-Τα λευκά ψηφοδέλτια προσμετρώνται στα έγκυρα ή στα άκυρα;
-Ισχύει ότι τα λευκά και άκυρα ευνοούν το πρώτο κόμμα;
-Ποια είναι η βαρύτητα της αποχής; Ισχύει ότι η αποχή ευνοεί τα μεγάλα κόμματα;
-Τι ισχύει για την πριμοδότηση των 50 εδρών στο πρώτο κόμμα;
-Τι προβλέπει το Σύνταγμα σε περίπτωση μη επίτευξης αυτοδυναμίας;
Τους μύθους και τις αλήθειες γύρω από το εκλογικό σύστημα εντοπίζει ο συνταγματολόγος, καθηγητής στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης, Γιώργος Κατρούγκαλος, καθώς ο χρόνος για τις κάλπες της Κυριακής μετρά αντίστροφα. Μιλώντας στο naftemporiki.gr, ο κ. Κατρούγκαλος αναφέρεται μεταξύ άλλων στο ρόλο των λευκών και άκυρων ψηφοδελτίων, αλλά και της αποχής, ως προς τον συσχετισμό δυνάμεων, ενώ διευκρινίζει τι ισχύει για το «bonus» των 50 εδρών στο πρώτο κόμμα. Εξηγεί ακόμη τι συμβαίνει την επομένη των εκλογών σε περίπτωση μη επίτευξης αυτοδυναμίας και αδυναμίας σχηματισμού κυβέρνησης.
O καθηγητής του Δημοκριτείου Πανεπιστημίου Θράκης, Γιώργος Κατρούγκαλος.
-Τα λευκά ψηφοδέλτια προσμετρώνται στα έγκυρα ή στα άκυρα;
Η λευκή ψήφος θα έπρεπε να θεωρείται έγκυρη ψήφος, γιατί αποτελεί έκφραση πολιτικής θέσης: το λευκό σημαίνει, στην ουσία, μαύρο σε όλους, μια μορφή έντονης αποδοκιμασίας του πολιτικού συστήματος. Αντίθετα, η άκυρη ψήφος είναι μια νομικά ελαττωματική ψήφος, ιδίως διότι παραβιάζει τη μυστικότητα της ψηφοφορίας.
Δυστυχώς, ο ισχύων εκλογικός νόμος δεν δέχεται την παραπάνω θέση, που είναι πολιτικά δημοκρατική και συνταγματικά ορθή. Και αυτό μολονότι το εκλογοδικείο έκρινε το 2005 (ΑΕΔ 12/2005) ότι η λευκή ψήφος αποτελεί συνταγματική επιταγή.
Για να ανατραπεί το προηγούμενο της απόφασης αυτής, ο νόμος 3434/2006 προέβλεψε το αντίθετο, ότι δηλαδή «κατά την κατανομή των εδρών, καθώς και για τον καθορισμό του εκλογικού μέτρου, τα λευκά ψηφοδέλτια δεν προσμετρώνται στα έγκυρα».
-Ισχύει ότι τα λευκά και άκυρα ευνοούν το πρώτο κόμμα;
Όπως προανέφερα, λόγω της πρόβλεψης του εκλογικού νομου, τα λευκά ψηφοδέλτια ισοδυναμούν με άκυρα. Συνεπώς, ουσιαστικά δεν ασκούν επιρροή επί του εκλογικού αποτελέσματος και αυτό, όπως και η αποχή, κατ’ αποτέλεσμα ευνοεί το πρώτο κόμμα. Είναι μαθηματικά απλό: Για να υπάρχει αυτοδύναμη κυβέρνηση ένα κόμμα θα πρέπει να συγκεντρώσει γύρω στο 38% του εκλογικού σώματος (ανάλογα και με το πόσα μικρά κόμματα θα μπουν στη Βουλή). Εάν, όμως, για παράδειγμα, πάει στις κάλπες και ψηφίσει με έγκυρη ψήφο μόνο το 50% του εκλογικού σώματος, το πρώτο κόμμα, θα μπορέσει να κυβερνήσει έχοντας επιλεγεί μόνον από το (38% :2=) 19% του λαού.
