστούμια μεγάλων οίκων μόδας, με ακριβά υφάσματα του εξωτερικού, με γραβάτες, με υπουργικά θηριώδη αυτοκίνητα και πολλά άλλα. Στο λαό έμεινε η συνεχώς εντεινόμενη αίσθηση ασυδοσίας – γλυκιά τα πρώτα χρόνια – που τελικά μας οδήγησε εδώ που βρισκόμαστε σήμερα. Σε ένα άτυπο καθεστώς ζούγκλας το οποίο γιγαντώθηκε και γενικεύτηκε στο πέρασμα των ετών.
Τότε, εκείνους που χτυπούσαν τα καμπανάκια για τη «ζούγκλα» που ερχόταν τους απαξίωσαν και τους διέσυραν. Σήμερα ανεβάζουν βιντεάκια από τις ομιλίες τους και αποθεώνουν τη διορατικότητά τους. Η ζημιά όμως έχει γίνει.
Πολλοί συμπολίτες σήμερα νομίζουν ότι αν μετακινηθούν στα «άκρα», αριστερά και δεξιά, θα πετύχουν την επαναφορά σε μια ελαχίστως «ευνομούμενη» πολιτεία που θα την επιβάλουν – πιστεύουν – μεμονωμένες ομάδες ανθρώπων. Το μεγάλο τους λάθος όμως είναι ότι αν για την απορρύθμιση αρκεί μια μικρή στην αρχή, συντεταγμένη ομάδα ανθρώπων, για την επαναφορά χρειάζεται μαζικό, αποφασισμένο, πλειοψηφικό ρεύμα στην κοινωνία. Γιατί η δημοκρατική ευνομούμενη Πολιτεία είναι υπόθεση κουλτούρας, νοοτροπίας, σεβασμού. Δεν μπορεί να είναι προϊόν επιβολής, αυταρχισμού και επικράτησης μεμονωμένων ομάδων δια της βίας ή μέσω διανθισμένων ολοκληρωτισμών.
Βασίλειος Μπαλάφας
vasileios[at]balafas.gr
vbalafas.blogspot.com