-Τι συμβαίνει σε περίπτωση που τα λευκά είναι πάνω από το 50%;
Ένας από τους πιο διαδεδομένους αστικούς μύθους του διαδικτύου λέει ότι στην περίπτωση αυτή θα είναι άκυρες οι εκλογές. Αυτό είναι απόλυτα ανακριβές. Απλώς, με τον τρόπο αυτό το πρώτο κόμμα θα διευκολυνθεί να συγκεντρώσει πολύ περισσότερες έδρες από αυτές που του αναλογούν, για τους λόγους που προανέφερα.
-Ποια είναι η βαρύτητα της αποχής; Ισχύει ότι η αποχή ευνοεί τα μεγάλα κόμματα;
Για τους ίδιους λόγους η αποχή, όπως κάθε μη έγκυρη ψήφος, ουσιαστικά και κατ’ αποτέλεσμα ευνοεί τα μεγαλύτερα κόμματα και, ιδίως το πρώτο από αυτά.
-Τι ισχύει για την πριμοδότηση των 50 εδρών στο πρώτο κόμμα;
Ο εκλογικός νόμος δίνει ένα δώρο 50 εδρών στο πρώτο κόμμα, ανεξαρτήτως της διαφοράς του με το δεύτερο. Έτσι, για παράδειγμα, εάν το σχετικά πλειοψηφούν κόμμα λάβει 20% των ψήφων και το δεύτερο 19,99% το πρώτο θα λάβει γύρω στις 100 έδρες και το άλλο 50, δηλαδή τις μισές. Ο νόμος προβλέπει μάλιστα το bonus αυτό μόνον για το πρώτο αυτοτελές κόμμα, όχι για συνασπισμό κομμάτων (παρά μόνον υπό σχεδόν αδύνατους όρους).
-Τι προβλέπει το Σύνταγμα σε περίπτωση μη επίτευξης αυτοδυναμίας;
Το Σύνταγμα προβλέπει ότι σε περίπτωση κατά την οποία κανένα κόμμα δεν έχει λάβει την πλειοψηφία των εδρών, ξεκινά ένας γύρος διερευνητικών εντολών από κάθε έναν από τους πολιτικούς αρχηγούς των τριών πρώτων σε έδρες κομμάτων. (Και ενδεχομένως των τεσσάρων, εάν υπάρχει ισοψηφία σε έδρες.) Το νόημα των εντολών αυτών είναι να διερευνηθεί η δυνατότητα σχηματισμού κυβέρνησης με συνεργασία ενός ή περισσότερων κομμάτων και για αυτό το λόγο δίδεται περιθώριο τριών ημερών στους αρχηγούς για τις αναγκαίες διαπραγματεύσεις. Εννοείται ότι δεν είναι αναγκαίο να εξαντληθεί το διάστημα αυτό. Για παράδειγμα, το 1989 ο Χαρίλαος Φλωράκης, ως Πρόεδρος του, ενιαίου τότε, Συνασπισμού, κατέθεσε αμέσως την εντολή που είχε λάβει.
Σημειωτέον ότι για να μετατραπεί η διερευνητική εντολή σε εντολή διορισμού πρωθυπουργού (πράγμα που απαιτεί την έκδοση προεδρικού διατάγματος, αντίθετα με τον προφορικό χαρακτήρα των διερευνητικών εντολών), θα πρέπει να έχει αποδειχθεί αντικειμενικά η δυνατότητα επίτευξης ψήφου εμπιστοσύνης, π.χ. με σχετικές δημόσιες δηλώσεις ή δεσμεύσεις των αναγκαίων προς τούτο αρχηγών ή βουλευτών. Για το λόγο αυτό, για παράδειγμα, ο Κ. Μητσοτάκης δεν είχε το 1989 ορκιστεί πρωθυπουργός, ώστε να δοκιμάσει να λάβει ψήφο εμπιστοσύνης από τη Βουλή, μολονότι τον Ιούνιο η Νέα Δημοκρατία είχε εκλέξει 143 και το Νοέμβριο 147 έδρες, μία «ανάσα», δηλαδή, από την απόλυτη πλειοψηφία.
Είναι, πάντως, δυνατός και ο σχηματισμός κυβέρνησης ανοχής, που δεν θα έχει δηλαδή απόλυτη, αλλά απλώς σχετική κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Για να συμβεί αυτό θα πρέπει ο εντολοδόχος πρωθυπουργός να εξασφαλίσει τουλάχιστον 120 ψήφους βουλευτών υπέρ της κυβέρνησης του, και να βρεθούν κόμματα που να ελέγχουν συνολικά πάνω από 60 έδρες, πρόθυμα να απέχουν από τη ψηφοφορία (αντιθέτως, οι λευκές ψήφοι ή τα «παρών» προσμετρώνται στις αρνητικές ψήφους). Και πάλι, βεβαίως, για να λάβει την οριστική εντολή ο αρχηγός του σχετικά πλειοψηφούντος κόμματος πρέπει, όπως και στην προηγούμενη περίπτωση, να αποδείξει ότι έχει εξασφαλίσει την αποχή στήριξης των αναγκαίων βουλευτών.
Εάν, όμως, οι επιμέρους διαπραγματεύσεις στο πλαίσιο των διερευνητικών εντολών αποβούν άγονες, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας συγκαλεί το Συμβούλιο των Αρχηγών, για να εξαντληθεί κάθε δυνατότητα σχηματισμού κυβέρνησης «μακράς πνοής» που θα προσέλθει να ζητήσει ψήφο εμπιστοσύνης από τη Βουλή. Εάν αποκλειστεί το ενδεχόμενο αυτό, επιδιώκει το σχηματισμό υπηρεσιακής κυβέρνησης από όλα τα κόμματα της Βουλής αποκλειστικά και μόνον για τη διενέργεια εκλογών. Εάν και αυτό αποτύχει, αναθέτει στον Πρόεδρο ενός από τα ανώτατα δικαστήρια (δηλαδή του Συμβουλίου της Επικρατείας, του Αρείου Πάγου ή του Ελεγκτικού Συνεδρίου) το σχηματισμό υπηρεσιακής κυβέρνησης, όσο το δυνατόν ευρύτερης αποδοχής, για να διενεργήσει τις επόμενες εκλογές.
-Αν οι διερευνητικές εντολές προς τα κόμματα δεν τελεσφορήσουν πόσο σύντομα μπορούν να προκηρυχθούν νέες εκλογές;
Το δυνατό συντομότερο και πάντως όχι αργότερα από ένα μήνα από τότε που θα διαπιστωθεί η αδυναμία σχηματισμού κυβέρνησης.
-Ποιες είναι οι προϋποθέσεις για το σχηματισμό κυβέρνησης τεχνοκρατών;
Δεν υπάρχουν πρόσθετες συνταγματικές απαιτήσεις ή προϋποθέσεις για το σχηματισμό κυβέρνησης τεχνοκρατών. Θα πρέπει, απλώς, σε κάποια από τις παραπάνω φάσεις πολιτικοί αρχηγοί που να ελέγχουν την απόλυτη πλειοψηφία των εδρών της Βουλής (ή ακόμη και τη σχετική, υπό τους όρους που περιέγραψα) να προτείνουν στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας ως Πρωθυπουργό τρίτο πρόσωπο, μη πολιτικό. Τούτο, για παράδειγμα, συνέβη το 1989 στην περίπτωση της οικουμενικής κυβέρνησης Ζολώτα.
* Ο κ. Γιώργος Κατρούγκαλος είναι συνταγματολόγος, καθηγητής στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης, δικηγόρος στον Αρειο Πάγο και το Συμβούλιο της Επικρατείας.